Στον Αλέξη Τσίπρα δόθηκε μια ευκαιρία μοναδική. Να κερδίσει εκλογές και να γίνει στα σαράντα του πρωθυπουργός. Του δόθηκε επίσης μια ακόμα πιο μοναδική ευκαιρία. Να εμπνεύσει ένα μεγάλο μέρος της χειμαζόμενης, επί πέντε χρόνια, ελληνικής κοινωνίας και να δημιουργήσει την αίσθηση (ή την ψευδαίσθηση) ότι υπάρχει ελπίδα.
Μέσα σε επτά μήνες, εξάντλησε όλα σχεδόν τα περιθώρια ανοχής. Έκανε τις επιλογές του σε πρόσωπα, πολλές εκ των οποίων αποδείχθηκαν λανθασμένες. Το παραδέχθηκε και ο ίδιος. Προσπάθησε να ισορροπήσει μεταξύ ρεαλισμού και ιδεοληψίας πολλών συντρόφων του, χωρίς επιτυχία. Οι σύντροφοι τον εγκατέλειψαν, το κόμμα του διασπάστηκε, η κοινωνία απογοητεύθηκε και βρέθηκε περισσότερο εγκλωβισμένη σε ένα μεγαλύτερο αδιέξοδο.
Διότι η κοινωνία, επέλεξε τον Τσίπρα τον Ιανουάριο, ακριβώς επειδή είχε απορρίψει το παλιό, το δοκιμασμένο, το φθαρμένο, το διεφθαρμένο. Και την επιλογή αυτή την πλήρωσε με ένα δημοψήφισμα μες το κατακαλόκαιρο, μισό βήμα πριν την έξοδο από την Ευρωζώνη, με κλειστές τράπεζες και περιορισμούς, με νέα λουκέτα σε επιχειρήσεις, νέους ανέργους των capital controls, με την οικονομία να καρκινοβατεί και επιχειρήσεις να μην μπορούν να εισάγουν ούτε καρφίτσες, με ένα νέο μνημόνιο και νέα μέτρα προ των θυρών και μια ακόμα –την τρίτη- εκλογική αναμέτρηση από τον Ιανουάριο.
Παρά τη δυσκολία να παρακολουθήσουμε τον συλλογισμό της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ –αυτόν τον συλλογισμό που δημιούργησε όλη την αναταραχή που περιγράφεται παραπάνω- ας σταθούμε στα τρέχοντα γεγονότα.
Σε λίγες μέρες έχουμε εκλογές και τα κόμματα, τραυματισμένα όπως και η κοινωνία, ζητούν την ψήφο των πολιτών.
Κανείς δεν έχει αυταπάτες για το τι θα ακολουθήσει από την επομένη των εκλογών. Κανείς δεν πηγαίνει με χαρά να ψηφίσει, επειδή προσδοκά βελτίωση της ζωής του. Οι περισσότεροι προσπαθούν να επιλέξουν το μικρότερο κακό.
Η απόφαση αυτή θα ήταν για όλους πολύ πιο εύκολη για όλους, αν τα κόμματα έστω και τώρα, έστω και υπό αυτές τις τραγικές συνθήκες, τολμούσαν να κάνουν την εσωτερική τους ανανέωση. Και πρώτος απ’ όλους ο Αλέξης Τσίπρας. Είχε την ευκαιρία μετά τη διάσπαση, να ανανεώσει το κόμμα του, να επιλέξει νέα πρόσωπα, να οριοθετήσει εξ αρχής το πολιτικό του μέλλον. Δεν την τόλμησε την ανανέωση. Δεν τόλμησε να κάνει το βήμα του κομματικού απογαλακτισμού και να αρχίσει να χτίζει το καινούργιο, την ώρα που φέρνει σε αντιδιαστολή, το παλιό των άλλων. Κι όσοι ακόμα θελήσουν να του δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία, θα εξακολουθούν να κουβαλούν τις αμφιβολίες τους.
Αλλά και οι άλλοι, όσοι επιστρέψουν στα παλιά τους λημέρια, όσοι επιλέξουν κάτι άλλο, κι αυτοί εξ ανάγκης θα το κάνουν και με την απογοήτευση ότι «όλοι είναι το ίδιο τελικά».
Υπάρχει φυσικά και μια μερίδα, εκείνη των αμετακίνητων, που μπορεί να αισθάνονται ότι «δικαιώνονται» τώρα μετά την αριστερή παρένθεση που έκλεισε σχεδόν μόνη της και που με βεβαιότητα θα ξαναψηφίσουν ότι ψήφιζαν πάντα. Στο τέλος όμως της ημέρας, ο λογαριασμός θα έρθει σε όλους. Και στους ψηφοφόρους του παλιού και στους ψηφοφόρους του «νέου». Και βέβαια θα είναι το ίδιο βαρύς κι ασήκωτος.
Το ζήτημα είναι πόσοι από τους ψηφοφόρους, είναι έτοιμοι ή ώριμοι, να αντιληφθούν πως ο λογαριασμός θα είναι πάντα βαρύς κι ασήκωτος, όσο ελπίζουμε σε κάποιον μεσσία που θα κάνει το θαύμα του και θα μας ανοίξει την πόρτα του παραδείσου, δίχως εμείς να δώσουμε τίποτα.
Η μεγαλύτερη απογοήτευση είναι πως κανείς από τους πολιτικούς αρχηγούς, δεν είπε λέξη (πιστευτή) για το τι σκοπεύει να κάνει με τον δημόσιο τομέα, τι σκοπεύει να κάνει με τη διαφθορά του κράτους, τι σκοπεύει να κάνει για τη δίκαιη φορολόγηση, τι σκοπεύει να κάνει (με συγκεκριμένα μέτρα και δράσεις) για την τόνωση της οικονομίας.
Γι’ αυτό και το debate χαρακτηρίστηκε «σούπα», γι’ αυτό και ασχολήθηκαν όλοι με το παρασκήνιο και τα παραλειπόμενα, ποιος σηκώθηκε, ποιος κάπνισε, τι καυγάς έγινε, τι ακούστηκε και τι δεν ακούστηκε. Δυσανασχέτησαν όλοι με τη γελοία διαδικασία (που οι ίδιοι είχαν αποφασίσει) και μας σερβίρισαν τη σούπα και μάλιστα παγωμένη. Ερασιτέχνες ακόμα και σαν σερβιτόροι. Κι εμείς περιμένουμε να μας σώσουν