Την προσεχή Πέμπτη 1 Ιουλίου αναμένεται να αποφανθεί το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης  για την ποινή της Ελλάδας σχετικά με την μη συμμόρφωση στις αποφάσεις για την υπόθεση των κρατικών ενισχύσεων της ΛΑΡΚΟ συνολικού ύψους 135,8 εκ. ευρώ.

Εν μέσω ιδιωτικοποίησης, το ΔΕΕ καλείται να αποφασίσει αν θα κάνει αποδεκτή την πρόταση της Κομισιόν σχετικά με την υπόθεση και συγκεκριμένα εάν θα επιβάλλει στο ελληνικό δημόσιο χρηματική ποινή ύψους 26. 697,89 ευρώ ανά ημέρα καθυστέρησης στην εκτέλεση της τελευταίας καταδικαστικής απόφασης (Νοέμβριος 2017) και επιπλέον κατ’ αποκοπή ποσό για την διάρκεια της παράβασης, ύψους 3.709 ευρώ ημερησίως.

Με βάση τον κανονισμό της ΕΕ, το εφάπαξ πρόστιμο πολλαπλασιάζεται με  τον αριθμό των ημερών που έχουν παρέλθει από την ημέρα έκδοσης της τελευταίας απόφασης της Επιτροπής  (Νοέμβριος 2017) μέχρι την ημέρα που θα εκδοθεί η νεώτερη απόφαση.

Οι προτάσεις της ΕΕ ισοδυναμούν με πρόστιμο κατά της ΛΑΡΚΟ άνω των 35 εκ. ευρώ για την μην εκτέλεση της απόφασης και με εφάπαξ τίμημα αν εκδοθεί άμεσα η απόφαση περί τα 5,5 εκ. ευρώ προσθέτοντας άλλο ένα σημαντικό βάρος στην διαχρονική πληγή για την διαχείριση της βιομηχανίας νικελίου.

Το ιστορικό της υπόθεσης της ΛΑΡΚΟ

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο καταδίκασε το Νοέμβριο του 2017 την Ελλάδα καθώς δεν συμμορφώθηκε με την απόφαση του 2014, να ανακτήσει τις κρατικές ενισχύσεις που χορήγησε στη ΛΑΡΚΟ.

Πρόκειται για παράνομες κρατικές ενισχύσεις προς τη βιομηχανία, που θεωρούνται παράδειγμα κακοδιαχείρισης και δόθηκαν με τη μορφή κρατικών εγγυήσεων το 2008, το 2010 και το 2011 αλλά και για την  συμμετοχή του Δημοσίου στην αύξηση κεφαλαίου της εταιρίας το 2009.

Η Ελλάδα όφειλε να προχωρήσει στην εκτέλεση της απόφασης μέχρι τις 28 Ιουλίου 2014, κάτι που δεν έγινε, με αποτέλεσμα η Επιτροπή να προσφύγει  κατά της Ελλάδας και η χώρα μας να καταδικαστεί από  το ΔΕΕ το Νοέμβριο του 2017.

Η εκτέλεση της απόφασης για την  ανάκτηση των κρατικών εγγυήσεων συνοδευόταν με την δέσμευση για την διενέργεια χωριστών  διαγωνισμών  με σκοπό την πώληση περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας και στην συνέχεια την πτώχευση ώστε τα στοιχεία του ενεργητικού της να μεταβιβάζονταν στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης.

Όμως λόγω ιδιοκτησιακών ζητημάτων αλλά και πολιτικού κόστους, η υπόθεση δεν προχώρησε με αποτέλεσμα να ληφθούν οριστικές αποφάσεις για την βιομηχανία στις αρχές του 2020 με την έναρξη των διαδικασιών εκκαθάρισης εν λειτουργία και την πώληση των περιουσιακών στοιχείων μέσω δύο διαγωνισμών που διεξάγει το ΤΑΙΠΕΔ και ο ειδικός διαχειριστής.

Είχαν προηγηθεί,  μια σειρά από ενέργειες από την πλευρά της πολιτείας, προκειμένου να αποφύγει την καταδίκη της στο ευρωδικαστήριο.  Τον Ιούνιο του 2014, η ΛΑΡΚΟ άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΔΕΕ ζητώντας την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής της 27ης Μαρτίου 2014. Ωστόσο, η προσφυγή απορρίφθηκε. Με την απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, το ΔΕΕ αναίρεσε το σκέλος της κρίσης του δικαστηρίου   που αφορούσε την εγγύηση του 2008 εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου για δάνειο ύψους 30 εκατομμυρίων ευρώ από την Αγροτική Τράπεζα στη ΛΑΡΚΟ.

Απέρριψε όμως την αναίρεση της ΛΑΡΚΟ και παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου με την γνωστή συνέχεια.