Η ιστορία της εμβληματικής εταιρείας που έγινε θρύλος της Silicon Valley.
Αν υπάρχουν στιγμές στην επιχειρηματική ιστορία που μοιάζουν θρυλικές, μία απ’ αυτές είναι το ξύλινο γκαράζ στη διεύθυνση 367 Addison Avenue, στο Πάλο Άλτο της Καλιφόρνια. Αυτό θεωρείται σήμερα «ο τόπος γέννησης της Silicon Valley». Το 1939, δύο νεαροί μηχανικοί, ο William Hewlett και ο David Packard, ξεκίνησαν μια μικρή συνεργασία που επρόκειτο να εξελιχθεί σε μια από τις πιο εμβληματικές τεχνολογικές εταιρείες του 20ού αιώνα: την Hewlett-Packard.
Ο William Redington Hewlett γεννήθηκε το 1913 στο Μίσιγκαν, αλλά μεγάλωσε στην Καλιφόρνια. Από παιδί έδειξε αγάπη για τα ηλεκτρονικά και τη μηχανική, με μια ιδιαίτερη ευχέρεια στη σχεδίαση κυκλωμάτων. Ο David Packard, ένα χρόνια νεότερός του -γεννημένος το 1912 στο Κολοράντο- ήταν πιο πρακτικός και διοικητικά προικισμένος, με έφεση στην οργάνωση και τη στρατηγική.
Γνωρίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1930 στο Στάνφορντ, όταν και οι δύο παρακολουθούσαν το τμήμα ηλεκτρολογικής μηχανικής. Δεν ήταν κολλητοί φίλοι, αλλά τους ένωσε ο ίδιος μέντορας: ο καθηγητής Frederick Emmons Terman. Εκείνος, που θεωρείται σήμερα «νονός της Silicon Valley», ενθάρρυνε τους φοιτητές του να σκέφτονται πέρα από το πανεπιστήμιο, να κάνουν δικές τους πατέντες και να ιδρύουν μικρές επιχειρήσεις και τους έβαλε την ιδέα να συνεργαστούν.
Mε κεφάλαιο 538 δολάρια
Το καλοκαίρι του 1938, ο Packard είχε ήδη βρει δουλειά στο Κολοράντο (στη General Electric), ενώ ο Hewlett έμενε στην Καλιφόρνια. Παρά την απόσταση, ο Terman πίεζε να ενώσουν τις δυνάμεις τους. Εκείνο το καλοκαίρι οι δυο τους ίδρυσαν την εταιρεία με κεφάλαιο μόλις 538 δολάρια -ο Packard είχε βάλει λίγο περισσότερα). Το συμβόλαιο ήταν τόσο απλό που ακόμα και το όνομα της εταιρείας προέκυψε από… κλήρωση: έριξαν ένα νόμισμα για να αποφασίσουν αν θα λεγόταν Hewlett-Packard ή Packard-Hewlett. Κέρδισε ο Hewlett, προφανώς.
Μετά την αποφοίτηση, οι δυο συνεργάτες νοίκιασαν το περίφημο γκαράζ από τη σύζυγο του Terman και ξεκίνησαν να δουλεύουν σε έναν ταπεινό ξύλινο πάγκο. Το πρώτο τους προϊόν δεν ήταν υπολογιστής ούτε κάτι φουτουριστικό, αλλά ένα ηλεκτρονικό όργανο: ο ηχητικός ταλαντωτής HP200A. Σχεδιασμένος από τον Hewlett, ο ταλαντωτής παρήγαγε ακριβή ηχητικά κύματα και χρησιμοποιήθηκε κυρίως για δοκιμές στον κινηματογράφο. Ο πρώτος μεγάλος πελάτης ήταν η Disney, που αγόρασε οκτώ κομμάτια για την παραγωγή της ταινίας «Fantasia» το 1940. Εκείνη η παραγγελία αποτέλεσε το πρώτο μεγάλο βήμα προς την καθιέρωση.
Με το ξέσπασμα του πολέμου, και οι δύο κλήθηκαν να συμβάλουν. Ο Hewlett κατατάχθηκε στον αμερικανικό στρατό, στο σώμα των σηματωρών (Army Signal Corps), και υπηρέτησε κυρίως σε θέματα ραντάρ και επικοινωνιών. Μάλιστα, ταξίδεψε στην Ευρώπη και συνεργάστηκε σε μυστικά projects που είχαν να κάνουν με βελτιώσεις στα ραντάρ και στις ασύρματες επικοινωνίες. Ο Packard έμεινε στο τιμόνι της επιχείρησης στην Καλιφόρνια και ανέλαβε την παραγωγή εξοπλισμού για τον στρατό: συστήματα για ραδιοεπικοινωνίες, μετρητικά όργανα και ειδικά εξαρτήματα για την αεροπορία. Η HP έγινε τότε σημαντικός προμηθευτής του αμερικανικού στρατού, κάτι που όχι μόνο εξασφάλισε την οικονομική της επιβίωση μέσα στον πόλεμο, αλλά την έβαλε και στον χάρτη των αξιόπιστων αμερικανικών βιομηχανιών υψηλής τεχνολογίας.
Πρώτες καινοτομίες
Όταν ο Hewlett επέστρεψε, η εταιρεία είχε ήδη μεγαλώσει υπό τον Packard. Τότε αποφάσισαν να χωρίσουν τις αρμοδιότητές τους κατά το ταλέντο τους: Ο Hewlett ασχολήθηκε με τα προϊόντα, ο Packard με τη διοίκηση. Οι αποφάσεις παίρνονταν από κοινού, όμως με προτεραιότητα του καθενός στον τομέα του. Η συνεργασία τους είχε έναν απλό αλλά ουσιαστικό κανόνα, το λεγόμενο «HP Way». Ήταν ένας άγραφος κώδικας που έδινε έμφαση στον σεβασμό προς τους εργαζόμενους, την ελευθερία στην καινοτομία και τη διατήρηση μιας άμεσης και ανθρώπινης εταιρικής κουλτούρας. Το «HP Way» κατέστησε την Hewlett-Packard πρότυπο εταιρικής διακυβέρνησης, πολύ πριν γίνει αυτό τάση στη Silicon Valley. Οι εργαζόμενοι απολάμβαναν ασυνήθιστα προνόμια για την εποχή, όπως ευέλικτα ωράρια και συμμετοχή στις αποφάσεις.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η HP παρήγαγε ηλεκτρονικά όργανα για τον στρατό των ΗΠΑ, συμβάλλοντας στη στρατιωτική έρευνα. Η μετέπειτα ειρηνική περίοδος τής έδωσε την ευκαιρία να επεκταθεί ραγδαία σε μετρητικά όργανα, υπολογιστικά συστήματα και τελικά ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Στη δεκαετία του 1960, η εταιρεία λάνσαρε τον HP 9100A, έναν από τους πρώτους επιτραπέζιους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, ενώ λίγο αργότερα, τη δεκαετία του 1970, παρουσίασε την πρώτη επιστημονική φορητή αριθμομηχανή, τον HP-35, που έφερε επανάσταση στην καθημερινότητα των μηχανικών και των επιστημόνων.
Την ίδια περίοδο, το κύρος των ιδρυτών αυξανόταν όχι μόνο στον επιχειρηματικό χώρο αλλά και στην πολιτική και κοινωνική ζωή. Ο David Packard διετέλεσε αναπληρωτής υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ επί προεδρίας Νίξον, ενώ ο Hewlett αφιέρωσε μεγάλα ποσά σε φιλανθρωπικά ιδρύματα και στην υποστήριξη του Στάνφορντ. Η παρουσία τους ως επιχειρηματίες, αλλά και ως προσωπικότητες με κοινωνικό αποτύπωμα, συνέβαλε στο να θεωρείται η εταιρεία τους θεσμός στην τεχνολογική εξέλιξη των ΗΠΑ. Όπως συμβαίνει, βέβαια, με πολλές εταιρείες που θεμελιώνονται από χαρισματικούς ιδρυτές, οι επόμενες δεκαετίες έφεραν προκλήσεις.
Μετά τον θάνατο του Packard το 1996 και του Hewlett το 2001, η HP πέρασε από περιόδους κρίσεων, συγχωνεύσεων και εσωτερικών συγκρούσεων. Η πιο γνωστή ήταν η συγχώνευση με την Compaq το 2002, μια κίνηση που δίχασε μετόχους και αγορά. Παρά τις αναταράξεις, η Hewlett-Packard παρέμεινε για δεκαετίες ένας από τους σημαντικότερους παίκτες στους προσωπικούς υπολογιστές και στους εκτυπωτές, πριν διαχωριστεί το 2015 σε δύο εταιρείες: την HP Inc., που επικεντρώνεται σε PCs και εκτυπωτές, και την Hewlett Packard Enterprise (HPE), που ασχολείται με servers, λογισμικό και υπηρεσίες. Σήμερα, το γκαράζ αυτό έχει χαρακτηριστεί ιστορικό μνημείο της Καλιφόρνια και αποτελεί τόπο προσκυνήματος για χιλιάδες επισκέπτες που θέλουν να δουν από κοντά πού ξεκίνησε ο θρύλος της Silicon Valley.
Φωτογραφίες: Getty Images / Ideal Image
