Η κυβέρνηση του Προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, εντείνει τις πιέσεις προς την Ινδία με αφορμή τις ενεργειακές της σχέσεις με τη Ρωσία. Σε συνέντευξή του στο CNBC, ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ υποστήριξε ότι «μερικές από τις πλουσιότερες οικογένειες της Ινδίας» έχουν ωφεληθεί σημαντικά από την επανεξαγωγή ρωσικού αργού. Όπως ανέφερε, η Ινδία αποκόμισε κέρδη ύψους 16 δισ. δολαρίων από υπερβάλλοντα έσοδα.
Πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022, λιγότερο από το 1% των ινδικών εισαγωγών πετρελαίου προερχόταν από τη Ρωσία· σήμερα, σύμφωνα με τον Μπέσεντ, το ποσοστό αυτό έχει εκτοξευθεί στο 42%. «Η Ινδία δεν καλύπτει εγχώριες ανάγκες, αλλά κερδοσκοπεί», είπε χαρακτηριστικά, ανακοινώνοντας παράλληλα την πρόθεση των ΗΠΑ να αυξήσουν τους δασμούς στην Ινδία ως τιμωρία για την αγορά «κυρώσιμου» ρωσικού πετρελαίου.
Στο στόχαστρο βρίσκεται έμμεσα και ο δισεκατομμυριούχος Μουκές Αμπάνι, επικεφαλής της Reliance Industries, που διαχειρίζεται το μεγαλύτερο διυλιστήριο στον κόσμο που βρίσκεται στη δυτική Ινδία και συγκαταλέγεται στους μεγάλους αγοραστές ρωσικού αργού με μακροπρόθεσμα συμβόλαια. Η εταιρεία δεν σχολίασε άμεσα τις δηλώσεις, μεταδίδει το Bloomberg.
Η επίθεση της Ουάσιγκτον εντάσσεται σε ένα ευρύτερο αφήγημα κατά των ινδικών ενεργειακών κολοσσών. Ο σύμβουλος εμπορίου του Λευκού Οίκου, Πίτερ Ναβάρο, σε άρθρο του στους Financial Times υποστήριξε ότι οι αγορές αυτές δεν εξυπηρετούν τις ανάγκες της χώρας, αλλά «την κερδοσκοπία του λόμπι των ινδικών πετρελαϊκών».
Ο Τραμπ έχει προειδοποιήσει ότι στις 27 Αυγούστου θα επιβάλει δασμούς έως και 50% στις ινδικές εξαγωγές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, αποδίδοντας το ήμισυ αυτής της επιβάρυνσης άμεσα στις αγορές ρωσικού πετρελαίου από το Νέο Δελχί. Η κυβέρνηση της Ινδίας απάντησε ότι οι κινήσεις αυτές είναι «παράλογες», τονίζοντας ότι η χώρα έχει δικαίωμα να προμηθεύεται ενέργεια από τον φθηνότερο διαθέσιμο προμηθευτή.
Παραδοσιακά, η Ινδία κάλυπτε τις ανάγκες της κυρίως από τη Μέση Ανατολή. Η εικόνα αυτή άλλαξε μετά το 2022, όταν οι χώρες της Ομάδας των Επτά (G7) επέβαλαν πλαφόν στα 60 δολάρια το βαρέλι στο ρωσικό πετρέλαιο, με στόχο να περιορίσουν τα έσοδα του Κρεμλίνου αλλά να διατηρήσουν την επάρκεια προσφοράς. Οι ΗΠΑ είχαν τότε αναγνωρίσει ότι η Ινδία μπορούσε να επωφεληθεί από την έκπτωση στις τιμές.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η Ουάσιγκτον δεν έχει επιβάλει αντίστοιχους «δευτερογενείς δασμούς» στην Κίνα, η οποία εισάγει ακόμη μεγαλύτερες ποσότητες ρωσικού πετρελαίου. Ο Μπέσεντ υπερασπίστηκε αυτή τη διάκριση λέγοντας πως η Κίνα έχει πιο «διαφοροποιημένες πηγές προμήθειας», αφού οι εισαγωγές της από τη Ρωσία αυξήθηκαν μόνο από το 13% στο 16% μετά το 2022.
Διαβάστε ακόμη
Έκρηξη σε ελληνόκτητο φορτηγό πλοίο στη Βαλτιμόρη – Χωρίς τραυματισμούς το πλήρωμα
Ελληνικές επιχειρήσεις: Στα €123,77 δισ. ο τζίρος το β’ τρίμηνο – Αύξηση 1,3% (γράφημα)
ΕΚΤ – Ισοζύγιο πληρωμών: Ισχυρό μηνιαίο πλεόνασμα, αλλά κάμψη σε ετήσια βάση
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα
