Στην καρδιά της συζήτησης γύρω από τα πρόσφατα βίαια επεισόδια στη Νομική Σχολή Αθηνών αναδεικνύεται με εμφατικό τρόπο η αδυναμία της κυβέρνησης Μητσοτάκη να μετατρέψει τις εξαγγελίες της σε αποτελεσματικές πολιτικές πρακτικές. Παρά το γεγονός ότι η πλειονότητα της κοινής γνώμης τάσσεται υπέρ της ενίσχυσης των μέτρων ασφαλείας στα ΑΕΙ και σε όλες τις δημοσκοπήσεις χαρακτηρίστηκε θετική πρωτοβουλία η συγκρότηση Πανεπιστημιακής Αστυνομίας, η κυβέρνηση εμφανίζεται φοβική στο… πολιτικό κόστος και οπισθοδρομεί αδικαιολόγητα απέναντι στην ανύπαρκτη αντιπολίτευση. Αυτή η αντίφαση -υψηλή αποδοχή μέτρων ασφάλειας από την κοινωνία, αλλά φόβος εφαρμογής από την πολιτική ηγεσία-προσφέρει μια διαυγή εικόνα ασυνέπειας και έλλειψης επιμονής, που έγινε ακόμη πιο τραγικά εμφανής στα γεγονότα της 30ής Απριλίου.
Με τον νόμο 4777/2021 θεσμοθετήθηκε η σύσταση ομάδας 1.000 ειδικών φρουρών (ΟΠΠΙ) για την προστασία των ΑΕΙ. Παρά τις μεγαλοστομίες και τις πομπώδεις εξαγγελίες, μέχρι σήμερα δεν έχουν τοποθετηθεί οι προβλεπόμενες δυνάμεις στα πανεπιστήμια, με αποτέλεσμα τα κενά ασφαλείας να εμφανίζονται απροκάλυπτα σε κάθε κρίση στα γνωστά 4-5 ΑΕΙ. Το ίδιο νομοσχέδιο προέβλεπε την εγκατάσταση συστημάτων ελεγχόμενης πρόσβασης -τουρνικέ και ηλεκτρονικές κάρτες-, όπως συνηθίζεται σε σύγχρονα πανεπιστήμια παγκοσμίως. Μια επιχορήγηση €750.000 από ιδιώτη δωρητή είχε ανακοινωθεί, αλλά μέχρι σήμερα κανένα τουρνικέ δεν έχει τοποθετηθεί, ούτε έχουν δοθεί στοιχεία για τη διαχείριση των κονδυλίων. Ο νόμος όριζε επίσης την εγκατάσταση Κέντρων Ελέγχου και Λήψης Εικόνων σε όλα τα ΑΕΙ, με καταγραφή εικόνας και ήχου. Ωστόσο, αποκαλύφθηκε ότι μόνο το 50% των ιδρυμάτων έχει υποβάλει σχέδια ασφαλείας – κι αυτά παραμένουν «στα χαρτιά» λόγω έλλειψης χρηματοδότησης και πολιτικής βούλησης.
Από την αρχική νομοθέτηση μέσω των προκηρύξεων έως την παράδοση εξοπλισμού, σε όλα τα στάδια προκύπτουν καθυστερήσεις, αναβολές και έλλειψη συντονισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μεταφορά των ανδρών και των γυναικών της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας σε άλλες υπηρεσίες, αντί της φύλαξης των ΑΕΙ. Οι προσπάθειες εφαρμογής των μέτρων συνοδεύτηκαν από συντονισμένη πίεση ακαδημαϊκών και φοιτητικών παρατάξεων, που κατήγγειλαν «αυταρχισμό» και «κατάλυση του ασύλου». Η κυβέρνηση, φοβούμενη το πολιτικό κόστος και το bullying στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, υιοθέτησε ημίμετρα, εγκαταλείποντας την ουσία προς όφελος των εντυπώσεων.
Παρά τη θετική στάση των πολιτών απέναντι στα μέτρα ασφαλείας, η αδυναμία του κράτους να τα υλοποιήσει πλήττει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς και ενισχύει το αίσθημα ανομίας. Κάθε νέο περιστατικό βίας, όπως η αιματηρή εισβολή κουκουλοφόρων στη Νομική, αναδεικνύει την ίδια, παλιά πληγή: την ανικανότητα μετατροπής του νομοθετικού πλαισίου σε πραγματικότητα. Είναι ανάγκη η κυβέρνηση να πάρει άμεσα πρωτοβουλίες για δημοσιοποίηση πλήρους καταγραφής όσων προσλήψεων και εξοπλισμού έχει γίνει, με αναλυτικά στοιχεία για κάθε πανεπιστήμιο. Να γίνει, επιτέλους, σαφής κατανομή αρμοδιοτήτων με καλύτερο συντονισμό μεταξύ υπουργείων Παιδείας, Προστασίας του Πολίτη και πρυτανικών αρχών, με ξεκάθαρα επιχειρησιακά σχέδια. Να διατεθούν άμεσα επαρκή κρατικά κονδύλια ή να αξιοποιηθούν χορηγίες ιδιωτών ώστε να υλοποιηθούν εγκαίρως και πλήρως τα συστήματα εισόδου, τα τουρνικέ και οι κάμερες. Ταυτόχρονα, να θεσπιστούν αυστηρές πειθαρχικές κυρώσεις σε όσους επιτρέπουν ή συγκαλύπτουν τη βία στο εσωτερικό των ιδρυμάτων και να ενισχυθεί ο έλεγχος ώστε να αποτρέπονται παρεκκλίσεις και να διασφαλίζεται η εφαρμογή του νόμου.
Από την ανάληψη της διακυβέρνησης το 2019 μέχρι σήμερα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει επανειλημμένα εξαγγείλει μεταρρυθμίσεις που φάνταζαν δημοφιλείς και αναγκαίες, αλλά τελικά είτε συνετρίβησαν στο πολιτικό κόστος είτε νεκρώθηκαν από παλαιοκομματικά στερεότυπα. Αντί να «σπάσει αυγά» και να εκμεταλλευτεί το θετικό κοινωνικό κλίμα, που πάει στα δεξιά της, επιλέγει την… ασφαλή, αλλά αναποτελεσματική παλινδρόμηση. Το ερώτημα, πλέον, είναι σε ποια τετραετία και πώς θα θελήσει να αφήσει πίσω της την πολιτική δειλία και να αξιοποιήσει την κοινωνική νομιμοποίηση για μεταρρυθμίσεις που «αλλάζουν το παιχνίδι»;
Η ευθύνη δεν βαρύνει μόνο την κυβέρνηση αλλά και την ίδια την κοινωνία, που οφείλει να απαιτήσει την πλήρη υλοποίηση των υποσχέσεων και την υπεράσπιση της ακαδημαϊκής ελευθερίας με όρους ασφάλειας. Μόνο έτσι θα ξανακερδίσει η Ελλάδα έναν ανοιχτό, αλλά και ασφαλή δημόσιο χώρο διαλόγου στα πανεπιστήμια, 51 χρόνια μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας.