Yπό κατάρρευση βρίσκονται οι βιοτεχνίες ένδυσης στη Θεσσαλονίκη αφού από το 2010 έως και το πρώτο τετράμηνο του 2014 έβαλαν ‘’λουκέτο’’ 931 βιοτεχνίες και μόλις 194 έκαναν έναρξη δραστηριότητας, αριθμός που αντανακλά την απροθυμία και τον προβληματισμό για έναρξη νέας επιχείρησης στον κλάδο της ένδυσης. 
 
Τα νούμερα αυτά προκύπτουν από σχετική έρευνα του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης, όπου επισημαίνεται ότι αντικίνητρο για τη δημιουργία νέων βιοτεχνιών, εκτός από την οικονομική ύφεση και την αρνητική της επίδραση στο διαθέσιμο εισόδημα και την ψυχολογία των νοικοκυριών, αποτελεί και ο έντονος ανταγωνισμός που προέρχεται από τις εισαγωγές έτοιμων ενδυμάτων από χώρες χαμηλού κόστους.
 
Πιο συγκεκριμένα, το 2010 κατέβασαν ρολά 273 βιοτεχνίες ενδύματος, ενώ έναρξη έκαναν 47 επιχειρήσεις του χώρου. Μάλιστα από τις διαγραφείσες επιχειρήσεις οι 137 κρίθηκαν ασύμφορες, ενώ 7 πτώχευσαν. Ένα χρόνο μετά διεγράφησαν από το μητρώο του ΒΕΘ 259 βιοτεχνίες. Εξ αυτών 166 κρίθηκαν ασύμφορες, ενώ 5 προχώρησαν σε πτώχευση. Την ίδια χρονιά άνοιξαν 28 βιοτεχνίες ρούχων.
 
Το 2012 την ενεργό δράση αποχαιρέτησαν 207 επιχειρήσεις, ενώ άρχισαν τη λειτουργία τους 49 βιοτεχνίες. Από τις επιχειρήσεις που έβαλαν λουκέτο οι 118 ήταν ασύμφορες και οι 7 πτώχευσαν. Το 2013 έναντι του 2012 καταγράφεται μία σημαντική μείωση, κατά 36%, στις διαγραφές των επιχειρήσεων του κλάδου, καθώς έπαυσαν τη λειτουργία τους 132. Εξ αυτών 77 ήταν ασύμφορες ενώ 5 πτώχευσαν. Αυξημένες, κατά 12%, ήταν οι εγγραφές καθώς πέρυσι έκαναν έναρξη 55 βιοτεχνίες ενδύματος.
 
Ωστόσο, τα λουκέτα στο χώρο του ρούχου συνεχίζονται και τη φετινή χρονιά, αφού στο πρώτο τετράμηνο του έτους έκλεισαν 60 βιοτεχνίες ενδύματος, με τις ενάρξεις να αφορούν   15 βιοτεχνίες, ενώ για το διάστημα Ιανουαρίου- Απριλίου του τρέχοντος έτους δύο πτώχευσαν, ενώ 35 κρίθηκαν ασύμφορες.
 
250 ευρώ ξόδεψαν πέρυσι για ρούχα οι Θεσσαλονικείς
 
Παράλληλα, όπως προκύπτει από έρευνα που εκπόνησε για λογαριασμό του ΒΕΘ η εταιρία δημοσκοπήσεων Interview, σε δείγμα 355 επιχειρηματιών-μελών του επιμελητηρίου και 300 καταναλωτών, η αγορά ρούχων αποτελεί πλέον περιττή πολυτέλεια για τους Θεσσαλονικείς, με αποτέλεσμα ένας στους δύο να προβαίνει στα σχετικά ψώνια μία με δύο φορές το χρόνο. Μάλιστα, κατά μέσο όρο, το ποσό που επένδυσαν οι Θεσσαλονικείς το 2013 για την αγορά ενδυμάτων δεν ξεπέρασε τα 250 ευρώ.
 
Εννέα στους δέκα βιοτέχνες που δραστηριοποιούνται στο χώρο του ενδύματος προχωρούν σε μειώσεις τιμών, που αγγίζει το 30%, προκειμένου να κάνουν περισσότερο ελκυστικά τα προϊόντα τους. Η φυγή των επιχειρήσεων σε όμορες χώρες αποτελεί για το 27% των ερωτηθέντων αγκάθι για την ελληνική βιοτεχνία, ενώ για το 73% τα φτηνά εισαγόμενα ρούχα (από Τουρκία, Κίνα κ.ά.)
 
Στην ερώτηση «Τι κατά την άποψη σας πρέπει να κάνει ο Έλληνας βιοτέχνης;», τρεις στους δέκα επιχειρηματίες απάντησαν ότι πρέπει να ανταγωνιστεί τα φτηνά εισαγόμενα, ενώ επτά στους δέκα τα ποιοτικά ακριβότερα ενδύματα.
Η υψηλή φορολόγηση και η έλλειψη ρευστότητας φιγουράρουν πρώτες στη λίστα των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι βιοτέχνες. Ειδικότερα στην ερώτηση «ποιο από αυτά που θα σας αναφέρω, είναι κατά την άποψή σας το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζετε;» (οι συμμετέχοντες είχαν τη δυνατότητα δύο επιλογών) το 58,5% απάντησε η υψηλή φορολογία, το 50,3% η έλλειψη ρευστότητας, το 35,2% οι υψηλές ασφαλιστικές εισφορές (ΟΑΕΕ, ΙΚΑ), το 23,8% η μείωση εισερχομένων παραγγελιών, το 6,7% ο αθέμιτος ανταγωνισμός και το 2,1% οι τιμές πρώτων υλών.
 
Για το 45% των συμμετεχόντων λύση στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν είναι η έμφαση στην ελληνική αγορά, ενώ για το 55% η ενίσχυση της εξωστρέφειας.
 
Η έρευνα καταγράφει αλλαγή στην καταναλωτική συμπεριφορά ως απόρροια των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετωπίζουν τα ελληνικά νοικοκυριά. Ενδεικτικό της κατάστασης που επικρατεί είναι το γεγονός ότι το 14% απάντησε ότι δεν αγοράζει ούτε μία φορά το χρόνο ενδύματα, το 51% μία με δύο φορές, ενώ το 35% περισσότερο από τρεις φορές. Μάλιστα πέρυσι κατά μέσο όρο οι συμμετέχοντες στην έρευνα απάντησαν ότι δαπάνησαν 250 ευρώ.
 
Το 40% των καταναλωτών προχωρά σε αγορές ενδυμάτων από ανάγκη (εξαιτίας φθοράς), το 28% σε περιόδους εκπτώσεων/προσφορών, το 24% επειδή έχει διάθεση για ψώνια και το 8% επειδή τα ρούχα του είναι εκτός μόδας. Το 55% επιλέγει φθηνότερες λύσεις καταστημάτων σε σχέση με αυτά που ψώνιζε παλαιότερα, ενώ το 45% συνεχίζει να ψωνίζει από τα ίδια καταστήματα. Ηχηρή για το μέλλον της βιοτεχνίας, είναι η απάντηση των καταναλωτών στην ερώτηση «Από πού αγοράζετε συνήθως ρούχα;». Το 38% απαντά από εμπορικό πολυκατάστημα, το 30% από κατάστημα ρούχων στην περιοχή του, το 24% από κατάστημα του κέντρου με επώνυμα ρούχα και μόλις το 8% από βιοτεχνία.