Την εκτίμηση πως θα είναι δύσκολο για τις ελληνικές τράπεζες να αντιμετωπίσουν το υψηλό απόθεμα των «κόκκινων» δανείων χωρίς να εγγράψουν ζημιές, που θα έχουν επίπτωση στην κεφαλαιακή τους επάρκεια, διατυπώνει ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), στην ετήσια έκθεσή του για την Ελλάδα.

Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με τον Οργανισμό, τα τελευταία δύο χρόνια η υγεία του τραπεζικού συστήματος της Ελλάδας έχει βελτιωθεί.

Οι τραπεζικές καταθέσεις – κυρίως των νοικοκυριών και σε μικρότερο βαθμό των εγχώριων επιχειρήσεων – έχουν αυξηθεί πάνω από 21% από τα μέσα του 2017, με τις εισροές να συνεχίζονται και μετά την άρση των capital controls.

Οι τράπεζες έχουν αποπληρώσει τον ELA και μπορούν να έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση μέσω των διατραπεζικών αγορών και των καλυμμένων ομολογιών.

Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας υπερβαίνουν τα εποπτικά όρια και προσεγγίζουν τον μέσο όρο της ΕΕ. Πρόσφατα, μάλιστα, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα επέστρεψαν σε κερδοφορία και η απόδοση των περιουσιακών τους στοιχείων βελτιώνεται, αν και παραμένει χαμηλή, λόγω προβλέψεων για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και εύθραυστη, λόγω μη επαναλαμβανόμενων λειτουργικών κερδών.

Την ίδια στιγμή, τα επιτόκια τραπεζικού δανεισμού έχουν μειωθεί, φθάνοντας σε χαμηλά επίπεδα – ρεκόρ, αλλά εξακολουθούν να είναι υψηλότερα από ό, τι σε άλλες χώρες της ευρωζώνης.

Τα χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού και η προσωρινή παροχή εγγύησης από την κυβέρνηση, ως απάντηση στο σοκ της πανδημίας, αναβιώνει τη ζήτηση για χορηγήσεις δανείων από τις επιχειρήσεις.

Η ζήτηση καθοδηγείται από την ανάγκη χρηματοδότησης επενδύσεων, αποθεμάτων και κεφαλαίου κίνησης, καθώς και αναχρηματοδότησης χρεών. Οι καθαρές ροές τραπεζικού δανεισμού σε μη χρηματοοικονομικές εταιρείες (προσαρμοσμένες για διαγραφές δανείων, επαναταξινομήσεις και μεταβολές συναλλαγματικών ισοτιμιών) ήταν θετικές από το 2017 και το 2019 αυξήθηκαν κατά περισσότερο από 2% σε ετήσια βάση.

«Παρά την πρόοδο, ο τομέας εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προκλήσεις, λόγω κυρίως του μεγάλου αποθέματος ‘κόκκινων’ δανείων, της χαμηλής ποιότητας κεφαλαίων και της χαμηλής κερδοφορίας», σημειώνει χαρακτηριστικά και εξηγεί:

«Το σοκ του Covid-19 ενισχύει αυτές τις προκλήσεις, καθώς η κρίση παρεμποδίζει τις διαδικασίες τιτλοποίησης παγκοσμίως, καθυστερώντας έτσι, τα βήματα για την επίλυση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η κρίση αυξάνει, επίσης, τον κίνδυνο προσθήκης νέων ‘κόκκινων’ δανείων, τα οποία παραμένουν υψηλά. Δεδομένων των τρεχουσών συνθηκών και πολιτικών, θα είναι δύσκολο για τον τραπεζικό τομέα να αντιμετωπίσει το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων χωρίς να εγγράψει ζημιές και να μειώσει τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας».

Αξίζει να αναφερθεί πως πριν από το σοκ του Covid-19 η εισροή νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων ήταν μετριοπαθής, αλλά εξακολουθούσε να είναι σημαντική. Το 2019 έφτασε στα 7,4 δισ. ευρώ, σε σύγκριση με 7,7 δισ. ευρώ το 2018. Παραμένει πάνω από την αξία των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που θεραπεύονται (6,2 δισ. ευρώ το 2019 και 6,8 δισ. ευρώ το 2018). Μεγάλο μέρος των εισροών αφορούν σε ρυθμισμένα δάνεια, που «ξανασκάνε».

Το απόθεμα των NPLs μειώθηκε σταδιακά, κυρίως λόγω πωλήσεων και διαγραφών. Το 2019 οι πωλήσεις ανήλθαν σε 8,1 δισ. ευρώ, ενώ οι διαγραφές σε 4,3 δισ. ευρώ, με τη συνολική μείωση να διαμορφώνεται σε 13,3 δισ. ευρώ. «Η επιτάχυνση της μείωσης των NPLs είναι το κλειδί για την αποκατάσταση της υγείας των τραπεζών και της ικανότητάς τους να δανείζουν και να χρηματοδοτούν την ανάκαμψη.

Μέχρι στιγμής, τα καταναλωτικά είναι εκείνα, που έχουν μειωθεί περισσότερο, αλλά αντιπροσωπεύουν μόλις κάτι παραπάνω από το 10% των συνολικών ‘κόκκινων’ δανείων.

Τα επιχειρηματικά, τα οποία αντιπροσωπεύουν λίγο περισσότερο από το ήμισυ των συνολικών NPLs, έχουν, επίσης, μειωθεί, ενώ τα στεγαστικά, ήτοι περίπου το ένα 1/3 του ‘κόκκινου’ αποθέματος, έχουν μειωθεί οριακά. Το 2017, οι τράπεζες εκπόνησαν στρατηγικά σχέδια για τον περιορισμό τους. Οι αρχικοί στόχοι προέβλεπαν μείωση κατά 38% μεταξύ Ιουνίου 2017 και Δεκεμβρίου 2019. Μεταξύ αρχών 2017 και τέλους 2019, oι τράπεζες κατάφεραν να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια κατά 34%, διαμορφώνοντας τoν λόγο μη εξυπηρετούμενων δανείων σε σχέση με το συνολικό χαρτοφυλάκιο από το 49% (στις αρχές του 2017) στο 41% ​​(Δεκέμβριος 2019).

Σύμφωνα με τα τρέχοντα σχέδια, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες στοχεύουν στη μείωση του δείκτη «κόκκινων» δανείων κάτω από το 20% έως το τέλος του 2021 (ο οποίος εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλότερος από τον μέσο όρο της ευρωζώνης), κυρίως μέσω πωλήσεων, τιτλοποιήσεων και αναδιαρθρώσεων», υπογραμμίζει ο Οργανισμός.

Το DTC

Προκλήσεις, σχετικά με την ποιότητα των κεφαλαίων τους, συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν οι τράπεζες, αφού, όπως παρατηρεί ο ΟΟΣΑ, ο αναβαλλόμενος φόρος (DTC) ανέρχεται σχεδόν στο 60% (16 δισ. ευρώ) των συνολικών κεφαλαίων. «Οι αναβαλλόμενες απαιτήσεις αποθαρρύνουν τις τράπεζες από την πώληση μη εξυπηρετούμενων δανείων, καθώς αυτό θα οδηγούσε σε πρόσθετες καθαρές λογιστικές ζημίες, γεγονός, που θα τις ανάγκαζε να εκδώσουν μετοχές υπέρ του Δημοσίου (κατά ποσό ισοδύναμο με τον αναβαλλόμενο φόρο). Αυτό θα είχε ως συνέπεια την αραίωση (dilution) των μετόχων, περιορίζοντας την ικανότητά τους να αντλούν νέα κεφάλαια από ιδιώτες επενδυτές», αναφέρει και προσθέτει: «Μολονότι ο δείκτης μετοχών των ελληνικών τραπεζών διπλασιάστηκε το 2019, μειώθηκε κατά 50% από το ξέσπασμα της πανδημίας και οι αποτιμήσεις τους είναι ακόμη πολύ χαμηλότερες από την καθαρή λογιστική τους αξία».

Η δευτερογενής αγορά «κόκκινων» δανείων

Όπως εξηγεί ο Οργανισμός, οι μεταρρυθμίσεις οδήγησαν τα τελευταία δύο χρόνια στην ανάπτυξη μιας δευτερογενούς αγοράς «κόκκινων» δανείων. Οι τράπεζες έχουν πουλήσει 17,4 δισ. ευρώ μη εξυπηρετούμενα δάνεια από τις αρχές του 2017, συμπεριλαμβανομένων 8,1 δισ. ευρώ, που πουλήθηκαν το 2019. Οι αλλαγές στον Ν. 4354/2015 οδήγησαν στην αύξηση – σε 22 – του αριθμού των servicers, με τους επενδυτές να δείχνουν αυξανόμενο ενδιαφέρον για τα ελληνικά NPLs. Οι συγκεκριμένες εταιρείες διαχειρίζονταν 30 δισ. ευρώ δάνεια τον Μάρτιο του 2020. «Ενώ μέρος αυτών των δανείων παραμένει στους ισολογισμούς των τραπεζών, η ανάθεση της διαχείρισης σε εξωτερικό συνεργάτη μπορεί να αυξήσει την αποτελεσματικότητα. Η ευθυγράμμιση του
επίμαχου Νόμου με εκείνο των τιτλοποιήσεων μπορεί να υποστηρίξει καλύτερα τις πωλήσεις», επισημαίνει.

Παράλληλα, η δημιουργία μιας ενιαίας πλατφόρμας για την αγορά και πώληση «κόκκινων» δανείων θα μπορούσε να αυξήσει τη διαφάνεια, βοηθώντας έτσι, στην ανάπτυξη της δευτερογενούς αγοράς. Περαιτέρω πρόοδος στην πραγματοποίηση πλειστηριασμών θα συνέβαλε, επίσης, στην αύξηση του όγκου των πωλήσεων, μειώνοντας το κόστος και την αβεβαιότητα ως προς την αξία των collaterals.

Σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (ΕΕΤ), το 2019 ανακοινώθηκαν ή ξεκίνησαν σχεδόν 22.900 ηλεκτρονικές δημοπρασίες έναντι 22.400 το 2018. Σχεδόν 6.000 μεταφορτώθηκαν το πρώτο τρίμηνο του 2020. Από αυτές, το 62% ολοκληρώθηκε στην πραγματικότητα (δηλ. υπογράφηκαν πράξεις ενώπιον συμβολαιογράφου) έναντι 76% το προηγούμενο έτος, αν και στην πλειονότητα (60%) δεν υπήρχαν πλειοδότες και η τράπεζα αγόρασε το εκπλειστηριαζόμενο ακίνητο.

Ένα μη αμελητέο ποσοστό των ανακοινωμένων ηλεκτρονικών δημοπρασιών (37% το 2019 και 22% το 2018) αναστέλλεται, είτε γιατί ο οφειλέτης συμφωνεί να αναδιαρθρώσει το χρέος του ή υποβάλλει αίτηση προστασίας της πρώτης κατοικίας, είτε το δάνειο πωλήθηκε. «Η πρόοδος στην ολοκλήρωση του κτηματολογίου θα επιταχύνει τις επίμαχες συναλλαγές», καταλήγει ο ΟΟΣΑ.