search icon

Γνώμες

Ο συγγραφέας Βασίλης Βασιλικός δεν πέθανε

Ποτέ δεν μου αρνήθηκε συνέντευξη, σε όποιο ενημερωτικό μέσο κι αν δούλευα. Πριν από αυτό όμως, είχε προηγηθεί μια μικρή συζήτηση μαζί του, με μικρές σταγόνες εμπειρίας και ιστορίας...

Η είδηση ήρθε στις οθόνες μας το πρωί της Πέμπτης να ταράξει την όποια ησυχία κουβαλάει ο καθένας μας: «Σε ηλικία 89 ετών έφυγε από τη ζωή ο συγγραφέας Βασίλης Βασιλικός». Σηκώνεις το τηλέφωνο για να κάνεις ρεπορτάζ, να το επιβεβαιώσεις, με δάχτυλα που τρέμουν. Τελικά, ναι, είναι αλήθεια, αυτός ο σπουδαίος άνθρωπος, ένας από τους δέκα πιο μεταφρασμένους Έλληνες συγγραφείς, δεν μένει πια εδώ. Ομως εδώ, για πάντα, θα μείνουν οι μνήμες που τον συνοδεύουν.

Σε τέτοιες περιπτώσεις, όταν μια τέτοια σπουδαία απώλεια σε ταράζει, πέραν του έργου που αφήνει πίσω του ο εκλιπών, πάντα φέρνεις στο μυαλό σου την όποια επαφή είχες μαζί του. Προσωπικά, είχα συνομιλήσει πολλές φορές μαζί του σε διάφορες εκπομπές στο ραδιόφωνο. Όπου ποτέ δεν μου αρνήθηκε συνέντευξη, σε όποιο ενημερωτικό μέσο κι αν δούλευα. Για να τον καλημερίσω ή να τον καλησπερίσω, όμως, στην εκπομπή μου, είχε προηγηθεί μια μικρή συζήτηση μαζί του, τη στιγμή που κλείναμε τη ραδιοφωνική συμμετοχή του. Εκεί, στις τηλεφωνικές επικοινωνίες του δεκαλέπτου, προσπαθούσα να πάρω ό,τι μου έδινε αυτό το υπέρλαμπρο μυαλό, μέσα από τις διηγήσεις του, εκείνες τις μικρές σταγόνες εμπειρίας και ιστορίας.

Ο Βασιλικός μού είχε περιγράψει το πώς είναι να δουλεύεις στο εξωτερικό, αφού από το 1967 μέχρι το 1994 έζησε και εργάστηκε σε Ιταλία, Γαλλία, Νέα Υόρκη. Μου είχε πει πώς είναι να είσαι για 7 χρόνια εξόριστος από την πατρίδα σου, λόγω χούντας. Πώς είναι να είσαι αναπληρωτής γενικός διευθυντής της Ε.Ρ.Τ. – επί κυβερνήσεως Ανδρέα Παπανδρέου. Γενικά, το κομμάτι «δουλειά», όπου κι αν εργάστηκε, με όποιες συνθήκες, μου το μετέφερε ως την ύψιστη δημιουργία που μπορεί να προσφέρει καθημερινά ένας άνθρωπος. Εκείνος, που είχε εργαστεί ως βοηθός σκηνοθέτη σε ξένες παραγωγές, ως σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ, ως σεναριογράφος, ως επιμελητής σεναρίων, εισηγητής σεναρίων, ως δημοσιογράφος. Ο ίδιος μου έλεγε ότι είχε δουλέψει και «σαν συγγραφέας». «Μα», ψέλλιζα εγώ, «γιατί ”σαν”; γιατί η παρομοίωση; Αφού είσαστε συγγραφέας και μάλιστα κορυφαίος». «Αυτό θα το πει το διάβα των χρόνων, η ίδια η Ιστορία», μου απαντούσε, με ένα μικρό γέλιο στην πρότασή του και είμαι βέβαιος ότι το πίστευε, δεν μου το έλεγε με κανέναν κομπασμό. Ετσι κι αλλιώς, αν και τόσο σπουδαίος, ποτέ δεν κομπορρημονούσε για τα όσα έκανε στη ζωή του. Με χαρά, όμως, με καμάρι, μου έλεγε ιστορίες από τότε που διετέλεσε πρέσβης της Ελλάδας στην UNESCO. Αντίστοιχα, για το κομμάτι της πολιτικής, στο οποίο αναμίχθηκε, μου είχε πει ότι σκοπός του είναι να προσφέρει στην Ελλάδα και στους Έλληνες – ένας πούρος Αριστερός, με τα ιδανικά και τις ιδέες του.

Αν και ο ίδιος το απέφευγε, συνεχώς τον ρωτούσα -κεκαλυμμένα πίστευα, αλλά σιγά να μην τον ξεγελούσα- για το «Ζ». Κάθε φορά μου μετέφερε και μια διαφορετική πληροφορία που δεν γνώριζα, αλλά πάντα τελείωνε τη μίνι διήγησή του με την ίδια πρόταση. «Εγώ όχι μόνο δεν θυμάμαι γενικά, αλλά και δεν θέλω να θυμάμαι». Μάλιστα, συμπλήρωνε ότι θα μπορούσε τότε να συμβεί κάτι και να πεθάνει. Όπου όπως ο ίδιος έλεγε, θα έβγαιναν οι συνάδελφοί μου στα «μετερίζια» τους και θα έγραφαν ότι «επρόκειτο για ένα μεγάλο ταλέντο, το οποίο δεν κατάφερε να ολοκληρώσει το έργο του» – όπου και πάλι χαμογελούσε, με μια υφέρπουσα ειρωνεία. Μάλιστα, συνέχιζε να επιχειρηματολογεί τονίζοντας πως, «αν μη τι άλλο, ένας πρόωρος θάνατος συμπυκνώνει για έναν θανόντα καλλιτέχνη το ιδανικότερο εισιτήριο για τη φήμη μετά θάνατον». Όπου και πάλι χαμογελούσε.

Ο ίδιος, όταν αναφερόταν στον θάνατο, πάντα θα θυμόταν τους διαλόγους με τον πατέρα του, όπου εκείνος του έλεγε «θα πεθάνεις στην ψάθα με τη λογοτεχνία». Ο ίδιος, βέβαια, ούτε έζησε ούτε πέθανε στην ψάθα, ήταν πλούσιος -κυρίως ψυχικά- αφού ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία. Βασικά, ο Βασιλικός δεν πέθανε, η υστεροφημία του θα τον κρατά ζωντανό ανάμεσά μας, πολύ συχνά θα έρχεται στις σκέψεις μας για αυτά που μας είπε, για όλα όσα άφησε γραμμένα ως παρακαταθήκη – τόσο απλά και τόσο σοφά, συνάμα. Τότε που η μνήμη μας, όπως έγραψε ο ίδιος, θα επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα και το θυμικό μας θα φωτίζεται από τις αναμνήσεις. «Και αυτό», όπως μου είχε πει, «είναι πιο πάνω από τις όποιες πωλήσεις κάποιου μπεστ σέλερ»…

Exit mobile version