Οι Τζίτζι και Μπέλα Χαντίντ δεν εξελίχθηκαν τυχαία σε δύο από τα πιο ακριβοπληρωμένα πρόσωπα της διεθνούς μόδας. Πίσω από την πορεία τους κεντρικό ρόλο έπαιξε η μητέρα τους, Γιολάντα Χαντίντ.
Η επαγγελματική πορεία των αδελφών Χαντίντ είχε ξεκινήσει πολύ πριν καθιερωθούν στη διεθνή μόδα. Η Τζίτζι εμφανίστηκε από πολύ μικρή ηλικία σε καμπάνιες της Guess, ωστόσο η επαγγελματική της δραστηριότητα ανεστάλη με απόφαση της μητέρας της, η οποία επέλεξε να αναβάλει τη συστηματική ενασχόληση με το μόντελινγκ μέχρι την ενηλικίωσή της.
Η Γιολάντα Χαντίντ, γεννημένη σε μικρό χωριό της Ολλανδίας, είχε ήδη βιώσει τη σκληρή πλευρά της βιομηχανίας: έχασε τον πατέρα της σε νεαρή ηλικία, εργάστηκε σε εστιατόρια για να στηρίξει την οικογένειά της και ανακαλύφθηκε ως μοντέλο στα 16 της χρόνια. Για την ίδια, το μόντελινγκ υπήρξε μέσο οικονομικής επιβίωσης και όχι προσωπική φιλοδοξία.
Αυτή τη λογική μετέφερε και στα παιδιά της. Η Τζίτζι αποσύρθηκε από τις παιδικές φωτογραφίσεις, στράφηκε στον σχολικό αθλητισμό και διετέλεσε αρχηγός της ομάδας βόλεϊ. Η Μπέλα αφοσιώθηκε στην αγωνιστική ιππασία με στόχο ακόμη και ολυμπιακή συμμετοχή, μέχρι που η διάγνωση της νόσου Λάιμ, το 2012, διέκοψε απότομα αυτή την πορεία. Παρότι μεγάλωσαν σε πολυτελή σπίτια και σε έναν κόσμο πρόσβασης και προνομίων, η μητέρα τους επέβαλε πλαίσιο και πειθαρχία, επιδιώκοντας η άνεση να μη λειτουργήσει αποσυντονιστικά, αλλά ως βάση για την μελλοντική τους επαγγελματική απόδοση.
Η προσωπική ζωή της Γιολάντα κινήθηκε παράλληλα με τις επαγγελματικές της επιλογές. Παντρεύτηκε το 1994 τον κτηματομεσίτη Μοχάμεντ Χαντίντ, με τον οποίο απέκτησε τα τρία παιδιά της, αλλά ο γάμος τους έληξε το 2000. Το 2011 παντρεύτηκε τον μουσικό παραγωγό Ντέιβιντ Φόστερ και χώρισε το 2015. Σύμφωνα με το περιοδικό People, ένας από τους λόγους του διαζυγίου ήταν η έλλειψη υποστήριξης του Φόστερ κατά την περίοδο σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε η κόρη της Μπέλα.
Η είσοδος στη μόδα και η κατασκευή αξίας
Η Τζίτζι επέστρεψε συνειδητά στη μόδα στις αρχές της δεκαετίας του 2010 και υπέγραψε συμβόλαιο με το πρακτορείο IMG Models, το οποίο ανέλαβε τη συστηματική τοποθέτησή της στις μεγάλες αγορές μόδας. Η καθοριστική στιγμή ήρθε το 2014, όταν η Καρίν Ρόιντφελντ την επέλεξε για το περιοδικό CR Fashion Book. Εκείνη την περίοδο, το έντυπο λειτουργούσε ως σημείο αναφοράς για σχεδιαστές και οίκους, προσφέροντας θεσμική αναγνώριση σε πρόσωπα με προοπτική διάρκειας.
Λίγους μήνες αργότερα, η Τζίτζι έγινε το πρόσωπο του αρώματος Velvet Orchid του οίκου Tom Ford. Η επιλογή αυτή σηματοδότησε τη μετάβασή της σε υψηλής αξίας εμπορικές συμφωνίες. Σύμφωνα με το Forbes, από εκείνο το σημείο και μετά οι αμοιβές της βασίστηκαν σε πολυετείς συμβάσεις με δικαιώματα χρήσης εικόνας, αποκλειστικότητες και δημιουργική συμμετοχή. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας, τα ετήσια έσοδά της ξεπέρασαν τα 9-10 εκατομμύρια δολάρια, ενώ η συνολική της περιουσία εκτιμήθηκε στα 30–35 εκατομμύρια. Κεντρικό ρόλο στην οικονομική της σταθεροποίηση έπαιξε η συνεργασία της με τον οίκο Tommy Hilfiger. Η Τζίτζι δεν περιορίστηκε σε ρόλο πρέσβειρας: συνυπέγραψε συλλογές, συμμετείχε στον σχεδιασμό και συνδέθηκε άμεσα με τις πωλήσεις. Το μοντέλο αυτό της εξασφάλισε επαναλαμβανόμενα έσοδα και μακροπρόθεσμη οικονομική αυτονομία.
Η Μπέλα ακολούθησε διαφορετική στρατηγική και στράφηκε στη διαφοροποίηση των εσόδων της. Το 2021 συνίδρυσε το brand μη αλκοολούχων ποτών Kin Euphorics, ενώ το 2024 λάνσαρε τη σειρά αρωμάτων Orebella. Όπως κατέγραψαν τα Business of Fashion και Forbes, και στις δύο περιπτώσεις διατήρησε ιδιοκτησιακό ρόλο. Η καθαρή της περιουσία εκτιμήθηκε στα 25–30 εκατομμύρια δολάρια.
Η μητέρα-διαχειρίστρια και οι σκιές της επιτυχίας
Σε όλη αυτή τη διαδρομή, η Γιολάντα Χαντίντ λειτούργησε ως αυστηρή διαχειρίστρια. Έλεγξε τη διατροφή, τη δημόσια εικόνα και τις επαγγελματικές επιλογές των παιδιών της, συχνά προκαλώντας έντονη κριτική. Περιστατικά όπως η δημόσια πίεση προς την Τζίτζι για απώλεια βάρους ή η έγκριση αισθητικής επέμβασης της Μπέλα σε νεαρή ηλικία συζητήθηκαν εκτενώς. Η ίδια παραδέχθηκε αργότερα ότι μετάνιωσε για ορισμένες από αυτές τις αποφάσεις.
Η οικογένεια βρέθηκε ξανά στο προσκήνιο το 2021, όταν η Γιολάντα κατηγόρησε τον πρώην σύντροφο και πατέρα του παιδιού της Τζίτζι, Ζέιν Μάλικ, για παρενόχληση και σωματική επίθεση. Εκείνος αρνήθηκε τις κατηγορίες, αλλά αποδέχθηκε συμφωνία που περιλάμβανε πρόστιμο και υποχρεωτική παρακολούθηση προγράμματος διαχείρισης θυμού.
Το περιστατικό οδήγησε στη λήξη της σχέσης του με την Τζίτζι, χωρίς ωστόσο να επηρεάσει ουσιαστικά τη χρηματοοικονομική πορεία της οικογένειας. Παρά τις αντιπαραθέσεις, η Γιολάντα διατήρησε κεντρικό ρόλο στη δημόσια σφαίρα. Με εκατομμύρια ακολούθους στα κοινωνικά δίκτυα, με τηλεοπτική εμπειρία από το The Real Housewives of Beverly Hills και με τη συμμετοχή της στην τηλεοπτική σειρά Making a Model το 2018, επιβεβαίωσε τη θέση της ως στρατηγικός νους πίσω από την επαγγελματική πορεία των παιδιών της.
Η «μέθοδος Χαντίντ» δεν παρήγαγε απλώς δύο επιτυχημένες καριέρες στη μόδα, αλλά ένα συνεκτικό παράδειγμα οικογενειακής διαχείρισης πλούτου, όπου η αναγνωρισιμότητα μετατράπηκε σε περιουσία και η πειθαρχία σε οικονομική διάρκεια.
Εξωτερική φωτογραφία: Getty Images / Ideal Image
