Να συμφωνήσουμε ότι όταν ένας πρώην πρωθυπουργός, και μάλιστα με το όνομα Παπανδρέου, γιος και εγγονός (…όχι συνωνυμία), ξανακατεβαίνει στην ενεργό πολιτική για να ανακτήσει έστω και τα συντρίμμια ενός κόμματος που κυβέρνησε σχεδόν τα δύο τρίτα της Μεταπολίτευσης, ασφαλώς και προκαλεί θόρυβο.

Ισως να δεχτούμε και ότι ο κόσμος, η κοινή γνώμη, πάντα αγαπάει το πολιτικό κουτσομπολιό, κυρίως οι μεγαλύτερες ηλικίες (σε εφημερίδα γράφουμε), και με βεβαιότητα «ακούει» πρόσωπα-πρωταγωνιστές σε ένα από τα πρόσφατα και πιο επίπονα κεφάλαια της νεότερης ιστορίας μας, την κρίση χρέους και τα μνημόνια.

Προκύπτουν, λοιπόν, πολλά αυθόρμητα ερωτήματα για τον ΓΑΠ, πρώτα απ’ όλα για το πού στέκεται σήμερα κυρίως στους εν δυνάμει ψηφοφόρους του ΚΙΝ.ΑΛ., σε όσους εξ αυτών θα πάνε στις 5 Δεκεμβρίου (ενδεχομένως και στις 12) στις κάλπες για να εκλέξουν νέο αρχηγό.

Στην πολιτική ποτέ δεν είναι σίγουρο δείγμα τι πίστευε ο κόσμος «εν βρασμώ ψυχής» και τι νιώθει μερικά χρόνια μετά, αλλά πάντα, βέβαια, εξαρτάται από αρκετούς παράγοντες. Ετσι έγινε πρωθυπουργός του 48% ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, έτσι ξανάγινε ο Ανδρέας Παπανδρέου, παρότι στο παρελθόν είχε «καταδικαστεί» από τη λαϊκή ετυμηγορία. Πιο πίσω στην Ιστορία μπορεί να δει κανείς κι άλλα «βαριά ονόματα», όπως ο Βενιζέλος ή ο Κωνσταντίνος Καραμανλής που… πήγαν κι ήρθαν. Αλλά εδώ, βέβαια, το μέγεθος του ΓΑΠ είναι πολύ μικρό για να συγκριθεί, οπότε η θεωρία της λήθης και της δεύτερης ευκαιρίας δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί.

Ο Γιώργος Παπανδρέου, λοιπόν, αυτή την ώρα είναι… αμέτρητος, όπως λένε χαριτολογώντας και οι δημοσκόποι. Δεν γνωρίζει κανείς πού θα «κάτσει» στις μετρήσεις, ειδικά σε λίγες ημέρες όταν θα πέσουν οι δυνατοί προβολείς της δημοσιότητας. Αν μετράει ακόμα το όνομα του πατρός και του παππού και φτάνει να… ξανακάνει το θαύμα του ή αν το δικό του πρόσφατο παρελθόν «βαστάει ακόμα οργή» στο θυμικό των ψηφοφόρων που -επαναλαμβάνω- θα πάνε να ψηφίσουν στις εσωκομματικές εκλογές του ΚΙΝ.ΑΛ.

Το δεύτερο κρίσιμο ερώτημα, αν υποθέσουμε ότι εκλεγεί ο Γιώργος, είναι τι θα γίνει το ίδιο το ΚΙΝ.ΑΛ. που αποτελεί σήμερα το τρίτο κόμμα με ένα ποσοστό 6%-8%, που… στην ανάγκη δίνει κυβέρνηση έστω με συγκυβέρνηση. Πού θα το πάει ο ΓΑΠ.

Ο έτερος υποψήφιος Ανδρέας Λοβέρδος το είπε ξεκάθαρα από την πρώτη μέρα «εγώ δεν πάω με τον ΣΥΡΙΖΑ», το οποίο απηχεί την άποψη της συντριπτικής πλειοψηφίας των ψηφοφόρων του ΚΙΝ.ΑΛ. Αυτό που δεν λέει σήμερα βεβαίως ο κ. Λοβέρδος και ασφαλώς θα ερωτηθεί, είναι αν θα πάει με τη Ν.Δ. εφόσον χρειαστεί να σχηματιστεί κυβέρνηση. Θεωρώ, όμως, ότι θα το απαντήσει ξεκάθαρα και θα πει το κλασικό: «Ναι, υπό όρους».

Ο Γιώργος τι θα πει άραγε, γιατί η βασική προεκλογική καμπάνια εκεί θα παιχτεί όπως και να το κάνουμε, ό,τι και να γίνει. Ενα κόμμα που μετριέται σήμερα στο 6%-8%, στο καλό σενάριο μπορεί να πάρει δύο με τρεις μονάδες παραπάνω (υπάρχει και το κακό, να πάει πιο κάτω με την πόλωση της δεύτερης Κυριακής των εθνικών εκλογών), αλλά θεωρητικά σε καμία περίπτωση δεν πάει να «χτυπήσει» τον γειτονικό χώρο του ΣΥΡΙΖΑ που μετριέται σήμερα στο 25%, αλλά στις εκλογές έφτασε στο 31%.

Αρα η «πολιτική χρησιμότητα» του ΚΙΝ.ΑΛ., πέραν όποιας συναισθηματικής αξίας, επικεντρώνεται στον ρόλο του ρυθμιστή. Θα πάει με το πρώτο κόμμα που, σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις, είναι η Ν.Δ., να κάνει κυβέρνηση ή θα δημιουργήσει προηγουμένως απαγορευτικές πολιτικές συνθήκες προκειμένου να μην μπορεί να το κάνει όταν θα έρθει η κρίσιμη ώρα;

Πολλοί που γνωρίζουν καλά τον Γιώργο Παπανδρέου διαβεβαιώνουν πως όταν ο ίδιος μιλάει για προοδευτική διακυβέρνηση, δεν εννοεί τη συμμαχία με τον ΣΥΡΙΖΑ, και υποστηρίζουν πως δεν θεωρεί τον Τσίπρα ικανό για ηγέτη της αποκαλούμενης (από τους ίδιους) Δημοκρατικής Παράταξης. Μπορεί να είναι κι έτσι όπως το λένε, αλλά ποιος θεωρεί τι, εντέλει το κρίνουν οι ψήφοι και τα εκλογικά ποσοστά. Και αυτό, λοιπόν, θα κληθεί να το απαντήσει, αν δηλαδή θα συζητήσει κι αυτός υπό όρους μια συγκυβέρνηση με το πρώτο κόμμα αν το χρειαστεί η χώρα.

Σε κάθε περίπτωση, οι εσωκομματικές εκλογές έχουν δείξει στο παρελθόν ότι έχουν πολύ μεγαλύτερο παρασκήνιο από τις «κανονικές», ακόμα περισσότερες ανατροπές και… μακρύ δρόμο μέχρι την ημέρα της κάλπης, με κορυφαίο και πιο πρόσφατο παράδειγμα την εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Αν ο όμορος πολιτικός χώρος του ΚΙΝ.ΑΛ., ο ΣΥΡΙΖΑ, 28 μήνες μετά την αποχώρησή του από την εξουσία, ανακτούσε, αντί να χάνει, δυνάμεις, τότε αυτές τις εσωτερικές εκλογές δεν θα τις συζητούσε κανένας. Τώρα είναι θέμα.