Υποσχέσεις που δεν κρατήθηκαν, πληγές που δεν υπολογίστηκαν, χρέη που δεν προϋπολογίστηκαν, μαύρες τρύπες που ανοίγουν. Πέντε χρόνια μετά το Brexit, οι Βρετανοί συνεχίζουν να αισθάνονται στο πετσί τους τις συνέπειες του «διαζυγίου» με την Ευρωπαϊκή Ενωση, όπως είχαν αποφασίσει εννέα χρόνια πριν.
«Το Brexit έπληξε σημαντικά την οικονομία μας», λέει ο Βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ, τονίζοντας ότι εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τις συνέπειες, οι οποίες θα επιδεινωθούν, με το κόστος αυτού του διαζυγίου να γιγαντώνεται την πενταετία που έρχεται. Η συγκεκριμένη εξέλιξη πόνεσε και τους δύο, με την Ε.Ε. να έχει χάσει κι αυτή το δικό της μερίδιο, όμως οι Βρετανοί είναι αυτοί που νιώθουν στην καθημερινότητά τους τη δυσκολία αυτού του αποχωρισμού.
Τα ξημερώματα της 1ης Φεβρουαρίου είναι η επέτειος της ημέρας που η Μεγάλη Βρετανία έκοψε, έπειτα από 47 χρόνια, τους δεσμούς με την Ενωση της υπόλοιπης Ευρώπης. Και όσο πλησιάζει η μέρα της επετείου τόσο πιο σκυθρωπά είναι τα πρόσωπα στη Γηραιά Αλβιώνα. Ιδιαίτερα καθώς οι μέχρι στιγμής έρευνες δείχνουν ότι κάθε Βρετανός έχασε τουλάχιστον 21.000 ευρώ από την ώρα του διαζυγίου και μετά, καθώς η οικονομία δεν λέει να γυρίσει στην ανάπτυξη. Το Brexit συρρίκνωσε την οικονομία κατά τουλάχιστον 140 εκατ. λίρες, μείωσε το εμπόριο (εισαγωγές και εξαγωγές) κατά 15%, αύξησε τους φόρους στο υψηλότερο επίπεδο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έριξε την παραγωγικότητα.
Ζοφερές προβλέψεις
«Δεν υπάρχει νόημα στο να κλαίει κανείς πάνω από το χυμένο γάλα», λέει μια αγγλική παροιμία. Στην περίπτωση της Μεγάλης Βρετανίας, ωστόσο, καθώς πρέπει να βρεθεί ποιος… έχυσε την καρδάρα με το γάλα, η ανάλυση των μυρίων κακών που έφερε στη χώρα το Brexit αποτελεί, για πολλούς, ένα σοβαρό πάθημα και μάθημα. Γιατί το μέλλον δεν προδιαγράφεται ιδιαίτερα λαμπρό, με το οικονομικό επιτελείο της βρετανικής κυβέρνησης να προβλέπει ότι το Brexit θα κοστίσει 3 εκατομμύρια θέσεις εργασίας ως το 2035. Και καθώς οι συνέπειες του Brexit σε μια σειρά από τομείς συνεχίζονται, από το brain drain και τη δυσκολία στο εμπόριο ως την «απομόνωση» του βρετανικού ιατρικού προσωπικού από τον ευρωπαϊκό επιστημονικό κόσμο που έχει ως αποτέλεσμα την κατάρρευση του NHS, η χώρα θα πρέπει να ετοιμάζεται για νέα σκληρά χτυπήματα, προειδοποιούν οι έρευνες.
Η μαύρη τρύπα
Καθώς η Βρετανίδα υπουργός Οικονομικών Ρέιτσελ Ριβς ετοιμάζεται να καταθέσει τον προϋπολογισμό της -με τους αυξημένους φόρους-, ο επίσημος ελεγκτικός φορέας της κυβέρνησης αναμένεται επίσης να επιβεβαιώσει ότι η αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ενωση ήταν ακόμη πιο καταστροφική απ’ ό,τι είχε αρχικά εκτιμηθεί. Πόσο πιο καταστροφική;
Τουλάχιστον διπλάσια είναι η ζημιά που έκανε το Brexit στη βρετανική οικονομία από την αρχική επίσημη πρόβλεψη, όπως εκτιμά νέα μελέτη ειδικών, στους οποίους περιλαμβάνεται και ένας επικεφαλής οικονομολόγος της Τράπεζας της Αγγλίας. Η μελέτη, η οποία έχει κατατεθεί στο βρετανικό υπουργείο Οικονομικών, συμπεραίνει ότι η ψήφος «leave» κόστισε στη χώρα μεταξύ 6% με 8% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε επίπεδο δεκαετίας, με την αρμόδια ανεξάρτητη υπηρεσία της βρετανικής κυβέρνησης OBR να υπολογίζει το χτύπημα στο πιο μετριοπαθές 4%.
Αυτό το συμπέρασμα της μελέτης μεταφράζεται σε περίπου 180 δισ. λίρες ή 204 δισ. ευρώ χαμένα. Κάθε μέρα το Ηνωμένο Βασίλειο χάνει 250 εκατ. λίρες σε φορολογικά έσοδα λόγω των οικονομικών επιπτώσεων του Brexit, προκαλώντας μια μαύρη τρύπα ύψους 90 δισ. λιρών ετησίως στα δημόσια οικονομικά της χώρας – ζημιά τεράστια αν σκεφτεί κανείς ότι είναι ίση με το ετήσιο μπάτζετ που διατίθεται για την Παιδεία στη χώρα. Αυτό προϋποθέτει ότι η οικονομική ζημιά του Brexit ανήλθε στην υψηλότερη εκτίμηση -του 8%- του ΑΕΠ. Ακόμη και με τη χαμηλότερη εκτίμηση, του 6%, η ετήσια απώλεια φορολογικών εσόδων θα ήταν περίπου 65 δισ. λίρες.
Η νέα ανάλυση της βιβλιοθήκης της Βουλής των Κοινοτήτων εκτιμά μεταξύ 2.700 και 3.700 λιρών τη μείωση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ ανά άτομο για τον μέσο Βρετανό.
Φωνές για επανένωση
«This is why we have bad things» (γι’ αυτό έχουμε κακά πράγματα) είναι μια συνηθισμένη ατάκα μεταξύ των νέων στο Ηνωμένο Βασίλειο και ο ηγέτης των Φιλελεύθερων Δημοκρατών σερ Εντ Ντέιβι το παραφράζει: «Γι’ αυτό έχουμε τους υψηλότερους φόρους που είχαμε ποτέ, γι’ αυτό έχουμε εξωφρενικά υψηλούς λογαριασμούς, γι’ αυτό έχουμε κρίση στο κόστος διαβίωσης», τονίζοντας ότι «η πιο ανέντιμη εκστρατεία στην Ιστορία μας υποσχέθηκε ότι θα μας εξοικονομήσει 350 εκατ. λίρες την εβδομάδα, αλλά το Brexit στην πραγματικότητα μας κόστισε 250 εκατ. λίρες την ημέρα το 2025. Το χειρότερο από όλα είναι ότι οι Εργατικοί γνωρίζουν το κόστος του Brexit, αλλά αρνούνται να κάνουν οτιδήποτε γι’ αυτό. Το μήνυμά μου πριν από τον προϋπολογισμό είναι σαφές: να διορθώσουμε τη διαταραγμένη σχέση μας με την Ευρώπη για να τερματίσουμε την κρίση του κόστους ζωής».
Οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες δήλωσαν ότι αυτό δείχνει ότι η κυβέρνηση πρέπει να είναι πολύ πιο τολμηρή στην αποκατάσταση των ζημιών που προκάλεσε το Brexit, μεταξύ άλλων, υποστηρίζοντας το νομοσχέδιο του κόμματος για την τελωνειακή ένωση, το οποίο θα ψηφιστεί στη Βουλή των Κοινοτήτων στις 9 Δεκεμβρίου.
Οι φτωχοί, φτωχότεροι
Εάν ο Τζορτζ Οσμπορν παρέλαβε ένα καράβι λαβωμένο από την κρίση του 2008, η Ριβς παρέλαβε ένα πλοίο με το πανί σκισμένο από τον ιστό, ανίκανο να χρησιμοποιήσει τους ανέμους του εμπορίου ή των επενδύσεων για να πλεύσει σε πιο ήρεμα νερά, λένε με νόημα οι αναλυτές και άλλοι επιστήμονες που απαρτίζουν το Best for Britain, ένα κίνημα που έχει σκοπό να θεραπεύσει την Αγγλία από το Brexit.
To Best for Britain υποστηρίζει ότι τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά είναι αυτά που επλήγησαν περισσότερο. Σε αυτό συμφωνεί και έρευνα του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του London School of Economics, η οποία συμπεραίνει ότι επηρεάστηκαν δυσμενώς περισσότερο οι μετανάστες, οι μικρές επιχειρήσεις, οι νέοι και κυρίως τα φτωχότερα νοικοκυριά. Το LSE επικαλείται τα στοιχεία του Ιδρύματος Joseph Rowntree για τη φτώχεια, σύμφωνα με τα οποία εκατομμύρια άνθρωποι υπέφεραν από τη φτώχεια ή ήταν στο όριό της πριν από τα απόνερα του Brexit. Οταν προσθέσουμε και τα αποτελέσματα της εξόδου από την Ε.Ε., δηλαδή τις αυξημένες τιμές τροφίμων, την πιο αδύναμη αύξηση των μισθών, την ανεργία και τις πιο αργά αναπτυσσόμενες τοπικές οικονομίες, διαπιστώνουμε πώς ασκείται η μεγαλύτερη πίεση στα φτωχότερα νοικοκυριά.
Ακρίβεια στα τρόφιμα
Εν αρχή ην το φαγητό. Καθώς τα φτωχότερα νοικοκυριά ξοδεύουν μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου εισοδήματός τους για το φαγητό, η άνοδος των τιμών των τροφίμων τους ασκεί μεγαλύτερη πίεση. To LSE έχει συμπεράνει ότι κάθε νοικοκυριό πληρώνει 250 λίρες (284 ευρώ) παραπάνω κατ’ έτος στα τρόφιμα που έχουν ακριβύνει. Σύμφωνα με τη μελέτη, από τον Ιανουάριο του 2022 η τιμή των τροφίμων που ήταν περισσότερο εκτεθειμένα στο Brexit (λόγω της εξάρτησής τους από τις εισαγωγές από την Ε.Ε. πριν από το δημοψήφισμα) αυξήθηκε κατά περίπου 3,5 ποσοστιαίες μονάδες περισσότερο από εκείνα που δεν ήταν.
Οτι το κόστος αυτό μεγαλώνει είναι εύκολα κατανοητό από την αντιπαραβολή των μελετών του Κέντρου Οικονομικής Απόδοσης (CEP) του London School of Economics. Η προηγούμενη πρόβλεψη του LSE συμπέραινε ότι η βρετανική αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ενωση πρόσθεσε κατά μέσο όρο 210 λίρες στα έξοδα διατροφής των νοικοκυριών κατά τη διάρκεια των δύο ετών έως το τέλος του 2021, κοστίζοντας στους καταναλωτές του Ηνωμένου Βασιλείου συνολικά 5,8 δισ. λίρες σύμφωνα με νέα έρευνά του.
Η αύξηση αυτή οφείλεται σε τρόφιμα που δεν συναντούν δασμολογικά εμπόδια, αφού αυτά που εμπίπτουν στην άλλη κατηγορία, όπως το κρέας και το τυρί που εισάγονται από την Ε.Ε., έχουν σημειώσει ανατιμήσεις της τάξης του 10% σε σχέση με παρόμοια προϊόντα που δεν επηρεάστηκαν από το Brexit από τον Ιανουάριο του 2021, όταν άρχισε να ισχύει η συμφωνία εμπορίου και συνεργασίας.
«Το ποσό δεν είναι μεγάλο», θα μπορούσε να πει κάποιος που δεν έχει επαφή με το πόσο δύσκολα τα φέρνει βόλτα ένα φτωχό νοικοκυριό. Για να το κατανοήσει θα πρέπει να εξηγήσουμε ότι δεν είναι μόνο η αύξηση του απαραίτητου ποσού για την κάλυψη των εξόδων διατροφής, αλλά και η ταυτόχρονη μείωση των διαθέσιμων εσόδων.
Καθώς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μειώθηκε κατά 3.700 λίρες ετησίως, τα πιο αδύναμα νοικοκυριά δεν φαινόταν να μπορούν να βρουν εύκολα διέξοδο για να καλύψουν τη μαύρη τρύπα στον προϋπολογισμό τους. Αυτό γιατί συνολικά ως το 2023 χάθηκαν 1,8 εκατομμύρια θέσεις εργασίας λόγω του Brexit, σύμφωνα με έρευνα του Cambridge Econometrics (Ιανουάριος 2024), με την Τράπεζα της Αγγλίας να εκτιμά την πτώση στην απασχόληση στο 3%-4% και να προβλέπει ότι ως το 2035 θα χαθούν 3 εκατομμύρια θέσεις εργασίας! Φέτος η ανεργία στο Ηνωμένο Βασίλειο έχει διαμορφωθεί στο 4,7% χτυπώντας υψηλό τετραετίας.
«Αιμορραγία» στο ΕΣΥ
Εάν υπάρχει ένας τομέας στον οποίο οι Βρετανοί δεν περίμεναν ότι θα επηρεαστούν σε τέτοιον βαθμό, αυτός ήταν του Εθνικού Συστήματος Υγείας (NHS), το οποίο ήταν ήδη λαβωμένο από τον COVID, αλλά η κοινή πεποίθηση ήταν ότι με την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Eνωση θα απελευθερώνονταν κονδύλια, τα οποία θα μπορούσαν να κατευθυνθούν προς τις υγειονομικές υπηρεσίες. Αυτό έγινε σε έναν βαθμό, όμως ταυτόχρονα συνέβη και κάτι άλλο που κανείς δεν είχε υπολογίσει. Ο λόγος για το brain drain. Το φαινόμενο της φυγής νέων και όχι μόνο επιστημόνων έχει εξελιχθεί σε ένα από τα μέγιστα προβλήματα της κυβέρνησης του Κιρ Στάρμερ. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, συνολικά 257.000 Βρετανοί υπήκοοι εκτιμάται ότι έφυγαν από τη χώρα πέρυσι, 180.000 περισσότεροι από την αρχική εκτίμηση των 77.000, κάτι που αποδεικνύει ότι η καθαρή μετανάστευση είχε φτάσει σε νέο ρεκόρ. Στα τρία χρόνια μεταξύ του τέλους του 2021 και του τέλους του 2024 πιστεύεται ότι 344.000 περισσότεροι Βρετανοί απ’ ό,τι έδειχνε η αρχική εκτίμηση έχουν μεταναστεύσει, μετά την ενημέρωση της μεθοδολογίας της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ONS).
Ωστόσο, αυτό δεν είναι το χειρότερο κομμάτι. Η Βρετανική Ιατρική Ενωση διατρανώνει ότι είναι «πολύ ανήσυχη» για την ικανότητα του Ηνωμένου Βασιλείου να κρατήσει τους γιατρούς στη χώρα καθώς, βάσει έκθεσης του Γενικού Ιατρικού Συμβουλίου, περισσότεροι από 4.000 γιατροί έφυγαν το περασμένο έτος από το Ηνωμένο Βασίλειο για να ασκήσουν το επάγγελμά τους στο εξωτερικό. Αναισθησιολόγοι, παιδίατροι, καρδιοχειρουργοί και ψυχίατροι είναι οι τέσσερις ειδικότητες εξαιτίας των οποίων το NHS… υποφέρει.
Ενας στους 9 γιατρούς εξετάζει το ενδεχόμενο να φύγει από το NHS, αναφέρουν έρευνες, αποδίδοντας αυτή την τάση φυγής στην έλλειψη επικοινωνίας με τους Ευρωπαίους επιστήμονες και τις ιατροφαρμακευτικές εταιρείες που προκαλούν τις εξελίξεις στην Ιατρική, στην έλλειψη επιμόρφωσης, στην τρομερή γραφειοκρατία του NHS, αλλά και την υπερφορολόγηση. Πολλοί γιατροί αφήνουν απογοητευμένοι το NHS καθώς πρέπει να συνεργαστούν με μετανάστες, κακά εκπαιδευμένους γιατρούς οι οποίοι έχουν επιστρατευτεί για να καλύψουν κενά χωρίς να έχουν διάθεση να ενσωματωθούν.
Αντίθετα, οι Βρετανοί γιατροί φεύγουν για τη Μέση Ανατολή, τις ΗΠΑ, την Ελβετία και άλλες χώρες, στις οποίες τα προσόντα τους πληρώνονται ανάλογα. Για τους, δε, νεότερους γιατρούς, η Αυστραλία καραδοκεί, παρέχοντας στο ιατρικό προσωπικό καλύτερους μισθούς, στέγη, αλλά και το δέλεαρ της… ηλιοφάνειας. Και γιατί να μείνουν δηλαδή, όταν τα πράγματα δείχνουν κατάρρευση; Για παράδειγμα, πέρυσι 1.938 εταιρείες αντιμετώπισαν έλλειψη ιατροφαρμακευτικού υλικού συνεπεία του Brexit, ενώ τραγικά αποτελέσματα έχει η έλλειψη νοσοκόμων. Σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου του Σάρεϊ, 1.485 ασθενείς που θα μπορούσαν να σωθούν, χάνονται κάθε χρόνο μετά το Brexit, λόγω της έλλειψης νοσοκόμων. Είναι δεκάδες χιλιάδες οι νοσοκόμες και νοσοκόμοι που λείπουν, καθώς στη μικρότερη, ελάχιστη ως μηδενική εισαγωγή από την Ε.Ε., ενώ προσθέστε και τη φυγή όσων εργάζονταν ήδη στο NHS.
Γιατί φεύγουν όλοι;
Δεν φεύγουν φυσικά μόνο οι γιατροί. Η έλλειψη εμπιστοσύνης στην ασταθή οικονομία και οι φορολογικές αλλαγές που μάλλον προς… φορολογική κόλαση μοιάζουν, ωθούν στην πόρτα της εξόδου τους έχοντες. Οπως είχε αποκαλύψει το «ΘΕΜΑ», το Ηνωμένο Βασίλειο έχει τη μεγαλύτερη «αιμορραγία» σε εκατομμυριούχους. Ανθρωποι με οικονομική επιφάνεια, οι οποίοι αποτελούν ζωντανά στηρίγματα της οικονομίας αλλά και τοπικών κοινωνιών με διαρκείς επενδύσεις και ώθηση στην απασχόληση, μεταναστεύουν προς άλλες χώρες, όπου θεωρούν ότι αντιμετωπίζονται πιο δίκαια, έχουν μεγαλύτερες ευκαιρίες διατήρησης και γιγάντωσης του πλούτου τους, αλλά και καλύτερη ποιότητα ζωής για τους ίδιους και τις οικογένειές τους.
Προτιμώντας ως επί το πλείστον αγορές που είναι πιο κοντά στα παγκόσμια οικονομικά κέντρα (τίτλος τον οποίο το Σίτι του Λονδίνου χάνει σταδιακά λόγω της απώλειας πρόσβασης των τραπεζικών ιδρυμάτων στην ευρωπαϊκή αγορά), τουλάχιστον 16.500 εκατομμυριούχοι αναμένεται να εγκαταλείψουν το Ηνωμένο Βασίλειο φέτος. Αυτό προβλέπει η έκθεση Henley Private Wealth Migration Report, σύμφωνα με την οποία το Ηνωμένο Βασίλειο θα χάσει διπλάσιους από την Κίνα και 10 φορές περισσότερους από τη Ρωσία.
Ωστόσο, δεν είναι μόνο οι εκατομμυριούχοι. Δημοσκόπηση που διεξήχθη για το British Council πέρυσι έδειξε ότι σχεδόν τα 3/4 (72%) των ατόμων ηλικίας 18 έως 30 ετών που ζουν στο Ηνωμένο Βασίλειο θα εξέταζαν το ενδεχόμενο να ζήσουν και να εργαστούν σε άλλη χώρα βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, μετακομίζοντας κυρίως για καλύτερες ευκαιρίες εργασίας και ποιότητα ζωής. Οι πιο δημοφιλείς προορισμοί ήταν η Αυστραλία, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και η Ιταλία.
Καταστροφή στο εμπόριο
Η οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου μοιάζει να έχει εγκλωβιστεί σε έναν φαύλο κύκλο καταστροφής: ελπίδα για αναστροφή του χαμηλού ΑΕΠ αποτελεί μόνο η ώθηση των εξαγωγών που υποστηρίζονται από εμπορικές συμφωνίες, όπως η τελευταία με τις ΗΠΑ. Οι εξαγωγές, όμως, δεν μπορούν να διορθώσουν το θεμελιώδες πρόβλημα που τις κρατά σε χαμηλά επίπεδα, την εξαιρετικά χαμηλή παραγωγικότητα της οικονομίας.
Αναλυτές επισημαίνουν ότι αυτή η χαμηλή παραγωγή οφείλεται στο Brexit, το οποίο μείωσε την παροχή εργατικού δυναμικού στο Ηνωμένο Βασίλειο και «τράβηξε το φρένο στις επενδύσεις λόγω αβεβαιότητας». Για του λόγου το αληθές, η μείωση των επενδύσεων κατά 12%-18% από τη μέρα του Brexit ακολουθείται από ένα τρομακτικό 32%, το οποίο αντικατοπτρίζει τη φετινή (2025) κατάρρευση των επενδύσεων.
Το εμπόριο με την Ε.Ε. αντιμετώπισε επίσης δυσκολίες, αλλά αυτό θα μπορούσε να αποδοθεί εν μέρει σε μια σειρά άλλων παραγόντων, όπως οι επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19 και η παγκόσμια επιβράδυνση του εμπορίου αγαθών. Οι εξαγωγές αγαθών προς την Ε.Ε εξακολουθούν να είναι κατά 16% χαμηλότερες σε πραγματικούς όρους σε σύγκριση με το τέλος του 2019 (πριν από την πανδημία).
Δεν συμφωνούν όλοι ότι το Brexit είναι «αθώο» για την εικόνα καταστροφής στο βρετανικό εμπόριο. Η ζημιά που προκάλεσε το Brexit στις εμπορικές σχέσεις με την Ε.Ε. κόστισε στο Ηνωμένο Βασίλειο 27 δισ. λίρες τα δύο πρώτα χρόνια, αλλά ο συνολικός αντίκτυπος ήταν πιο περιορισμένος απ’ ό,τι είχαν αρχικά εκτιμήσει οι αναλυτές, σύμφωνα με την πιο ολοκληρωμένη ανασκόπηση του ζητήματος από ερευνητές του London School of Economics. Οι ίδιοι διαπίστωσαν ότι τα εμπορικά εμπόδια ήταν «καταστροφικά» για τις μικρές επιχειρήσεις και ανάγκασαν χιλιάδες από αυτές να σταματήσουν τις εμπορικές συναλλαγές με χώρες της Ε.Ε. Οι ακαδημαϊκοί του Centre for Economic Performance εξέτασαν στοιχεία από περισσότερες από 100.000 επιχειρήσεις και διαπίστωσαν ότι μέχρι το τέλος του 2022, δύο χρόνια μετά την υπογραφή της Συμφωνίας Εμπορίου και Συνεργασίας (TCA) μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και των Βρυξελλών, οι συνολικές εξαγωγές βρετανικών προϊόντων είχαν μειωθεί κατά 6,4% και οι εισαγωγές κατά 3,1%.
Να δεις τι σου ‘χω για μετά!
Τα χειρότερα πέρασαν, λένε ορισμένοι οικονομικοί αναλυτές, τονίζοντας ότι η κατάσταση στο εμπόριο, στην παραγωγή και την οικονομία δείχνει να σταθεροποιείται από φέτος. Δεν συμφωνούν όμως όλοι με αυτό. Ο διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας Αντριου Μπέιλι, μιλώντας σε διεθνές φόρουμ κεντρικών τραπεζιτών και επενδυτών στην Ουάσινγκτον (Ομάδα των 30), ανέφερε ότι η έξοδος της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας «στο άμεσο μέλλον». Αυτό βέβαια υπό την προϋπόθεση ότι οι βρετανικές επιχειρήσεις θα μπορέσουν να προσαρμοστούν μόνο εν μέρει στις αλλαγές που προκύπτουν από το Brexit, κάτι για το οποίο ο Μπέιλι είναι αισιόδοξος (αν και οι ίδιες οι επιχειρήσεις όχι και τόσο).
«Αν με ρωτήσετε ποια είναι η επίδραση στην οικονομική ανάπτυξη, η απάντηση είναι ότι βραχυπρόθεσμα είναι αρνητική», είπε ο Μπέιλι.
Η έρευνα των οικονομολόγων και αναλυτών του Cambridge Econometrics, την οποία είχε ζητήσει ο δήμαρχος του Λονδίνου Σαντίκ Καν, έχει βρει πάντως ότι και βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα οι συνέπειες θα είναι αρνητικές. «Να δεις τι σου ‘χω για μετά», είναι η καλύτερη περιγραφή, καθώς σύμφωνα με την έρευνα το Brexit κόστισε στο Ηνωμένο Βασίλειο 140 δισ. λίρες ως το 2023, αλλά θα μπορούσε να κοστίσει 311 δισ. περισσότερα ως τα μέσα της επόμενης δεκαετίας. Ως το 2035, η ίδια έρευνα προβλέπει τρία εκατομμύρια περισσότερους ανέργους, 32% χαμηλότερες επενδύσεις, 5% χαμηλότερες εξαγωγές και 16% χαμηλότερες εισαγωγές απ’ ό,τι θα είχε το Ηνωμένο Βασίλειο αν δεν είχε φύγει ποτέ από την Ε.Ε.
Κεντρική φωτο κειμένου: Οι φωνές για «Rejoin» (επανένωση) ακούγονται όλο και συχνότερα στο Ηνωμένο Βασίλειο
Διαβάστε ακόμη
Αυξάνεται ο κίνδυνος πλημμυρών για τις παράκτιες πόλεις
Φον ντερ Λάιεν: «Αποφασιστική» η ερχόμενη εβδομάδα για την Ουκρανία
Η υψηλότερη φορολογία για τους πλούσιους είναι πλέον στη Βρετανία
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα
