Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το στυλ και το πνεύμα της σημερινής διακυβέρνησης δεν ταιριάζουν με το να στηθεί ένα απέραντο σκηνικό διερεύνησης σκανδάλων του ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή.

Και αυτό είναι εμφανές -για όποιους ασχολούνται με την πολιτική- από την προσέγγιση του ίδιου του κ. Μητσοτάκη στα θέματα και τις προτεραιότητες, σε αντίθεση με τον κ. Τσίπρα που πρωί-βράδυ (αντί να κοιτάει τη δουλειά του) είχε σχεδόν αποκλειστικά στο μυαλό του μόνο πώς θα κάνει κακό, θα βλάψει τους πολιτικούς του αντιπάλους. Ακόμη και αν αυτοί δεν ήταν καν πολιτικοί, αλλά δημοσιογράφοι, επιχειρηματίες, δημόσιοι λειτουργοί κ.λπ.

Τέλος πάντων, η εποχή αυτή παρήλθε, με τα γνωστά αποτελέσματα για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, και θα φανεί στο μέλλον αν ο ίδιος το κατανόησε ή όχι. Προσωπικά θεωρώ ότι σωστά κάνει η σημερινή κυβέρνηση και προσπαθεί να «τρέξει» τη χώρα όσο μπορεί και δεν ασχολείται με το παρελθόν, αλλά κάπου υπάρχει και ένα μέτρο, ένα όριο, το οποίο οι προηγούμενοι το ξεπέρασαν. Αυτό το όριο είναι η υπόθεση Novartis και συνεπώς ούτε ξεχνιέται από όσους υπέφεραν βάναυσα από αυτήν, αλλά ούτε και είναι σωστό να ξεχαστεί.

Σήμερα αποδεικνύεται ξεκάθαρα ότι οι κατηγορίες περί χρηματισμού δέκα πολύ γνωστών πολιτικών προσώπων (μεταξύ των οποίων και δύο πρωθυπουργοί) που προέρχονται από τον «απέναντι από τον ΣΥΡΙΖΑ» πολιτικό χώρο δεν ήταν απλώς ψευδείς, αλλά τερατώδεις.

Εμφανίστηκε όλος ο ΣΥΡΙΖΑ (προεξάρχοντος του αρμόδιου υπουργού) να μιλά και να διοχετεύει ιστορίες για αγρίους με τροχήλατες βαλίτσες με εκατομμύρια που πηγαινοέρχονταν στο Μέγαρο Μαξίμου και σε σπίτια πολιτικών. Τους έβγαλαν όλους κλέφτες και απατεώνες, χρηματιζόμενους.

Ολα αυτά τα τρομακτικά, από τα οποία έμεινε άφωνη η κοινή γνώμη, στηρίζονταν τελικώς σε καταθέσεις δήθεν μαρτύρων, και μάλιστα υπό προστασία. Σήμερα, ενάμιση χρόνο μετά από όλα όσα κατατέθηκαν, δεν αποδείχτηκε ούτε λέξη αλήθεια και γι’ αυτό οι εισαγγελείς αναγκάστηκαν να τα βάλουν σχεδόν όλα στο αρχείο. Αναρωτιέται, λοιπόν, κάποιος πώς είναι δυνατόν να βρέθηκαν τρεις τύποι και να πούλησαν τόσο παραμύθι («μπροστά τα έπαιρνε, τον είδα, εκεί πήγαν» κ.λπ.) και να το έκαναν έτσι, χωρίς λόγο. Αφού δεν στέκουν, λοιπόν, τα στοιχεία, γιατί τα κατέθεσαν; Ποιος τους έβαλε ή τους ανάγκασε και για ποιον λόγο;

Θα πει κάποιος άλλος -καλόβουλα- ότι όλη αυτή η πρωτοφανής υπόθεση στηρίχτηκε σε ανακρίσεις δικαστικών λειτουργών με μεγάλη εμπειρία, άρα, γιατί να φταίνε οι πολιτικοί προϊστάμενοί τους, δηλαδή ο Παπαγγελόπουλος ή και ο τέως πρωθυπουργός, και όχι όλοι όσοι επί περίπου δύο χρόνια ερευνούν μια υπόθεση που διά γυμνού οφθαλμού φαινόταν από αδύναμη έως στημένη;

Πιθανώς και να είναι έτσι, αλλά σε κάθε περίπτωση πουθενά στον πολιτισμένο κόσμο, στις δυτικές δημοκρατίες, δεν έχουν διατυπωθεί ποτέ επισήμως τέτοιου είδους τρομακτικές κατηγορίες εναντίον δέκα πολιτικών και στο τέλος δεν έχει βρεθεί απολύτως τίποτα.

Συνεπώς, το θέμα Novartis δεν είναι… θεματάκι και δεν περνάει έτσι, θέλει έρευνα για το πώς και ποιος το έστησε ή το καθοδήγησε, είτε είναι πολιτικός είτε δικαστικός. Μέχρι τέλους στη Βουλή και στα δικαστήρια. Πολιτικά, ο μεγάλος υπεύθυνος γι’ αυτό το απόλυτο αίσχος είναι ο ίδιος ο κ. Τσίπρας. Οταν σου λένε οι δικοί σου τέτοια «φίδια» για τους αντιπάλους σου, είσαι υποχρεωμένος όχι μόνο να τα εξετάσεις, αλλά, αν δεν ισχύουν, να τα απορρίψεις μετά βδελυγμίας.

Ακόμη και συγγνώμη θα έπρεπε να ζητήσει που επί πρωθυπουργίας του συνέβησαν τέτοιες «πολιτικές δολοφονίες» ειδικά έναντι αντιπάλων, εφόσον φυσικά αποδειχτούν όλοι αθώοι, που για εκεί πάει. Πολλά ζητάω;