Το “Care and Feeding” της Laurie Woolever μπήκε αμέσως στη λίστα των best sellers των “New York Times”.
«Αποφοίτησα από το πανεπιστήμιο το 1996 και μετακόμισα στη Νέα Υόρκη με τρία πράγματα: μια αόριστη φιλοδοξία να γίνω συγγραφέας, μια αβυσσαλέα ανάγκη για επιβεβαίωση και μια αγάπη για το να ταΐζω τους άλλους», γράφει στις πρώτες γραμμές του βιβλίου της η συγγραφέας που, για σχεδόν μια δεκαετία, υπήρξε το δεξί χέρι του αξέχαστου Anthony Bourdain.
Στο “Care and Feeding: A Memoir” που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο από τις εκδόσεις Ecco, η Woolever, η οποία είχε διατελέσει και βοηθός του Mario Batali, συγκεντρώνει τις αναμνήσεις της από τον κόσμο των celebrity chefs. Είχε προηγηθεί το best seller “Bourdain: The Definitive Oral Biography”, καθώς και τα δύο βιβλία που είχε συγγράψει μαζί με τον Bourdain, “World Travel: An Irreverent Guide” και “Appetites: A Cookbook”.
«Πάντα ήθελα να γράψω για τις εμπειρίες μου στη Νέα Υόρκη, στις κουζίνες, στα ταξίδια, με διάσημους ανθρώπους -όλες τις εμπειρίες που είχα από τότε που αποφοίτησα από το πανεπιστήμιο. Και πάντα υπήρχε ένας καλός λόγος για να μην το κάνω: οι δουλειές, οι υποχρεώσεις μου ή οι άνθρωποι που δεν ήθελα να το διαβάσουν, όπως η μητέρα μου η οποία δεν είναι πια στη ζωή -δεν είμαι σίγουρη αν θα το έκανα αν ήταν ακόμα εδώ», εξομολογείται στο Eater.
Κάτι περισσότερο από ένα γαστρονομικό απομνημόνευμα
Το Care and Feeding είναι η ιστορία μιας γυναίκας που, όπως γράφει, στις πρώτες επαγγελματικές συνεντεύξεις την αποκαλούσαν «επαρχιώτισσα», που μετά από μια βραδινή έξοδο με τον Batali «ενθουσιάστηκε από την εγγύτητα με την εξουσία, τα χρήματα, τους χαρισματικούς και ελκυστικούς νέους φίλους, το ατελείωτο ποτό και το πλούσιο φαγητό», που προσπαθεί να βρει τον δρόμο της σε έναν απαιτητικό, συχνά τοξικό επαγγελματικό χώρο, που παλεύει με τις καταχρήσεις. «Δεν με συνέλαβαν ποτέ (γιατί ήμουν τυχερή), δεν τράκαρα ποτέ (γιατί σταμάτησα να οδηγώ), δεν έπεσα ποτέ από τις σκάλες (γιατί έμενα σε ισόγειο)», γράφει.
Η συγγραφέας ξετυλίγει το νήμα της αφήγησης από τις πρώτες προσπάθειες αναζήτησης εργασίας το 1996, όταν μάζευε άδεια σακουλάκια από τσιπς στον Βοτανικό Κήπο του Μπρούκλιν. Η εκπαίδευσή της στη μαγειρική είχε ξεκινήσει νωρίτερα, στη συνεταιριστική εστία Von Cramm του Πανεπιστημίου Cornell στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, όπου σπούδαζε. Στην κουζίνα αυτής της συνεργατικής κοινότητας, με τη χίπικη ατμόσφαιρα και το κασετόφωνο να παίζει Pearl Jam, Paul Simon και Pixies, ένας κοκκινομάλλης τελειόφοιτος τής έδειξε πώς να ευθυγραμμίζει τέσσερα ξεφλουδισμένα καρότα στην επιφάνεια κοπής και, κουνώντας το μεγάλο μαχαίρι του σεφ, να τα κόβει όλα μαζί -μια τεχνική που, όπως γράφει, την ξετρέλανε.
Βοηθός του Mario Batali από το 1999 έως το 2002, η Woolever είναι επιφυλακτική στον τρόπο που γράφει για τον διάσημο σεφ, παρουσιαστή και εστιάτορα, ο οποίος είχε κατηγορηθεί για σεξουαλική παρενόχληση. Ο Batali ήταν εκείνος που της γνώρισε τον Bourdain και της έδωσε την ευκαιρία να δουλέψει για πρώτη φορά σε βιβλίο μαγειρικής. «Αν έχεις επιλέξει να συνεργαστείς με κάποιους που τελικά αποδεικνύονται πως δεν είναι καλοί άνθρωποι, και ειδικά αν έχεις ωφεληθεί από αυτούς, νιώθεις ότι η κατάσταση είναι περίπλοκη. Υποθέτω ότι είναι παρόμοιο με το να ανακαλύπτεις πως ένα μέλος της οικογένειάς σου κάνει άσχημα πράγματα», αναφέρει.
Αντίθετα, όταν γράφει για τον Tony, όπως τον αποκαλεί, δεν σταματά να τονίζει την ευγένεια και τη σοβαρότητά του. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην συμπαθούσε τον Anthony Bourdain -είχε χιούμορ, ήταν χαρισματικός, γενναίος, ευγνώμων. Περιπλανιόταν στις αγορές της Καμπότζης για να δοκιμάσει τον σπάνιο και πανάκριβο καρπό ντούριαν, που «αναδίδει μια αξέχαστη, αεριούχα, διαπεραστική μυρωδιά αποσύνθεσης», και όταν ταξίδευε στο Τόκιο, ισχυριζόταν ότι «έρωτας είναι να τρως πάνω από μισό κιλό ωμό ψάρι στις τέσσερις τα ξημερώματα», όπως γράφει στο βιβλίο του Η Περιπλάνηση ενός Μάγειρα. Η Woolever ενισχύει το αφήγημα της καλοσύνης και της ευφυΐας του. Δεν θέλει να εστιάσει στο τέλος του και σε ό,τι τον οδήγησε εκεί, αλλά στα πράγματα που έμαθε από αυτόν, στο πόσο την υποστήριξε, -ο διάσημος σεφ και τηλεοπτικός αστέρας έβαλε τέλος στη ζωή του σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στη Γαλλία το 2018 σε ηλικία 61 χρόνων.
Όπως αναφέρει το Chicago Review of Books, η επιτυχία του Care and Feeding οφείλεται στην οξεία αφηγηματική ικανότητα της Woolever. «Ξέρει πώς να χτίζει μια ιστορία και να μας καθοδηγεί ταυτόχρονα σε πολλαπλές διαδρομές».
Μια ταραχώδης, ξέφρενη διαδρομή -από την καντίνα με φαλάφελ, όπου έμαθε τι σημαίνει συνέπεια, απόλαυση και νοσταλγία στο φαγητό, στην κουζίνα μιας πάμπλουτης οικογένειας στο Upper East Side, όπου ετοίμαζε άνοστα low-fat πιάτα, και τελικά στην ατμόσφαιρα του Babbo, του εστιατορίου του Batali, την οποία περιγράφει ως εξής: «Δεν υπήρχε χρόνος ή χώρος στην κουζίνα για πολιτική, κλιματική αλλαγή, ανίατες διαγνώσεις και χρόνιες ασθένειες… Δεν είχε σημασία πού μεγάλωσα ή σε ποιο σχολείο πήγα, ποιοι ήταν ή δεν ήταν οι γονείς μου, πώς έμοιαζα. Υπήρχαν μόνο το φαγητό, τα πιάτα, το μαχαίρι μου, ο πάγκος μου. Δούλεψε γρήγορα, δούλεψε καθαρά, άκου και απάντησε στον σεφ. Mην τα θαλασσώσεις, κάν’ το άψογα, τώρα. Το μαγείρεμα με αυτόν τον τρόπο ήταν μια μορφή ελεγχόμενου κινδύνου, ρίσκου, ενθουσιασμού, υπερβολικών ανταμοιβών».
*Care and Feeding: A Memoir, Laurie Woolever εκδόσεις Ecco
