Η Εργατική Πρωτομαγιά του 1886 στο Σικάγο αποτέλεσε ορόσημο στην πάλη για το οκτάωρο και τα θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα. Οι εργάτες τότε διεκδίκησαν μια αξιοπρεπή εργάσιμη ημέρα, αντιμετωπίζοντας καταστολή και θυσίες, με τα γεγονότα του Σικάγο να εμπνέουν το διεθνές εργατικό κίνημα. Στη σημερινή Ελλάδα του 2025, τα διδάγματα εκείνης της εξέγερσης παραμένουν επίκαιρα. Παρά τις τεχνολογικές και κοινωνικές αλλαγές, ο πυρήνας του μηνύματος – αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας, σεβαστά ωράρια και συλλογική διεκδίκηση δικαιωμάτων – εξακολουθεί να αποτελεί ζητούμενο.
Η πανδημία έφερε έκρηξη της τηλεργασίας, μετατρέποντας το σπίτι σε χώρο δουλειάς. Αυτό όμως θόλωσε τα όρια μεταξύ προσωπικού χρόνου και εργασίας. Στην Ελλάδα, περισσότεροι από τους μισούς εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα που δούλευαν εξ αποστάσεως (52,3%) ανέφεραν ότι εργάζονταν περισσότερες ώρες απ’ όσο προβλέπει το συμβόλαιό τους, χωρίς πληρωμή υπερωριών. Το φαινόμενο αυτό αναδεικνύει μια σύγχρονη πρόκληση: πώς θα προστατευθεί το δικαίωμα του εργαζομένου να “αποσυνδέεται” και να τηρείται το νόμιμο ωράριο στην ψηφιακή εποχή. Η πρόσφατη μεταρρύθμιση της εργατικής νομοθεσίας εισήγαγε το “δικαίωμα αποσύνδεσης” εκτός ωραρίου και την ψηφιακή κάρτα εργασίας, σε μια προσπάθεια να περιοριστεί η απλήρωτη υπερωριακή εργασία. Ωστόσο, η ουσία της διεκδίκησης του 1886 – το οκτάωρο – επιστρέφει ως αίτημα: να μην καταστρατηγείται το όριο των ωρών εργασίας, έστω και με νέους τρόπους.
Η σύγχρονη εργασιακή πραγματικότητα στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται επίσης από επισφαλείς μορφές απασχόλησης και υψηλή ανεργία, ιδίως στους νέους. Η χώρα βίωσε τη δεκαετή οικονομική κρίση με πρωτόγνωρα επίπεδα ανεργίας – και χιλιάδες εργαζόμενοι «υποχρεώθηκαν» να δεχτούν θέσεις που δεν θα επέλεγαν υπό άλλες συνθήκες. Ακόμη και σήμερα, παρά την υποχώρηση της γενικής ανεργίας στο 9,6% – το χαμηλότερο από το 2009 – η κατάσταση δεν είναι ρόδινη. Ειδικά οι νέοι εργαζόμενοι πληρώνουν το μεγαλύτερο τίμημα: η ανεργία των νέων εξακολουθεί να κινείται σε ποσοστά άνω του 26%, ενώ η συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας παραμένει χαμηλή. Αντίστοιχα, οι γυναίκες εργαζόμενες αντιμετωπίζουν δυσκολίες ένταξης: το ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό είναι μόλις 52,7%, πολύ χαμηλότερο από το 68,2% των ανδρών. Παράλληλα, η “ευελιξία” στην αγορά εργασίας συχνά μεταφράζεται σε μερική απασχόληση ή συμβόλαια ορισμένου χρόνου. Όλα αυτά συνθέτουν μια εικόνα όπου η στατιστική βελτίωση δεν σημαίνει απαραίτητα και ποιοτική βελτίωση των όρων εργασίας.
Η Ιστορία διδάσκει ότι τα εργασιακά δικαιώματα δεν χαρίζονται, αλλά κερδίζονται με αγώνες. Στην Ελλάδα, η παράδοση των συνδικαλιστικών διεκδικήσεων παραμένει ζωντανή. Το 2021, εν μέσω έντονων αντιπαραθέσεων για τη μεταρρύθμιση στα εργασιακά, τα συνδικάτα και οι εργαζόμενοι βγήκαν στους δρόμους με κεντρικό σύνθημα «Κάτω τα χέρια από το 8ωρο». Η διαμαρτυρία αυτή θύμισε σε όλους ότι οι κατακτήσεις του παρελθόντος, όπως η οκτάωρη εργασία και το πενθήμερο, δεν θεωρούνται δεδομένες. Παράλληλα, νέες μορφές συλλογικής δράσης εμφανίζονται: από τους διανομείς της “gig economy” που οργανώνονται για βασικά δικαιώματα, μέχρι τις ετήσιες πορείες της Πρωτομαγιάς όπου τιμάται η μνήμη των μαρτύρων του Σικάγο και εκφράζεται η αγωνία για το μέλλον της εργασίας. Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας επανέρχονται στο προσκήνιο και οι εργαζόμενοι διεκδικούν καλύτερους μισθούς και συνθήκες, αξιοποιώντας το όπλο της ενότητας.
Κοιτάζοντας τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα, γίνεται σαφές ότι το μήνυμα της Εργατικής Πρωτομαγιάς παραμένει επίκαιρο και ζωτικής σημασίας. Σε μια εποχή ψηφιακού μετασχηματισμού και μεταβαλλόμενων εργασιακών σχέσεων, οι αξίες της αλληλεγγύης και της αξιοπρέπειας στην εργασία εξακολουθούν να αποτελούν οδηγό. Τα αιτήματα του 1886 – για ανθρώπινα ωράρια, δικαιοσύνη στους χώρους δουλειάς και το δικαίωμα στον συνδικαλισμό – αποτελούν και σήμερα θεμέλια για μια πιο δίκαιη κοινωνία. Η Πρωτομαγιά θυμίζει διαρκώς ότι οι εργαζόμενοι, ενωμένοι, μπορούν να πετύχουν μεταρρυθμίσεις. Από το Σικάγο ως την Αθήνα, ο αγώνας για καλύτερη εργασία είναι διαχρονικός: οι θυσίες των εργατών του χθες εμπνέουν τις διεκδικήσεις του σήμερα, διασφαλίζοντας ότι η φωνή της εργασίας θα συνεχίσει να ακούγεται δυνατά.