search icon

Journal

10 διδάγματα από τη ζωή και την επιχειρηματικότητα του Πρόδρομου Μποδοσάκη Αθανασιάδη

Η ιστορία μιας εμβληματικής προσωπικότητας ως ένα διαχρονικό μάθημα με επίκεντρο την ανθεκτικότητα και το όραμα.

Η ιστορία μιας εμβληματικής προσωπικότητας ως ένα διαχρονικό μάθημα με επίκεντρο την ανθεκτικότητα και το όραμα.

Ο Πρόδρομος Μποδοσάκης Αθανασιάδης γεννήθηκε το 1891 σε ένα φτωχό χωριό, τη Νίγδη της Καππαδοκίας, στα βάθη της Μικράς Ασίας. Πέθανε το 1979 στην Αθήνα, αφήνοντας πίσω του μια βιομηχανική αυτοκρατορία που κάλυπτε το 35% του ελληνικού βιομηχανικού δυναμικού και ένα ίδρυμα -αποκαλούσε το Ίδρυμα Μποδοσάκη «το τελευταίο και πιο αγαπημένο μου παιδί»- που μέχρι σήμερα στηρίζει την προαγωγή της παιδείας, την αναβάθμιση της υγείας, την προστασία του περιβάλλοντος και την ενδυνάμωση της Κοινωνίας των Πολιτών. Από τα πατημένα παπούτσια του φτωχού μαθητή μέχρι το γραφείο στο Μέγαρο Καραπάνου, ο «Μπέης», όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του, χάραξε μια πορεία που κρύβει πολύτιμα διδάγματα για κάθε σύγχρονο επιχειρηματία.

Ο Πρόδρομος «Μποδοσάκης» Αθανασιάδης στο Μόναχο, 1920.

Η ανθεκτικότητα ως θεμέλιος λίθος
Δεν υπάρχει τίποτα πιο “ανδρικό”, από το να πέφτει κάποιος και να στέκεται πάλι στα πόδια του. Λίγοι επιχειρηματίες έχουν αντιμετωπίσει τόσες αποτυχίες όσες ο Μποδοσάκης και λίγοι έχουν σηκωθεί όρθιοι τόσες φορές. Στα 30 του χρόνια, είχε ήδη γίνει σημαντικός επιχειρηματικός παράγοντας ολόκληρης της Τουρκίας, είχε αγοράσει το πολυτελέστατο ξενοδοχείο «Πέρα Παλάς» στην Κωνσταντινούπολη και το Σπόρτινγκ Κλαμπ (Sporting Club) της Σμύρνης, που ήταν το αριστοκρατικότερο και πιο κοσμοπολίτικο κλαμπ της πόλης. Ο Μποδοσάκης το αγόρασε με τον γνώριμο “κεραυνοβόλο τρόπο” που συνήθιζε, γύρω στο 1920, για να το μετατρέψει σε λέσχη των αξιωματικών του Ελληνικού Στρατού και Ναυτικού. Η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 τα κατέστρεψε όλα. Όταν εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1923, έχοντας υποσχεθεί στον Βενιζέλο ότι θα συμβάλει στην ανασυγκρότηση της χώρας, η γραφειοκρατία και η διαφθορά του κατέστρεψαν πάλι την περιουσία μέσα σε τρία χρόνια. Ωστόσο, όπως γράφει η βιογραφία του, δεν πτοήθηκε ποτέ. Ξεκίνησε για τρίτη φορά από το μηδέν, με υπομονή, πείσμα και σκληρή δουλειά, μέχρι που δημιούργησε η βιομηχανική του αυτοκρατορία. Το πρώτο διδάγμα είναι σαφές: η αποτυχία δεν είναι το τέλος, αλλά μια νέα αφετηρία.

Το επιχειρηματικό ένστικτο δεν έχει ηλικία
Η επιχειρηματική φλέβα του Μποδοσάκη φάνηκε από τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Ακόμα και στα σχολικά του χρόνια στη Μερσίνα, άρχισε να προμηθεύει τους Έλληνες με εικόνες ηρώων της Επανάστασης του 1821 και πατριωτικά φυλλάδια που απέκτησε κρυφά από την Αθήνα, πουλώντας τα με κέρδος. Σε ηλικία 15 ετών ανέλαβε την οργάνωση και ανάπτυξη της μικρής επιχείρησης πώλησης σιτηρών που είχε ο πατέρας του. Χαρακτηριστικά του επιχειρηματικού δαιμονίου που τον διακατείχε είναι τα λόγια του: «Σκέφτηκα ότι δεν έπρεπε να περιοριστούμε στο εμπόριο δημητριακών κι έτσι υπέδειξα στον πατέρα και στους αδελφούς μου να νοικιάσουμε έναν υδρόμυλο». Στα 18 του, είχε ήδη αγοράσει από κοινού με την οικογένειά του έναν ατμοκίνητο αλευρόμυλο.

Όταν η αδικία γίνεται κίνητρο
Ένα περιστατικό στα σχολικά του χρόνια διαμόρφωσε τη ζωή του. Ο Μποδοσάκης ήταν ο καλύτερος μαθητής της τάξης του και περίμενε να λάβει το πρώτο βραβείο στην απονομή στο τέλος του έτους. Παρόλο που ήταν πρώτος μαθητής και φτωχός, έδινε ιδιαίτερα μαθήματα (φροντιστηριακή βοήθεια) σε ένα πλούσιο συμμαθητή του για να βγάλει κάποια χρήματα. Όταν ήρθε η στιγμή της απονομής του βραβείου για τον καλύτερο μαθητή, το σχολείο το απένειμε στο πλούσιο παιδί που ο ίδιος δίδασκε -προφανώς για πολιτικούς ή κοινωνικούς λόγους (οικογενειακή επιρροή, χρήματα, κοινωνική θέση). Αυτή η αδικία ήταν η καταλυτική στιγμή που τον έκανε να εγκαταλείψει το σχολείο και να αποδείξει την αξία του με έργα και όχι με τίτλους. Ενα κλασικό παράδειγμα της διαφθοράς και της κοινωνικής αδικίας που υπήρχε τότε και που τον σημάδεψε για μια ζωή. Ο φτωχός μαθητής με τα «πατημένα» παπούτσια σηκώθηκε από τη θέση του και εγκατέλειψε το σχολείο για πάντα. Αντί να κλαίει για την αδικία, την έκανε καύσιμο. Και απέδειξε την αξία του όχι με πτυχία, αλλά με έργα που θα άλλαζαν την πορεία μιας ολόκληρης χώρας.

Δεν υπάρχει επιχειρείν, χωρίς όραμα
Ο Μποδοσάκης είχε ένα μεγάλο όραμα: την εκβιομηχάνιση της Ελλάδας. Σε μια εποχή που η χώρα βασιζόταν κυρίως στη γεωργία και τη ναυτιλία, εκείνος πίστευε ότι το μέλλον ανήκε στη βιομηχανία. Επί πενήντα πέντε χρόνια, οι επιχειρήσεις του κάλυψαν το 35% του συνολικού βιομηχανικού δυναμικού της χώρας. Χημικές βιομηχανίες, υαλουργεία, ναυτιλιακές εργασίες, οινοπνευματώδη, ορυχεία και μεταλλεία, πυρομαχικά -το χαρτοφυλάκιό του ήταν μια εικόνα της ελληνικής βιομηχανίας. Δεν ήταν απλά ένας επιχειρηματίας που έψαχνε το γρήγορο κέρδος. Ήταν ένας οραματιστής που ήθελε να αλλάξει το DNA μιας ολόκληρης οικονομίας. Γιατί όταν το κίνητρο είναι η κοινωνική προσφορά, ακολουθεί και το κέρδος.

Ο Πρόδρομος Μποδοσάκης με τον Ιωάννη Μεταξά στην ΠΥΡΚΑΛ, το 1937.
Με τον στρατηγό Νικόλαο Πλαστήρα, το 1952.

Η στρατηγική αξία της διαφοροποίησης
Η “αυτοκρατορία Μποδοσάκη” δεν βασιζόταν σε έναν τομέα, αλλά σε δεκάδες. Από την ΠΥΡΚΑΛ που παρήγαγε πυρομαχικά μέχρι τη ΛΑΡΚΟ που εξόρυσσε νικέλιο, από τα Λιγνιτωρυχεία Πτολεμαΐδας μέχρι την Ανώνυμη Εταιρεία Οίνων και Οινοπνευμάτων, ο Μποδοσάκης είχε κατανοήσει τη σημασία της διαφοροποίησης πολύ πριν γίνει επιχειρηματική θεωρία. Όταν ένας κλάδος πέρναγε κρίση, κάποιος άλλος κρατούσε τον όμιλο όρθιο. Αυτή η στρατηγική του επέτρεψε να επιβιώσει από πολέμους, οικονομικές κρίσεις και πολιτικές αναταράξεις.

Ο Μποδοσάκης με τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Γερμανό βιομήχανο Krupp στην Αθήνα το 1957.
Ο Μποδοσάκης με τον Βασιλέα Παύλο, τον Παναγή Παπαληγούρα και τον Σπύρο Θεοτόκη στη ΛΙΠΤΟΛ (Λιγνιτωρυχεία Πτολεμαΐδας), το 1957.

Ο πατριωτισμός ως επιχειρηματική επιλογή
Όταν βρέθηκε στην Αμερική, είχε ήδη δημιουργήσει τις βάσεις για σημαντική επιχειρηματική δραστηριότητα. Η συνάντησή του με τον Βενιζέλο στη Λωζάνη το 1923 άλλαξε τα σχέδιά του. «Εγώ ήμουν στην Αμερική και είχα δημιουργήσει τις βάσεις για να αναπτύξω αξιόλογη επιχειρηματική δραστηριότητα», είπε αργότερα. «Αλλά προτίμησα να επιστρέψω στην Ελλάδα διότι ό,τι και να έκανα εκεί, δεν θα έπαυα να ήμουν ο ξένος, ο παρείσακτος. Εδώ είναι η θέση μας και για την ανόρθωση της πατρίδας μας πρέπει να αγωνισθούμε». Επέλεξε το δυσκολότερο δρόμο -όχι παρά το εθνικό του αίσθημα αλλά εξαιτίας του.

Η συμβολή στον πόλεμο του ’40
Το 1940, όταν η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο με την Ιταλία, η ΠΥΡΚΑΛ του Μποδοσάκη έσωσε την κατάσταση. Τα υπάρχοντα κρατικά αποθέματα πυρομαχικών επαρκούσαν μόνο για έναν μήνα μάχης και η προμήθεια από το εξωτερικό θα χρειαζόταν τουλάχιστον έξι μήνες. Ο Μποδοσάκης είχε προβλέψει τον πόλεμο και είχε δημιουργήσει τεράστια αποθέματα με δικά του κεφάλαια. Σύμφωνα με τον βιογράφο του Κώστα Χατζιώτη, οι τεράστιες δαπάνες για τον εφοδιασμό του ελληνικού στρατού χρηματοδοτήθηκαν από τον ίδιο τον Μποδοσάκη, ο οποίος μετά τον πόλεμο βρήκε τη βιομηχανία του κατεστραμμένη αλλά δεν ζήτησε ποτέ τίποτα από το ελληνικό δημόσιο για τη συμβολή του στο έπος του 1940. Το χρέος του κράτους προς την ΠΥΡΚΑΛ έφτασε το αστρονομικό ποσό του 1,7 δισεκατομμυρίου δραχμών -ένα ποσό που ουδέποτε εισπράχθηκε.

Κατά την διάρκεια επίσκεψης του Γερμανού πολιτικού F. J. Strauss στην ΠΥΡΚΑΛ, τo 1960

Ο πραγματισμός στην πολιτική
«Εγώ δεν είμαι με κόμματα, πάντα είμαι πάντα με το γκουβέρνο». Αυτή η διάσημη φράση που είπε στον Αριστοτέλη Ωνάση όταν τον ρώτησε γιατί συνεργαζόταν με τους Συνταγματάρχες, αποκαλύπτει τον επιχειρηματικό πραγματισμό του Μποδοσάκη. Είχε επιβιώσει από τη δικτατορία του Μεταξά, την κατοχή, τον εμφύλιο και τη δικτατορία των Συνταγματαρχών. Μία άλλη φράση του τα λέει όλα: «Αν εγώ και ο εργάτης μου ψηφίζουμε το ίδιο κόμμα, τότε ο ένας από τους δυο μας είναι ηλίθιος κι εγώ έχω αποδείξει πως δεν είμαι». Αμφιλεγόμενη στάση, ίσως, αλλά αποτελεσματική για την επιβίωση και την ανάπτυξη των επιχειρήσεων του.

Η δημιουργία θέσεων εργασίας ως κοινωνική αποστολή
Σε μια περίοδο που η Ελλάδα βρισκόταν σε οικονομικό μαρασμό και έντονη υποαπασχόληση, ο Μποδοσάκης δημιούργησε πάνω από 15.000 νέες θέσεις εργασίας. Δεν ήταν απλά αριθμοί , αλλά οικογένειες που έβγαζαν το ψωμί τους, παιδιά που πήγαιναν σχολείο, ένα κοινωνικό ιστός που συγκρατούσε τη χώρα. Το έργο του δεν ήταν μόνο βιομηχανικό αλλά και βαθιά κοινωνικό. Μέχρι και το 1940, απασχολούσε 12.000 εργάτες μόνο στην ΠΥΡΚΑΛ. Κατανοούσε ότι η επιχειρηματικότητα δεν είναι μόνο για το κέρδος, αλλά και για τη συμβολή στην κοινωνία.

Mε τη σύζυγό του Ιωάννα Γκεμπάουερ έζησαν μαζί 64 ολόκληρα χρόνια.

Η φιλανθρωπία ως κληρονομιά
Χωρίς παιδιά και χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις, ο Μποδοσάκης αφιέρωσε την περιουσία του στην Ελλάδα. Το 1919 έκανε δωρεά στο Ηράκλειο της Κρήτης για την ανέγερση σχολείου. Ακολούθησαν δωρεές στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, σε εκκλησίες, φιλανθρωπικά ιδρύματα, πνευματικούς και καλλιτεχνικούς οργανισμούς, εκπαιδευτήρια. Το 1971 προσέφερε τα χρήματα για την αγορά οικοπέδου 185 στρεμμάτων και την ανέγερση του Μποδοσακείου Δημοτικού Σχολείου του Κολλεγίου Αθηνών. Οι Times του Λονδίνου υπολόγιζαν το 1935 τις χορηγίες του σε 200.000 λίρες Αγγλίας, ένα τεράστιο ποσό, ειδικά για την εποχή. Το Ίδρυμα Μποδοσάκη που ίδρυσε συνεχίζει μέχρι σήμερα να προσφέρει υποτροφίες και να στηρίζει την ανάδειξη των Ελλήνων επιστημόνων. Το μήνυμα είναι διαχρονικό: η μεγαλύτερη κληρονομιά δεν είναι τα χρήματα, αλλά η επένδυση στην επόμενη γενιά.

Ο Πρόδρομος Μποδοσάκης Αθανασιάδης δεν ήταν, όπως όλοι μας, τέλειος. Κατηγορήθηκε για τη συνεργασία του με διάφορα καθεστώτα, για το ότι τα εργοστάσιά του πέρασαν άθικτα στα χέρια των Γερμανών το 1941. Αλλά η κληρονομιά του είναι αδιαμφισβήτητη: ήταν ο άνθρωπος που δημιούργησε από το μηδέν μια βιομηχανική αυτοκρατορία, που στήριξε τη χώρα στον πιο κρίσιμο πόλεμο της, που δημιούργησε χιλιάδες θέσεις εργασίας και που άφησε πίσω του ένα ίδρυμα που συνεχίζει να επενδύει στην ελληνική επιστήμη.

Φωτογραφίες: Αρχείο Ιδρύματος Μποδοσάκη
www.bodossaki.gr

Exit mobile version