Είναι τουλάχιστον ανοησία να πιστεύουμε ότι για τις χαμηλές επιδόσεις των μαθητών στη διεθνή αξιολόγηση της PISA (που οργανώνει κάθε τρία χρόνια ο ΟΟΣΑ σε 81 χώρες) φταίνε μόνο τα προβλήματα που προέκυψαν στα σχολεία λόγω COVID.
Και θα είναι οδυνηρό να πιστέψουμε ότι πριν από την πανδημία «όλα πήγαιναν καλά» στις τρεις βαθμίδες της Εκπαίδευσης και τώρα τα προβλήματα θα αποκατασταθούν. Η αλήθεια είναι ότι το χάλι της Παιδείας είναι το πιο σοβαρό, διαχρονικό και σύνθετο πρόβλημα της χώρας, μαζί με την υπογεννητικότητα και τη μείωση του πληθυσμού. Ούτε για το ένα, ούτε για το άλλο έχει υπάρξει ένα «εθνικό σχέδιο» για την αντιμετώπισή τους και, δυστυχώς, πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο. Απλώς επειδή δεν «παράγουν» επιπτώσεις που να γίνονται άμεσα αντιληπτές από το κοινωνικό σύνολο επιμένουμε να τα αγνοούμε.
Στα τρία πεδία που μετράει ο γραπτός διαγωνισμός (Μαθηματικά, Κατανόηση Κειμένου και Φυσικές Επιστήμες) οι επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών βαίνουν συνεχώς μειούμενες κατά την τελευταία δεκαετία (2012-2022), από τότε δηλαδή που η χώρα μας συμμετέχει. Δεν ήταν δηλαδή καλύτερες τα προηγούμενα χρόνια και έπεσαν ξαφνικά λόγω COVID και «αποτυχημένης τηλεκπαίδευσης». Ενδεικτικό παράδειγμα η Κατανόηση Κειμένου, που κατά τεκμήριο προϋποθέτει λιγότερη μελέτη σε σχέση με τα Mαθηματικά και τις Φυσικές Επιστήμες. Οι Ελληνες μαθητές της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης το 2012 συγκέντρωσαν 477 μονάδες, το 2015 πήγαμε στις 467, το 2018 πέσαμε κι άλλο στις 457 και το 2022 καταλήξαμε στις 438 μονάδες. Οταν η φθίνουσα πορεία στις επιδόσεις επεκτείνεται σε βάθος δεκαετίας, παύει να είναι ένα συμπτωματικό γεγονός (και άρα εύκολα αναστρέψιμο) και εξελίσσεται σε ένα σοβαρό εθνικό πρόβλημα που υπονομεύει το μέλλον των νέων, της κοινωνίας, της εθνικής οικονομίας και της χώρας.
Τα αποτελέσματα της PISA αποτελούν μια νέα χειροπιαστή επιβεβαίωση της εκτίμησης κάθε ανήσυχου γονιού, κάθε σοβαρού εκπαιδευτικού, κάθε υπεύθυνου Τμήματος Ανθρώπινου Δυναμικού (HR) σε ιδιωτικές επιχειρήσεις και δημόσιο τομέα ότι το επίπεδο μόρφωσης αλλά και επαγγελματικής κατάρτισης είναι κατώτερο του αναμενομένου. Οι μαθητές του Δημοτικού δεν ξέρουν ανάγνωση και γραφή, φτάνουν στο Γυμνάσιο ή και στο Λύκειο χωρίς να γνωρίζουν βασικές πράξεις απλής αριθμητικής, έχουν περιορισμένο λεξιλόγιο, δεν μπορούν να εκφραστούν προφορικώς ή γραπτώς, δεν γνωρίζουν το νόημα των λέξεων που χρησιμοποιούν (για σύνταξη και ορθογραφία ας μην το συζητάμε), δεν έχουν στοιχειώδεις εγκυκλοπαιδικές γνώσεις ή Ιστορίας ή Γεωγραφίας και δεν έχουν διαβάσει ούτε ένα λογοτεχνικό βιβλίο. Και βέβαια τα πανεπιστήμια, φορείς τριτοβάθμιας ανώτατης μόρφωσης και επαγγελματικής εκπαίδευσης, εξακολουθούν να «παράγουν» χιλιάδες ελλιπώς καταρτισμένους νέους που ψάχνουν για εργασία χωρίς τυπικά και ουσιαστικά προσόντα συμβατά με τις ανάγκες της εποχής μας.
Το πρόβλημα έχει τις ρίζες του στην Πολιτεία, στο σύστημα της Εκπαίδευσης, στην κοινωνία, στους δασκάλους, στους καθηγητές, στους πανεπιστημιακούς. Η κατάργηση της βαθμολογίας στους μαθητές επεκτάθηκε σε όλο το σύστημα και εξελίχθηκε σε παγίδα ακυρώνοντας κάθε έννοια αξιολόγησης. Μεγαλύτερη απόδειξη ότι οι συνδικαλιστές της Εκπαίδευσης έκαναν ό,τι μπορούσαν να μη συμμετάσχουν οι μαθητές στον διαγωνισμό της PISA. Δουλειά στο σχολείο δεν γίνεται, στο σπίτι ατόνησε λόγω της απασχόλησης των γονέων και το φροντιστήριο δεν μπορεί να έχει βασικό ρόλο. Απαίδευτοι δάσκαλοι «διδάσκουν» παιδιά που παραμένουν αμόρφωτα μετά από 12 χρόνια στα θρανία και τέσσερα στα αμφιθέατρα. Η τεχνολογία έδωσε τη χαριστική βολή. Η έρευνα δείχνει ότι οι χώρες με υψηλή χρήση κινητών για ψυχαγωγία έχουν τις χειρότερες επιδόσεις στα μαθήματα και η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια ανάμεσά τους. Το ζήτημα των χαμηλών μαθητικών επιδόσεων στη χώρα μας πρέπει να προβληματίσει πολύ σοβαρά την κυβέρνηση. Μπορεί οι ευθύνες να μη βαραίνουν μόνο τη σημερινή κυβέρνηση, αλλά έχει μια καλή ευκαιρία να αλλάξει πραγματικά το εκπαιδευτικό σύστημα εκ βάθρων, χωρίς να υπολογίσει το πολιτικό κόστος.