Δύο από τις μεγαλύτερες μη εισηγμένες ελβετικές τράπεζες, η Lombard Odier και η Pictet, πρόκειται να δημοσιοποιήσουν τα αποτελέσματά τους πρώτη φορά έπειτα από δύο αιώνες.

Υποχωρώντας στις πιέσεις που ασκούνται από τις εποπτικές αρχές των ΗΠΑ και της Ευρώπης, οι δύο τράπεζες που ελέγχονται από λιγοστούς συνεταίρους πρόκειται να γνωστοποιήσουν τις λογιστικές τους καταστάσεις για να καθησυχάσουν τις δυτικές κυβερνήσεις, οι οποίες έχουν θέσει στο στόχαστρο το καθεστώς τραπεζικού απορρήτου της Ελβετίας, καθώς έχει αποδειχθεί ότι υποθάλπει τη φοροδιαφυγή των εύπορων πολιτών τους. Οι ενέργειες της Pictet ήδη διερευνούνται από το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ προκειμένου να εξακριβωθεί εάν τα στελέχη της τράπεζας έχουν βοηθήσει Αμερικανούς πολίτες να φοροδιαφύγουν.

Η Lombard, σύμφωνα με το δημοσίευμα της Καθημερινής, συμμετέχει εθελοντικά στο πρόγραμμα συνεργασίας με τις αμερικανικές αρχές με στόχο την αποκάλυψη στοιχείων για την περιουσιακή κατάσταση πελατών με αμερικανική υπηκοότητα. «Η μυστικότητα και η διαφύλαξη προσωπικών δεδομένων ήταν τα βασικά στοιχεία στην πώληση ελβετικών τραπεζικών προϊόντων εδώ και πάρα πολλά χρόνια», δηλώνει ο Φρανσέσκο Λουράτι, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Λουγκάνο στην Ελβετία σε τηλεφωνική συνέντευξη στο πρακτορείο Bloomberg. «Σήμερα θα πρέπει να προσελκύσουν τον κόσμο με την προώθηση άλλων πλεονεκτημάτων». Ωστόσο, οι τράπεζες αλλάζουν, επίσης, το καθεστώς λειτουργίας και ιδιοκτησίας για οικονομικούς λόγους. Πέρυσι ανακοίνωσαν ότι θα εγκαταλείψουν το καθεστώς από κοινού ιδιοκτησίας μεταξύ συνεταίρων για να μην επωμίζονται όλες τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τυχόν ζημιές των τραπεζών τους. Με βάση την ελβετική νομοθεσία, οι μη εισηγμένες τράπεζες θα πρέπει να δημοσιεύουν λογιστικές καταστάσεις.

Διεθνείς πιέσεις για κατάργηση του τραπεζικού απορρήτου

H δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων από τα δύο παλαιότερα, μη εισηγμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Ελβετίας ύστερα από 200 χρόνια αντανακλά το αποτέλεσμα των πιέσεων που έχουν ασκηθεί κυρίως από τις ΗΠΑ, τη Βρετανία και τη Γερμανία στην ελβετική κυβέρνηση για να καταργήσει το καθεστώς τραπεζικού απορρήτου της χώρας.

Οι Lombard Odier και Pictet εκπροσωπούν τραπεζικές δυναστείες με μακρά ιστορία. H πρώτη ιδρύθηκε το 1796 και η δεύτερη το 1805. Θετικό, ίσως, ρόλο για το προφίλ των δύο τραπεζών μπορεί να παίξει το γεγονός ότι έχουν στραφεί και σε θεσμικούς επενδυτές στο διάστημα των τελευταίων δεκαετιών. Για παράδειγμα, η Lombard Odier έχει αυξήσει τα περιουσιακά στοιχεία από θεσμικούς επενδυτές στα 47,7 δισ. δολάρια στα τέλη του 2013 από τα 25,5 δισ. δολάρια προ πέντε ετών.

Σήμερα, η Lombard Odier λειτουργεί με οκτώ συνεταίρους, εκ των οποίων κάποιοι είναι μέλη των οικογενειών Λομπάρ και Οντιέ. Διαθέτει 25 υποκαταστήματα σε 18 χώρες ανά τον κόσμο, με βάση τη Γενεύη και το Λονδίνο. Διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία 200 δισ. δολαρίων που ανήκουν σε θεσμικούς και ιδιώτες επενδυτές.

Η Pictet διαχειρίζεται κεφάλαια 455 δισ. δολαρίων, με 3.500 εργαζομένους σε 26 σημεία του κόσμου. Ελέγχεται από οκτώ συνεταίρους, συμπεριλαμβανομένων μελών της οικογενείας Πικτέ. Και δυο τράπεζες δεν έχουν αποκαλύψει μέχρι σήμερα την κερδοφορία τους από την ιδιωτική τραπεζική.