Γρηγόρης Τζιοβάρας

tags
Οι αυτάρεσκες αυταπάτες του κ. Κουβέλη

Οι αυτάρεσκες αυταπάτες του κ. Κουβέλη

Δεν χρειάζεται να είναι γίνει κανείς κυνικός για να αναγνωρίσει ένα αυτονόητο χαρακτηριστικό της μάχης για τα πολιτικά αξιώματα που –διαχρονικά και μάλλον διατοπικά- αποτελεί ένα πολύ σκληρό «άθλημα», το οποίο δεν διέπεται, τις περισσότερες φορές, από κανόνες καλής συμπεριφοράς και αστικής ευγένειας.
 
Στις προεκλογικές περιόδους, ειδικότερα, και, πολύ περισσότερο, όταν τα διακυβεύματα της εκλογικής επερχόμενης αναμέτρησης αφορούν την κατάκτηση της εξουσίας, η αδυσώπητη μάχη δίνεται με ακόμη μεγαλύτερη σκληρότητα και χωρίς αβροφροσύνες. Το δόγμα που επικρατεί, είτε αφορά ανταγωνισμούς κομμάτων είτε διαμάχες προσώπων, είναι ένα: «ο θάνατος σου, η ζωή μου».  
 
Ο Φώτης Κουβέλης είναι ένας πολύ έμπειρος πολιτικός. Και, εξ αυτού, είναι μάλλον βέβαιο ότι, ανεξαρτήτως αν ο ίδιος μετήλθε ή όχι αθέμιτων πρακτικών κατά την πολυετή πολιτική του διαδρομή, τουλάχιστον έχει γνώση του τρόπου με τον οποίο παίζεται το «παιχνίδι». Εκείνος που έχει το «πάνω χέρι» τα θέλει όλα δικά του. Αντιθέτως, όποιος δεν διαθέτει διαπραγματευτική δύναμη είτε υποχωρεί και δέχεται τους όρους του ισχυρού είτε αποχωρεί και πάει σπίτι του...
 
Υπό αυτή την έννοια, δεν κατανοώ γιατί ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ, όπως διαβάζω δεξιά και αριστερά, παραπονείται στους συνεργάτες του ότι «τον εξαπάτησαν» από τον ΣΥΡΙΖΑ επειδή δεν δέχονται τους όρους τους οποίους θέτει ο ίδιος για την εκλογική συνεργασία ανάμεσα σε ένα κόμμα που τα στελέχη του πιστεύουν ότι καλπάζει ακάθεκτο για την  αυτοδύναμη διακυβέρνηση και σε ένα άλλο που όλοι βλέπουν ότι ψυχορραγεί. 
 
Δεν έχει γίνει λεπτομερώς γνωστό τι ειπώθηκε στη συνομιλία που είχε με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα, πριν από την εκλογή Προέδρου και ποιες διαβεβαιώσεις έλαβε. Αλλά, ό,τι και αν ειπώθηκε, πόσο δύσκολο είναι να αντιληφθεί ο κ. Κουβέλης ότι η ισχύς που διέθετε πριν από τις 29 Δεκεμβρίου, όταν ήταν επικεφαλής μιας κοινοβουλευτικής ομάδας που είχε καθοριστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις, δεν υφίσταται πλέον;
 
Και μόνο το γεγονός ότι από την Κουμουνδούρου τρέναραν την ανακοίνωση της συνεργασίας για μετά την τρίτη ψηφοφορία για την προεδρική εκλογή, που ήταν βέβαιο ότι οι εξελίξεις θα έτρεχαν γοργά, έπρεπε να αποτελέσει για τον κ. Κουβέλη ένα ισχυρό προειδοποιητικό σήμα. Το ότι δεν τον αποκαλούσαν, πλέον, «Τσιριμώκο» ή «Καρατζαφέρης της Αριστεράς», δεν συνιστά επαρκή λόγο για να θολώσει η κρίση του. 
 
Φαίνεται, όμως, ότι το προειδοποιητικό σήμα που εξέπεμπε η καθυστέρηση δεν έφθασε ποτέ στην Αγίου Κωνσταντίνου. Όπως δεν είχε φθάσει και το μήνυμα της ηχηρής λαϊκής αποδοκιμασίας για τα «μπρος πίσω» της ηγετικής ομάδας της ΔΗΜΑΡ που συνιστούσε το συντριπτικό 1,2% της ευρωκάλπης του περασμένου Μαΐου.
 
Όπως και να έχει, πάντως, γίνεται μάλλον σαφές ότι με το διαφαινόμενο ναυάγιο της επανασύνδεσης της ΔΗΜΑΡ με τον ΣΥΡΙΖΑ ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να καταρριφθούν αναδρομικά οι αυτάρεσκες αυταπάτες με τις οποίες πορεύτηκε ο κ. Κουβέλης τα τελευταία τέσσερα χρόνια που οι πολιτικές συγκυρίες του έδωσαν πρωταγωνιστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της χώρας.
 
Εγκατέλειψε τον «αντιευρωπαϊκό» ΣΥΡΙΖΑ, την άνοιξη του 2010, που η χώρα συγκλονιζόταν από την έναρξη της εφαρμογής του Μνημονίου. Οδήγησε τον τόπο σε δεύτερες εκλογές, αρνούμενος, μετά την αναμέτρηση του Μαΐου του 2012, να κάνει, ίσως και με καλύτερους όρους, αυτό που έκανε ενάμιση μήνα αργότερα, συμμετέχοντας στην τρικομματική συγκυβέρνηση που σχηματίστηκε τον Ιούνιο.
 
Έφυγε από την κυβέρνηση, σχεδόν πριν συμπληρωθεί χρόνος από τη συγκρότησή της, χωρίς ποτέ να εξηγήσει επαρκώς τους λόγους που τον οδήγησαν σε μια τέτοια απόφαση. Στο διάστημα που είχε μεσολαβήσει πολιτικοί του φίλοι συμμετείχαν κανονικά στη διανομή των οφιτσίων με το απαράδεκτο σύστημα «4-2-1». Ενώ ο ίδιος δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ ούτε για την αθέτηση της, ούτως ή άλλως, γενικόλογης προγραμματικής συμφωνίας ούτε για την αντιθεσμική λειτουργία της κυβέρνησης που οι αποφάσεις της λαμβάνονταν από τους τρεις αρχηγούς και όχι από το υπουργικό συμβούλιο.
 
Υπονόμευσε όλες τις προσπάθειες για την ενότητα της Κεντροαριστεράς, στην οποία, κατά τα άλλα, τοποθετούσε το κόμμα του, διεκδικώντας να είναι ο εν Ελλάδι εκπρόσωπος των ευρωσοσιαλιστών. Και μετά την ήττα των ευρωεκλογών, αντί να αναλάβει την ευθύνη για το δυσμενές αποτέλεσμα, επεδίωξε και πέτυχε την παραμονή του στην ηγεσία της υπό διάλυση ΔΗΜΑΡ.
 
Από το καλοκαίρι ως το φθινόπωρο, μετέβαλε επανειλημμένα τη θέση του για την προεδρική εκλογή, αφήνοντας όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά, ακόμη και όταν διαβεβαίωνε ότι δεν ενδιαφερόταν προσωπικά για το αξίωμα, και παίρνοντας, εν τέλει, την απόφαση να οδηγήσει τη χώρα στις εκλογές για να ανοίξει, όπως έλεγε, ο δρόμος για «προοδευτική διακυβέρνηση». 
Δικαίωμά του προφανώς. Όπως, φυσικά, είναι και… δικαίωμα των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ να του ζητούν «δήλωση (αντιμνημονιακής) μετανοίας» για να του επιτρέψουν να μπει στα ψηφοδέλτια τους, κατερχόμενος, αυτός ο παρ΄ ολίγον Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με «σταυρό» για να μετρηθεί και η «πραμάτεια» που φέρνει πίσω.       
 
Αν υπάρχει ένα επιμύθιο σε όλα αυτά είναι ότι η περίπτωση του κ. Κουβέλη αποτελεί αυτό που οι Αγγλοσάξονες λένε case study. Μια περίπτωση που θα πρέπει να μελετηθεί εις βάθος από πανεπιστημιακά τμήματα της Πολιτικής –και όχι μόνον- Επιστήμης για να διακριβωθεί πως οι αυτάρεσκες αυταπάτες μπορούν να καταστρέψουν έναν πολιτικό που έδειχνε και θα μπορούσε να πάει ψηλά. 

Γρηγόρης Τζιοβάρας

«Αντίο» στη Βουλή των «Τατσόπουλων»

«Αντίο» στη Βουλή των «Τατσόπουλων»

Εκλογές, λοιπόν!

Εκλογές, οι οποίες -από πολλές απόψεις- μπορεί να αποδειχθούν λυτρωτικές για τους πολίτες και τον τόπο, αφού το νοσηρό κλίμα που είχε κατακλύσει την πολιτική ατμόσφαιρα δεν πήγαινε άλλο. Απειλούσε με ασφυξία την ίδια τη Δημοκρατία που έχει άμεση ανάγκη από νέο οξυγόνο το οποίο, ας ελπίσουμε, θα δώσει η λαϊκή ετυμηγορία, όποια κι αν είναι αυτή.
  
Για τη Βουλή, εξάλλου, που διαλύεται δεν νομίζω ότι θα βρεθούν πολλοί να κλάψουν. Ήταν, κατά γενική ομολογία, μακράν η χειρότερη κοινοβουλευτική σύνθεση των τελευταίων δεκαετιών. Μια Βουλή με πρωτόγνωρες μορφές κοινοβουλευτικών ανδρών και γυναικών που αναδείχθηκαν μέσα από τις διαδικασίες της βίαιης διάλυσης του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος που προκάλεσε η πρώτη μνημονιακή διετία.
  
Δίπλα στους λίγους σοβαρούς και επιμελείς παλαιούς και νέους κοινοβουλευτικούς, βρήκε –με τη λαϊκή ψήφο, βεβαίως, βεβαίως!- έδρανο κάθε ακραίας καρυδιάς καρύδι. Σεσημασμένοι υπονομευτές του κοινοβουλευτισμού, που παραπονούνταν επειδή η Μερτσέντες που τους παραχώρησε η Βουλή έκαιγε πολλή βενζίνη. Κλασικοί συνωμοσιολόγοι. Παραδοσιακοί λαϊκιστές. Θρασύτατοι αμοραλιστές. Πολιτικοί γυρολόγοι. Κούφιοι θορυβοποιοί. Αδίστακτοι καιροσκόποι. Επαγγελματίες καβγατζήδες. Πρόσωπα χωρίς ηθικούς φραγμούς και δίχως κανένα σεβασμό σε αρχές και αξίες.
  
Το γεγονός και μόνον ότι σχεδόν ένας στους 10 –ή για την ακρίβεια 28 στους 300- εγκατέλειψαν στη διάρκεια μιας θητείας μόλις δυόμισι ετών την παράταξη με την οποία εξελέγησαν, χωρίς ούτε ένας να φιλοτιμηθεί να παραδώσει την έδρα του, είναι, νομίζω, χαρακτηριστικό δείγμα της γενικευμένης κατάπτωσης των πολιτικών ηθών την οποία βιώσαμε το διάστημα που παρήλθε από τις εκλογές του 2012.
  
Ένα από τα «δείγματα» αυτής της κατάπτωσης είναι η περίπτωση του απερχόμενου βουλευτή Πέτρου Τατσόπουλου, ο οποίος αφού ενσωματώθηκε σε ένα άλλο, νέο, κόμμα, το Ποτάμι, παρίστανε τον άσπιλο και αμόλυντο και διατεινόταν ότι τάχατες ακολουθεί τη γραμμή του κόμματος με το οποίο εξελέγη, του ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο καθύβριζε νυχθημερόν.
  
Με σχεδόν μηδενικό ουσιαστικό κοινοβουλευτικό έργο, αλλά με υψηλές επιδόσεις στους καβγάδες με συναδέλφους του, κυρίως μέσω του facebook, αλλά και μέσα από τις ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές συχνότητες, εμφανιζόταν ως τάχατες ανεξάρτητος, απολαμβάνοντας, όμως, όλα τα επιπλέον προνόμια του συγκεκριμένου status και ισχυριζόμενος ότι δεν ψηφίζει Πρόεδρο της Δημοκρατίας επειδή δεσμευόταν, δήθεν, από τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ.
  
Ο άνθρωπος που πρώτος εισήγαγε, πριν από πολλούς μήνες, στο πολιτικό λεξιλόγιο τη λέξη «αργυρώνητος», δίνοντας τη σκυτάλη τους θιασώτες των θεωριών περί «κουμπαράδων», υποστήριζε πως ακολουθεί το πρώην κόμμα του για να μην του αποδοθεί κατηγορία περί «χρηματισμού», αλλά συνάμα υπέγραφε κείμενα για συναινετική προεδρική εκλογή, όπως πρότεινε το νέο του κόμμα.
  
Ο ισχυρισμός ότι τάχατες η υπογραφή του είχε την αίρεση της συμφωνίας και του ΣΥΡΙΖΑ είναι μόνον για αφελείς. Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε να συναινέσει στην παράταση της θητείας της Βουλής δεν θα το έκανε επειδή αυτό προτάθηκε από πολιτικά διαμετρήματα σαν τον κ. Τατσόπουλο, που απολύτως καιροσκοπικά επιχειρούσε να είναι… «και τον χωροφύλαξ και με τον αστυφύλαξ».
  
Το άρθρο 60 του Συντάγματος που ορίζει ότι «οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση», μάλλον δεν το έχει υπόψη του ο εν λόγω Εθνοπατέρας. Ίσως γιατί η λέξη «συνείδηση» πρέπει να είναι άγνωστη για τον πάλαι ποτέ συγγραφέα που έχει καταλήξει σχολιαστής στα social media.
  
Γιατί, αν είχε συνείδηση και στοιχειώδη αυτοσεβασμό δεν θα κατέφευγε –μέσω facebook, φυσικά…- σε ένα απίστευτο λιβελογράφημα κατά του υποφαινόμενου, χρησιμοποιώντας μπουρδολογικές μυθοπλασίες που ουδόλως σχετιζόταν με το ρεπορτάζ στο «Θέμα της Κυριακής» που υποτίθεται ότι ήθελε να αποκρούσει και να στηλιτεύσει. Ήταν ένα ρεπορτάζ με εκτιμήσεις κοινοβουλευτικών για τα 12 πρόσωπα που θα μπορούσαν να ψηφίσουν τον Σταύρο Δήμα στην τρίτη ψηφοφορία για να μη προκηρυχθούν οι, προεξοφλημένες κατά το επίμαχο κείμενο, πρόωρες εκλογές.

Δεν παρεξηγήθηκαν ο Βύρων Πολύδωρας, ο Μίμης Ανδρουλάκης και οι υπόλοιποι που αναφερόταν στο ίδιο ρεπορτάζ, αν και ήταν εξ εκείνων που από την αρχή είχαν ξεκάθαρη θέση και είχαν αποφύγει τις… «δηθενιές». «Παρεξηγήθηκε» ο ευφάνταστος κ. Τατσόπουλος, ο οποίος, -παλιά του κόσκινο, προφανώς- νόμισε ότι βρήκε ευκαιρία για να στήσει έναν ακόμη καβγά ώστε να γίνει θόρυβος γύρω από το όνομά του, υποστηρίζοντας –ήδη από το απόγευμα του Σαββάτου που η εφημερίδα δεν είχε κυκλοφορήσει καλά, καλά- πως το δημοσίευμα τον εμφάνιζε ότι την ώρα της ψηφοφορίας σκόπευε να πάει –άκουσον, άκουσον, διαστροφή!- για… κατούρημα!

Ας μου επιτραπεί, λίγο πριν κλείσω, να επισημάνω κάτι “επί προσωπικού”. «Διακονώ» το κοινοβουλευτικό ρεπορτάζ τα τελευταία 29 χρόνια. Έχω γνωρίσει πολλούς πολιτικούς και αρκετούς πολιτικάντηδες. Δεν έχω αντιδικήσει ποτέ μέχρι σήμερα με κανέναν σε προσωπικό επίπεδο. Έχω καταγράψει, με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία, γεγονότα και καταστάσεις. Έχω ασκήσει κριτική σε φαινόμενα και πρόσωπα. Και, φυσικά, έχω δεχθεί κριτική, κάποτε και διαμαρτυρίες. Αυτό που μου «έλαχε» με τον φαντασιόπληκτο κ. Τατσόπουλο, το ανοίκειο ύφος του και τα άθλια υπονοούμενά του, τα οποία επ΄ ουδενί αντιστοιχούν στο «επίμαχο» δημοσίευμα, δεν έχει το προηγούμενό του. Είναι, μάλλον, σημείο των καιρών. Και του «νέου» πολιτικού ύφους και ήθους που θέλει, υποτίθεται, να σαρώσει τον «παλαιοκομματισμό». (Να τον χαίρεται ο Σταύρος Θεοδωράκης!).

«Αντίο», λοιπόν, στη Βουλή που διαλύθηκε. «Αντίο» στη Βουλή των Τατσόπουλων. Με την ελπίδα στην επόμενη να υπάρχουν λιγότεροι. Γιατί η Βουλή δεν είναι χώρος για καβγάδες και για να… μυρίζουν οι βουλευτές παλτά. Είναι χώρος πολιτικού διαλόγου και πολιτικής αντιπαράθεσης, διαδικασίες μέσα από τις οποίες προκύπτει η σύνθεση και λαμβάνονται οι αποφάσεις για τις ζωές όλων μας.

Γρηγόρης Τζιοβάρας

Προαναγγελία παράδοσης ή power game;

Προαναγγελία παράδοσης ή power game;

Για όσους στοιχειωδώς παρακολουθούσαν τις δηλώσεις που έκανε το τελευταίο διάστημα ο Ευάγγελος Βενιζέλος, η εξέλιξη με την επίσπευση της προεδρικής εκλογής δεν αποτέλεσε «κεραυνό εν αιθρία».
Και ας διέψευδε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, όποιον τον ρωτούσε, δημόσια ή κατ΄ ιδίαν, αν είχε στο μυαλό του τη φυγή προς τις εκλογές όταν επανειλημμένως έλεγε ότι η όποια συμφωνία με τους πιστωτές θα τεθεί στην κρίση του ελληνικού λαού.

Εξίσου σαφές ήταν για όσους είχαν γνώση των τεκταινομένων στο πρωθυπουργικό μέγαρο ότι «κάτι ετοίμαζε» ο Αντώνης Σαμαράς, όταν συχνά, τελευταία, έλεγε σε συνομιλητές του «περνάω τις χειρότερες μέρες της ζωής μου», χωρίς να κρύβει την κούραση που τον βάρυνε, ακόμη και όταν κατευόδωνε τους επισκέπτες του γραφείου του με το αισιόδοξο μήνυμα «εγώ θα το γυρίσω το παιχνίδι».

Αυτές οι δύο εικόνες εξηγούν, ως ένα βαθμό, το υψηλό ρίσκο που ανέλαβαν ο Αντώνης Σαμαράς και ο Ευάγγελος Βενιζέλος με την απόφασή τους να ορίσουν την προεδρική εκλογή πριν από την όποια συμφωνία με τους εταίρους και δανειστές της χώρας, μια απόφαση που είναι ανοιχτή σε πολλές ερμηνείες.

Κάποιοι έσπευσαν να πουν ότι η πρωτοβουλία που πήραν δεν είναι παρά ένα παιχνίδι εκβιασμού προς τους βουλευτές που δεν θέλουν εκλογές για να πειθαναγκαστούν να ψηφίσουν Πρόεδρο ώστε να αποφευχθούν οι πρόωρες κάλπες και να μην πάνε σπίτι τους ή στις δουλειές του (όποιοι έχουν τέτοιες…) ενάμιση χρόνο νωρίτερα.

Άλλοι πάλι μίλησαν για μια καλοστημένη «παγίδα» προς τον ΣΥΡΙΖΑ και τα στελέχη του, τα οποία, μέχρι πρότινος, υποστήριζαν ότι η κυβέρνηση και τα μέτρα θα πάρει και εκλογές θα υποχρεωθεί να προκηρύξει, προεξοφλώντας ότι οι δύο κυβερνητικοί εταίροι θα συνέχιζαν να κάνουν τη «βρώμικη δουλειά» και αφού θα έβγαζαν το κάρο από τη λάσπη, λοιδωρούμενοι από τους «ατσαλάκωτους» θα τους παρέδιδαν και το όχημα της εξουσίας.

Τι από τα δύο είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα; Πρόκειται, όντως, για μια ουσιαστική προαναγγελία παράδοσης της διακυβέρνησης στην αξιωματική αντιπολίτευση, μαζί με την καυτή «πατάτα» της επαναδιαπραγμάτευσης της όποιας συμφωνίας συνομολογηθεί ως τις 18 Οκτωβρίου με τους εταίρους και πιστωτές; Ή, απλώς, είμαστε μάρτυρες ενός πολύ σκληρού power game στο οποίο αποφάσισαν να παίξουν, ίσως και εκ του ασφαλούς, δύο έμπειροι πολιτικοί, οι οποίοι ξέρουν με ποιους αναμετρώνται;

Από την τροπή που θα πάρουν τα πράγματα το επόμενο εικοσαήμερο θα φανούν οι πραγματικές προθέσεις των κυρίων Σαμαρά και Βενιζέλου, ανεξαρτήτως της τελικής έκβασης. Αν, πραγματικά, παλέψουν για να ανατρέψουν τους  αριθμητικούς συσχετισμούς που είναι εις βάρος τους, αφού, κακά τα ψέματα, η περίφημη «προεδρική πλειοψηφία», υπό τις παρούσες συνθήκες, δεν υπάρχει, τότε θα δείξουν ότι δεν έχουν στόχο να παραδώσουν την εξουσία για να αποφύγουν τα δύσκολα που έχουν μπροστά τους.

Η γκάμα των κινήσεων που μπορούν να κάνουν για να ανατρέψουν τα δυσμενή δεδομένα είναι μεγάλη. Από το να ανοίξουν το κλειστό σύστημα εξουσίας που έχει εγκαθιδρυθεί στο Μέγαρο Μαξίμου, μέχρι να κάνουν τη μεγάλη υπέρβαση και να καλέσουν σε διάλογο για το πρόσωπο του υποψήφιου Προέδρου –και όχι μόνον- τους αρχηγούς των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Και κυρίως εκείνους των Ανεξαρτήτων Ελλήνων Πάνο Καμμένο και της Δημοκρατικής Αριστεράς Φώτη Κουβέλη, οι οποίοι δεν ευνοούνται από τις κάλπες «εξπρές» που θα στηθούν εφόσον η παρούσα Βουλή δεν εκλέξει τον επόμενο Ανώτατο Άρχοντα.

Αντιθέτως, αν συνεχίσουν να μένουν απαθείς στις εκκλήσεις που ήδη έγιναν από πολλές πλευρές για συναινετικά ανοίγματα είτε προς την κατεύθυνση μιας συμφωνίας για τον χρόνο των εκλογών, είτε προς τον σχηματισμό, εφόσον υπάρχουν οι απαραίτητες δυνάμεις, μιας κυβέρνησης ειδικού σκοπού με ευρύτερη στήριξη, θα φανεί ξεκάθαρα ότι αποφάσισαν να παραδώσουν την εξουσία στον ΣΥΡΙΖΑ.

Στην πραγματικότητα, θα πρόκειται για μια πράξη… αντεκδίκησης απέναντι στον τρόπο που πολιτεύθηκε ως τώρα η αξιωματική αντιπολίτευση και έχοντας, ενδεχομένως, κατά νου ότι θα πάρουν πολύ σύντομα την ρεβάνς μπροστά στα αδιέξοδα που θα σωρεύσει στη νέα εξουσία η σύγκρουση της εύκολης υποσχεσιολογίας με την αδυσώπητη πραγματικότητα.

Μπορεί μια τέτοια στάση να μοιάζει δικαιολογημένη, κυρίως από την πλευρά του κ. Βενιζέλου, αλλά δεν νομίζω ότι είναι… δίκαιη. Στο βαθμό, φυσικά, που υπάρχει δικαιοσύνη στην Πολιτική.

Γρηγόρης Τζιοβάρας

ΦΟΡΤΩΣΗ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ