Αν οι επενδύσεις αποτελούν για την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη το “μπαλάκι” για τη μετάβαση της ελληνικής οικονομίας σε μια νέα εποχή, ασφαλώς η “ρακέτα” είναι η εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης στο εσωτερικό της χώρας.

Το οικονομικό επιτελείο υπό τον Χρήστο Σταϊκούρα πρέπει να παίξει “σε όλα τα μήκη και τα πλάτη” του πολιτικού γηπέδου: Να παίξει “άμυνα” αλλά και ταυτόχρονα να παίξει κι “επίθεση”:

Η ανάγκη για “άμυνα” φάνηκε και σήμερα, μόλις τρεις μέρες μετά τις εκλογές και λίγες ώρες μετά την ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης: Ο “πολύς” Πιερ Μοσκοβισί, που αναζητεί ρόλο στο σοσιαλιστικό τοπίο της χώρας του μετά το τέλος της θητείας του ως επιτρόπου, έσπευσε ήδη στο eurogroup της Δευτέρας να μιλήσει για “εφαρμογή των συμφωνηθέντων” για υπερπλεόνασμα 3,5%, την ώρα που ο Αλέξης Τσίπρας παρέδωσε μια οικονομία με εκτίμηση για ακόμα χαμηλότερη ανάπτυξη (1,8% λέει το ΙΟΒΕ) φέτος.

Η νέα κυβέρνηση πρέπει να κινηθεί γρήγορα ώστε να μηδενίσει την πιθανότητα λήψης νέων δημοσιονομικών μέτρων για τον επόμενο ενάμιση χρόνο.

Άλλη “αμυντική” υποχρέωση είναι η επιτυχής διαχείριση του προβλήματος των “κόκκινων δανείων” στην κατεύθυνση των ευνοϊκών όρων από τα πιστωτικά ιδρύματα προς τους δανειολήπτες και της παροχής διευκολύνσεων σε κάθε επίπεδο προς τους συνεπείς δανειολήπτες. Στα “αμυντικά” καθήκοντα της κυβέρνησης, δηλαδή την διαχείριση “καυτών πατατών” από την προηγούμενη, περιλαμβάνονται κι οι αλλαγές στις 120 δόσεις των χρεών των πολιτών προς το Δημόσιο και τα Ασφαλιστικά Ταμεία, ώστε να ενταχθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι με όρους που θα τους επιτρέψουν να μείνουν συνεπείς στις συμφωνίες.

Και περνάμε στο “κέντρο του γηπέδου”. Η πλήρης κατάργηση των capital controls το συντομότερο δυνατό, αποτελεί όχι μόνο οικονομική, αλλά και ψυχολογική ένδειξη ότι η οικονομία παίρνει μπροστά.

Παράλληλα, το υπουργείο Οικονομικών οφείλει να είναι σε επαφή με τους διεθνείς Οίκους αξιολόγησης, ώστε η χώρα μας να αποκτήσει το συντομότερο τη λεγόμενη “επενδυτική βαθμίδα” (investment grade) η οποία θα στρέψει διαχειριστές κεφαλαίων με μακροπρόθεσμες αποδόσεις, προς την Ελλάδα. Η διαδικασία είναι πολύμηνη και καθόλου προδιαγεγραμμένη…

Ταυτόχρονα, το υπουργείο Οικονομικών είναι ανάγκη να διασφαλίσει ότι υπάρχει εκείνος ο δημοσιονομικός χώρος, που θα επιτρέψει στην κυβέρνηση Μητσοτάκη να κάνει πράξη τις δεσμεύσεις της για φορολογικές ελαφρύνσεις σε φυσικά και νομικά πρόσωπα.

Και τώρα, περνάμε στην “επίθεση”. Εάν όλα τα παραπάνω προχωρήσουν ικανοποιητικά, η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να προχωρήσει σε μειώσεις ΕΝΦΙΑ, ΦΠΑ (στην οικονομική δραστηριότητα μιλάει για αναστολή του), σταδιακή κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, διεύρυνση της υποχρεωτικότητας της ηλεκτρονικής τιμολόγησης κλπ.

Πρόκειται για μέτρα που θα ανακουφίσουν στην πράξη τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, θα αλλάξουν το κλίμα και- το σημαντικότερο για τους κυβερνώντες- θα υπάρχει πληθώρα στοιχείων στα χέρια των κ.κ. Μητσοτάκη και Σταϊκούρα, ώστε να πάνε στις Βρυξέλλες και να διεκδικήσουν μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% έως το 2022, που είχε συμφωνήσει η κυβέρνηση Τσίπρα.

Αυτό ακριβώς “έδειξε” και η ίδια η καγκελάριος Μέρκελ, που σήμερα συμφώνησε, όπως ήταν θεσμικά υποχρεωμένη, με τις απόψεις του eurogroup για τήρηση των συμφωνηθέντων μεταξύ Ελλάδος και πιστωτών της, από την άλλη όμως φρόντισε με δημόσια τοποθέτησή της, να θυμίσει ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεσμεύτηκε προσωπικά σε αυτήν να προχωρήσει γρήγορα τις μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα. Το μήνυμα είναι σαφές: Τώρα, δεν μιλάμε για αλλαγές στα συμφωνηθέντα, Αν, όμως, ο Μητσοτάκης προχωρήσει, όπως δεσμεύτηκε ενώπιόν της, τις μεταρρυθμίσεις, τότε…

Άλλα “επιθετικά” μέτρα του υπουργείου Οικονομικών είναι η σύγκλιση εμπορικών κι αντικειμενικών αξιών στα ακίνητα, η σταδιακή μείωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου σε ιδιώτες και, βέβαια, οι αποκρατικοποιήσεις.

Εδώ, χρειάζεται να υπάρξει στενή συνεργασία Χρήστου ΣταϊκούραΆδωνι Γεωργιάδη, διότι κάθε μια από τις εκκρεμούσες αποκρατικοποιήσεις έχει τα δικά της προβλήματα: Το Ελληνικό χρειάζεται αποφάσεις για χωροθέτηση περιοχών ανάπτυξης, προώθηση του διαγωνισμού για το καζίνο και μεταγκαταστάσεις, ενώ διάφορες εκκρεμότητες υπάρχουν στις περιπτώσεις των ΔΕΠΑ, ΛΑΡΚΟ, Εγνατίας Οδού, Διεθνούς Αεροδρομίου Αθηνών, των λιμανιών κλπ. Η ΔΕΗ είναι ξεχωριστή περίπτωση, εντάσσεται τόσο στις “αμυντικές” (αποφυγή χρεοκοπίας) όσο και στις επιθετικές κινήσεις της κυβέρνησης (πώληση λιγνιτικών μονάδων).

Οι ανάγκες της οικονομικής πολιτικής, προφανώς δεν τελειώνουν. Ήδη αυτό το πλέγμα υποχρεώσεων σε πρώτο χρόνο, είναι αρκετά βαρύ. Εδώ όμως, δεν υπάρχουν τρεις προσπάθειες, όπως στην άρση βαρών. Εδώ πρέπει να γίνουν όλα, με τη μία…