H συζήτηση για τους πλειστηριασμούς έχει περιοριστεί στο θέμα των λεγόμενων “αδύναμων νοικοκυριών”, καθώς η κυβέρνηση και η τρόικα επιδιώκουν να οριοθετήσουν το ζήτημα σε αυτήν την κατηγορία και να εμφανίσουν έτσι κάποια επιμέρους μέτρα ως λύση.

Όμως το πρόβλημα είναι πολύ ευρύτερο και γενικευμένο και δεν αντιμετωπίζεται με ειδικές και στοχευμένες ρυθμίσεις.

Ουδείς αμφισβητεί την ανάγκη να προστατευθούν περισσότερο οι πολίτες με χαμηλό εισόδημα και μικρή περιουσία, όμως κάτι τέτοιο δεν αγγίζει το συνολικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει ένα μεγάλο μέρος της μεσαίας τάξης.

Η διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης έχει φέρει όσους έχουν δάνεια, και κατά κύριο λόγο στεγαστικά, αντιμέτωπους με μια επώδυνη στρέβλωση, εξαιτίας της οποίας το πραγματικό βάρος των δανείων έχει αυξηθεί και μάλιστα σημαντικά.

Τα εισοδήματα στα οποία υπολόγιζαν για να εξοφλήσουν τις υποχρεώσεις τους όσοι είχαν πάρει δάνειο έχουν εξανεμιστεί κατά ένα μεγάλο μέρος, ενώ η αξία των σπιτιών που αγοράστηκαν έχει καταρρεύσει και αυτή. Το δάνειο, όμως, έχει παραμείνει ανέπαφο.

Με άλλα λόγια, το πραγματικό βάρος του δανείου έχει αυξηθεί.

Εάν είχε κάποιος 100 ευρώ εισόδημα και 100 ευρώ δάνειο, με εσωτερική υποτίμηση 30% βρίσκεται τώρα με 70 ευρώ εισόδημα και 100 ευρώ δάνειο. Έτσι, άν δεχθούμε ότι κατά μέσον όρο η εσωτερική υποτίμηση είναι πράγματι 30%, είναι σαν όλα τα δάνεια να έχουν αυξηθεί αντίστοιχα (για την ακρίβεια με 30% υποτίμηση, η αύξηση του “πραγματικού” δανεισμού φτάνει το 42%).

Ασφαλώς, για πολλούς Έλληνες, κυρίως για τους ανέργους, τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα, καθώς οι απώλειες εισοδήματος φτάνουν το 100%.

Και βέβαια, τα ποσοστά είναι ενδεικτικά, καθώς ούτε η εσωτερική υποτίμηση είναι ομοιόμορφη, ούτε τα δάνεια.

Το γεγονός όμως είναι ότι υπάρχει ένα γενικό πρόβλημα, σαν ένα “αόρατο χέρι” να αύξησε όλα τα δάνεια μέσα στα τελευταία χρόνια. 

Αυτή η πραγματικότητα δεν γίνεται άμεσα αντιληπτή, διότι τα ονομαστικά ποσά των δανείων έχουν μείνει τα ίδια. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την γενικότερη επιφύλαξη του Έλληνα απέναντι στα δάνεια (την οποία συντονισμένα καταπολέμησαν οι τραπεζικές διαφημίσεις την περασμένη δεκαετία) εμποδίζει τους δανειολήπτες να κατανοήσουν τη φύση και τις αιτίες της ζημιάς που υφίστανται.

Το ενδιαφέρον είναι ότι εάν γινόταν νομισματική υποτίμηση η μείωση της πραγματικής αξίας θα είχε διαχυθεί και στα δάνεια, κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε, ακριβώς επειδή έπρεπε να παραμείνει η Ελλάδα στο ευρώ.

Στην ουσία, όμως, πρόκειται για μια τεχνητή και γενικευμένη πρόσθετη επιβάρυνση όλων των δανειοληπτών.

Στο πλαίσιο αυτό η απελευθέρωση των πλειστηριασμών ισοδυναμεί με τη χαριστική βολή στη μικρήκαι μεσαία ακίνητη περιουσία, αφού οι δανειολήπτες θα βρεθούν απότομα αντιμέτωποι με την απαίτηση για εξόφληση, αλλά και με μια πρόσθετη μείωση της αξίας των ακινήτων, λόγω της αυξημένης προσφοράς.

Κάτι τέτοιο δεν το θέλουν ούτε οι τράπεζες, οι οποίες επιθυμούν μεν να υπάρχει η απειλή των πλειστηριασμών για να πληρώνουν οι δανειολήπτες, αλλά όχι και να βγούν μαζικά σπίτια στο σφυρί, διότι και αυτές θα βγουν χαμένες από τη μείωση της αξίας των ακινήτων που έχουν ως ενέχυρα των δανείων.

Οι μόνοι που θα επωφεληθούν από τους πλειστηριασμούς είναι οι εταιρείες – κοράκια που θα εξαγοράσουν κοψοχρονιά τα δάνεια, αλλά και όσοι -ξένοι ως επί το πλείστον- θέλουν να επενδύσουν σε ελληνική γή, είτε πρόκειται για ιδιωτικά ακίνητα είτε για δημόσια περιουσία. Και τούτο διότι η πτώση των τιμών στα σπίτια θα παρασύρει αναπόφευκτα τις αξίες της γης και των μεγάλων ακινήτων.

Αυτά τα συμφέροντα εκπροσωπεί η τρόικα και αυτός είναι ένας από τους λόγους που επιμένει στην απελευθέρωση των πλειστηριασμών.

Μένει να φανεί ποια συμφέροντα θα υπερασπιστεί η ελληνική κυβέρνηση.