search icon

Journal

Μελισσοκομία: Το χόμπι που έγινε επάγγελμα με 2 εκατ. κυψέλες σε όλη την Ελλάδα

Πάνω από 2 εκατομμύρια κυψέλες με 20.000 τόνους παραγωγή μελιού κάθε χρόνο για έναν κλάδο που ολοένα και αναπτύσσεται παρά τις δυσκολίες.

Πάνω από 2 εκατομμύρια κυψέλες με 20.000 τόνους παραγωγή μελιού κάθε χρόνο για έναν κλάδο που ολοένα και αναπτύσσεται παρά τις δυσκολίες.

Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια που σχεδόν κάθε οικογένεια στην πόλη είχε «έναν άνθρωπο από το χωριό». Ήταν εκείνος που έφερνε τον τενεκέ με το αγνό λάδι, συνήθως χωρίς ετικέτα, αλλά με όνομα και ιστορία. Τα τελευταία χρόνια, σε αυτή τη μικρή, άτυπη αλυσίδα εμπιστοσύνης έχει προστεθεί ένας ακόμη κρίκος: ο μελισσοκόμος από το χωριό. Δεν φέρνει πια δοχεία ή κουβάδες, αλλά βαζάκια μελιού, με ετικέτα, ποικιλία, ημερομηνία και συχνά μια μικρή αφήγηση για το πού και πώς παράχθηκε. Το μέλι έχει γίνει το νέο «λάδι απ’ το χωριό». Και μαζί του άλλαξε και ολόκληρος τον κλάδο της ελληνικής μελισσοκομίας, που κάνει φιλότιμες προσπάθειες να γίνει επάγγελμα.

H νέα τάση στη παραγωγή μελιού θέλει βαζάκια με ετικέτα, ποικιλία, ημερομηνία και συχνά μια μικρή αφήγηση για το πού και πώς δημιουργήθηκε. Photo: 123RF

Πάνω από δυο εκατομμύρια κυψέλες
Η εικόνα αυτή δεν είναι πολιτισμική. Αποτυπώνεται και στα νούμερα. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία ου Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, η Ελλάδα διαθέτει σήμερα έναν από τους μεγαλύτερους πληθυσμούς κυψελών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα τελευταία διαθέσιμα δεδομένα τοποθετούν τον αριθμό τους πάνω από τα 2 εκατομμύρια, με ορισμένες καταγραφές να κυμαίνονται μεταξύ 2,1 και 2,5 εκατομμυρίων κυψελών, ανάλογα με τη χρονιά και τη δήλωση στο Εθνικό Μελισσοκομικό Μητρώο. Η αντίστοιχη ετήσια παραγωγή μελιού εκτιμάται στους 15.000 έως 20.000 τόνους. Με έντονες διακυμάνσεις, πάντως, από χρονιά σε χρονιά.
Η ΕΛΣΤΑΤ, μέσα από τις ετήσιες γεωργικές στατιστικές έρευνες, επιβεβαιώνει αυτή την εικόνα: η μελισσοκομία αποτελεί έναν από τους πιο εκτεταμένους, αλλά και πιο κατακερματισμένους κλάδους της πρωτογενούς παραγωγής. Δεν πρόκειται για λίγες μεγάλες μονάδες, αλλά για χιλιάδες μικρές και μεσαίες εκμεταλλεύσεις, διάσπαρτες σε ορεινές, ημιορεινές και νησιωτικές περιοχές. Εκεί ακριβώς όπου οι εναλλακτικές μορφές εισοδήματος είναι συχνά περιορισμένες.

Το ενδιαφέρον στοιχείο της τελευταίας δεκαετίας δεν είναι μόνο το μέγεθος, αλλά η αλλαγή χαρακτήρα. Οι εγγεγραμμένοι μελισσοκόμοι στο Εθνικό Μελισσοκομικό Μητρώο ξεπερνούν πλέον τις 20.000, με τις επίσημες αναφορές του Υπουργείου να καταγράφουν αυξητική τάση τα τελευταία χρόνια. Πίσω από αυτούς τους αριθμούς κρύβεται μια αργή αλλά σταθερή μετάβαση: από τη μελισσοκομία ως πάρεργο ή χόμπι, στη μελισσοκομία ως επάγγελμα.

Οι εγγεγραμμένοι μελισσοκόμοι στο Εθνικό Μελισσοκομικό Μητρώο ξεπερνούν τις 20.000, με επίσημες αναφορές του Υπουργείου να καταγράφουν αυξητική τάση τα τελευταία χρόνια.

Η μετάβαση αποτυπώνεται και φορολογικά
Όλο και περισσότεροι παραγωγοί δηλώνουν δραστηριότητα με συγκεκριμένους ΚΑΔ (Κωδικούς Αριθμούς Δραστηριότητας) για την παραγωγή φυσικού μελιού, επιδιώκοντας πρόσβαση σε προγράμματα στήριξης, επιδοτήσεις και χρηματοδοτικά εργαλεία. Η «επισημοποίηση» δεν είναι απλή υπόθεση: συνεπάγεται κόστος, υποχρεώσεις και γραφειοκρατία. Ωστόσο, για πολλούς αποτελεί τη μοναδική διέξοδο ώστε η μελισσοκομία να μην παραμείνει μια συμπληρωματική απασχόληση χωρίς προοπτική. Παράλληλα, σε όλη τη χώρα ξεφυτρώνουν μικρές εταιρείες παραγωγής και τυποποίησης μελιού. Οικογενειακές επιχειρήσεις, συνεταιριστικά σχήματα ή μικρά brands που επενδύουν στην ποιότητα, στη συσκευασία και στην ταυτότητα του προϊόντος. Από την Κρήτη και την Πελοπόννησο μέχρι τη Μακεδονία, τη Θράκη και τα νησιά, το ελληνικό μέλι αποκτά όνομα, ιστοσελίδα, παρουσία σε εκθέσεις και ράφια delicatessen. Δεν πρόκειται για μεγάλες βιομηχανίες, αλλά για ευέλικτες, μικρές μονάδες που προσπαθούν να προσθέσουν αξία σε ένα κατεξοχήν φυσικό προϊόν.

Αυτή η εξέλιξη έχει αρχίσει να αντανακλάται και στο εξωτερικό. Οι εξαγωγές ελληνικού μελιού, αν και παραμένουν περιορισμένες σε απόλυτα μεγέθη σε σύγκριση με χώρες μαζικής παραγωγής, παρουσιάζουν ανοδική τάση τα τελευταία χρόνια. Αγορές όπως η Γερμανία, η Γαλλία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και χώρες της Μέσης Ανατολής δείχνουν αυξημένο ενδιαφέρον για τυποποιημένο ελληνικό μέλι, ιδιαίτερα όταν αυτό συνοδεύεται από πιστοποιήσεις και ξεκάθαρη προέλευση. Για πολλές από τις μικρές εταιρείες, οι εξαγωγές δεν είναι ακόμη ο βασικός όγκος πωλήσεων, αλλά λειτουργούν ως στρατηγικό στοίχημα για το μέλλον.

Οι εξαγωγές ελληνικού μελιού, αν και παραμένουν περιορισμένες σε σύγκριση με χώρες μαζικής παραγωγής, παρουσιάζουν ανοδική τάση τα τελευταία χρόνια. Photo: 123RF

Η αλλαγή της αγοράς
Η ζήτηση για ελληνικό, τυποποιημένο μέλι με ταυτότητα (θυμαρίσιο, πευκόμελο, ελατίσιο) παραμένει ισχυρή, τόσο στην εσωτερική αγορά όσο και στον τουρισμό. Το βαζάκι μελιού έχει γίνει προϊόν σχεδόν lifestyle. Πίσω, όμως, από την ετικέτα, η καθημερινότητα του μελισσοκόμου κάθε άλλο παρά ειδυλλιακή είναι. Το κόστος παραγωγής αυξάνεται σταθερά. Καύσιμα για τις μετακινήσεις των κυψελών, εξοπλισμός, απώλειες σμηνών, ανάγκη για συνεχείς ελέγχους και τυποποίηση πιέζουν τα περιθώρια κέρδους. Και πάνω απ’ όλα, η κλιματική αλλαγή μετατρέπεται στον μεγαλύτερο αστάθμητο παράγοντα του κλάδου. Οι ίδιοι οι μελισσοκόμοι μιλούν πλέον για χρονιές που «χάνονται».
Οι ήπιοι χειμώνες απορρυθμίζουν τον βιολογικό κύκλο των μελισσών. Οι ξαφνικές παγωνιές της άνοιξης καταστρέφουν ανθοφορίες. Οι παρατεταμένοι καύσωνες του καλοκαιριού μειώνουν δραστικά το νέκταρ. Και ως συνέπεια, ενώ ο αριθμός των κυψελών παραμένει υψηλός, η παραγωγή γίνεται όλο και πιο ασταθής. Δεν είναι τυχαίο ότι, παρά τις 2 και πλέον εκατομμύρια κυψέλες, η ελληνική παραγωγή σπάνια ξεπερνά τους 20.000 τόνους, ενώ σε «κακές» χρονιές πέφτει αισθητά χαμηλότερα.

Για έναν επαγγελματία μελισσοκόμο, αυτή η αβεβαιότητα δεν είναι θεωρητική. Είναι οικονομικός κίνδυνος. Η μελισσοκομία δεν προσφέρει πλέον τη σχετική ασφάλεια που είχε στο παρελθόν, όταν οι εποχές ήταν πιο προβλέψιμες, αλλά και η παραγωγή πολύ μικρότερη. Κι όμως, παρά τις αντιξοότητες, ο κλάδος δείχνει ανθεκτικός. Ίσως διότι, όπως συμβαίνει και με τις ελιές, ακουμπά σε κάτι βαθιά ριζωμένο στην ελληνική ύπαιθρο.

Φωτογραφίες: Getty Images / Ideal Image

Exit mobile version