search icon

business stories

Ο οίκος των Gucci: Οι ίντριγκες, ο ακραίος πλούτος και μια δολοφονία που συγκλόνισε την υφήλιο

Το βιβλίο της Σάρα Γκέι Φόρντεν που έγινε ταινία αποκαλύπτει την ιστορία απληστίας, χλιδής και προδοσίας της επιχειρηματικής οικογένειας που πρωταγωνιστεί εδώ και δεκαετίες στον χώρο της μόδας

Ο Ροντόλφο Γκούτσι πιθανότατα κοίταζε στα μάτια τον γιο του Μαουρίτσιο εκείνη τη μέρα που αποφάσισε να κάνει μια κουβέντα μαζί του, την εποχή που σπούδαζε νομικά στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνο.

«Δεν πρέπει να ξεχνάς ποτέ, Μαουρίτσιο. Είσαι ένας Γκούτσι. Είσαι διαφορετικός από τους υπόλοιπους. Υπάρχουν πολλές γυναίκες που θα θελήσουν να βυθίσουν τα νύχια τους πάνω σου-και στην περιουσία σου. Να είσαι προσεχτικός, επειδή υπάρχουν γυναίκες που φτιάχνουν τις καριέρες τους παγιδεύοντας νεαρούς άνδρες σαν εσένα».

Ήταν σαν να διαισθανόταν ότι το κακό έρχεται με την μορφή μιας σαγηνευτικής γυναίκας που θα έκανε τον ντροπαλό γιο του να χάσει το μυαλό του.

Ο Μαουρίτσιο Γκούτσι τελικά όχι μόνο το έχασε, αλλά ήρθε σε πλήρη ρήξη με τους άλλους Γκούτσι για κάποια χρόνια, έβαλε τον θείο του Άλντο στη φυλακή και τελικά πλήρωσε με την ζωή του την απληστία της πρώην συζύγου του.

Το χρονικό της απίστευτης αυτής ιστορίας γύρω από τα πάθη, τις έριδες, την απληστία, την προδοσία ανάμεσα στους κληρονόμους της διάσημης Ιταλικής οικογένειας αποτυπώνεται γλαφυρά στο βιβλίο της Σάρα Γκέι Φόρντεν «The House of Gucci».

Μέσα από τις σελίδες του ξεδιπλώνεται το χρονικό μιας φαμίλιας που έφθασε στην κορυφή και αποκαλύπτει με ένα καθηλωτικό γράψιμο την άνοδο, την πτώση, και την ανάσταση της δυναστείας Γκούτσι.

Αυτές τις μέρες παίζεται στις κινηματογραφικές αίθουσες η ταινία που στηρίχθηκε στο βιβλίο της Σάρα Γκέι Φόρντεν που αποδεικνύει ότι τελικά «όλα γίνονται για το χρήμα».

Ο σκληρός πατέρας

Ο Ροντόλφο Γκούτσι δεν μάσαγε τα λόγια του: «Πρόσεχε Μαουρίτσιο. Έχω πληροφορίες για το κορίτσι. Δεν μου αρέσει καθόλου. Μου έχουν πει ότι είναι χυδαία και φιλόδοξη, μια που θέλει να να ανέλθει κοινωνικά και που δεν έχει τίποτε άλλο στο μυαλό της από τα χρήματα».

Αυταρχικός και απόλυτος δεν σήκωνε αντίρρηση από τον γιο του που έλιωνε για την Πατρίτσια Ρετζιάνι και του το ξεκαθάρισε άμεσα: «Papa! Θα πάρω την Πατρίτσια, είτε σου αρέσει είτε όχι».

Ανέβηκε στο δωμάτιό του για να ετοιμάσει μια βαλίτσα με ρούχα εκείνο το βράδυ του 1970, που αποφάσισε να αψηφίσει τον πατέρα του, ο οποίος του φώναζε ότι θα τον αποκληρώσει.

Όταν έφυγε ο Ροντόλφο έμεινε μόνος του μέσα σε ένα άδειο σπίτι αφού μετά τον θάνατο της γυναίκας του, επέλεξε να μεγαλώσει μόνος του τον Μαουρίτσιο και δεν θέλησε να παντρευτεί ξανά.

Η κτητικότητα που επέδειξε, ο λάθος τρόπος να του δείξει την αξία των χρημάτων στερώντας του τα λεφτά και η απολυταρχική συμπεριφορά του άντεξαν μέχρι τον τυφώνα Πατρίτσια Ρετζιάνι.

Την γυναίκα που κρατάει κυρίαρχο ρόλο στο βιβλίο της Φόρντεν που κυκλοφορεί αύριο από τις εκδόσεις «Έσοπτρον» ως η διαβόητη μαύρη χήρα που οργάνωσε την δολοφονία του πρώην συζύγου της.

Αυτόν, ο πατέρας του οποίου τον ετοίμαζε για διάδοχο στον οίκο Gucci αφού οι γιοι του αδελφού του Άλντο δεν ήταν ικανοί να σηκώσουν το συγκεκριμένο βάρος. Όμως ο καυγάς του με τον Μαουρίτσιο άλλαξε τα πάντα.

«Λιγότερο από μια ώρα μετά ο Μαουρίτσιο ακουμπούσε τη μεγάλη του βαλίτσα, η οποία είχε το σήμα των πράσινων και κόκκινων ριγών του Gucci στο σκαλί μπροστά από την οδό Via dei Giardini 3. Χτύπησε το κουδούνι στο σπίτι της Πατρίτσια».

Ο πατέρας της κοπέλας Φερνάντο Ρετζιάνι άκουσε τον νεαρό κληρονόμο να του λέει ότι δεν είχε τίποτε και πείστηκε να τον φιλοξενήσει και να του δώσει δουλειά στην εταιρία μεταφορών που του ανήκε.

Ο μόνος όρος που έθεσε ήταν να μην υπάρξει καμία «περίεργη συνεύρεση» ανάμεσα στους δύο νέους μέχρι ο απόκληρος να τελειώσει τις σπουδές του και να παντρευτούν.

Τους επόμενους μήνες ο Μαουρίτσιο δουλεύει στην εταιρία του μέλλοντα πεθερού του και διαβάζει για το πανεπιστήμιο, ενώ αποδεικνύεται ένας εξαιρετικός και σοβαρός εργαζόμενος.

Μετά από ένα μεγάλο ταξίδι πατέρα και κόρης, το ζευγάρι είναι πιο ερωτευμένο από ποτέ και ο γάμος ορίζεται για τις 28 Οκτωβρίου του 1972 στο Μιλάνο.

Ο Ροντόλφο κάνει μια απελπισμένη προσπάθεια να τον αποτρέψει.

«Ένα πρωί προς τα τέλη Σεπτεμβρίου του 1972, πήγε να δει τον Καρδινάλιο του Μιλάνο, Τζιοβάνι Κολόμπο αλλά όχι για να αναζητήσει πνευματική παρηγοριά.

“Εξοχότατε” παρακάλεσε τον Καρδινάλιο “χρειάζομαι την βοήθειά σας. Ο γάμος μεταξύ του γιου μου και της Πατρίτσια Ρετζιάνι πρέπει να σταματήσει».

Ο Κολόμπο ακούει τον Γκούτσι να λέει ότι ο γιος του είναι το μόνο που έχει και ότι αυτή η γυναίκα δεν είναι η κατάλληλη και του δείχνει ευγενικά την έξοδο λέγοντας ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτε.

Ενώ ο πατέρας βυθίζεται στη μοναξιά του, ο υιός παίρνει το δίπλωμά του και μακριά από την επιρροή του ανακαλύπτει ότι ο κόσμος δεν περιστρέφεται γύρω από την γονεϊκή φιγούρα που το μεγάλωσε.

Έχει ωριμάσει αρκετά, νιώθει πιο σίγουρος για τον εαυτό του, αλλά λίγο πριν τη μεγάλη μέρα πηγαίνει να εξομολογηθεί στον Καθεδρικό του Duomo.

«Συγχώρεσέ με πάτερ γιατί αμάρτησα» μουρμούρισε ο Μαουρίτσιο. Παράκουσα μια από τις δέκα εντολές. Δεν τίμησα τις επιθυμίες του πατέρα μου. Πρόκειται να παντρευτώ ενάντια στη θέλησή του».

Η ζωή αλλιώς

Ο Άλντο Γκούτσι είναι αυτός που πείθει τον Ροντόλφο να ανοίξει την αγκαλιά του στον παντρεμένο γιο του δυο χρόνια μετά από το βράδυ που θα άλλαζε για πάντα την μοίρα του διάσημου οίκου.

Μετά την συμφιλίωση το ζευγάρι φεύγει για τη Νέα Υόρκη προκειμένου ο Μαουρίτσιο να είναι δίπλα στον Άλντο και πολύ γρήγορα η Πατρίτσια εντρυφεί στη μεγάλη ζωή, αφού μετά το ξενοδοχείο St. Regis εντοπίζει ένα πολυτελές διαμέρισμα στο Olympic Tower του Αριστοτέλη Ωνάση.

Περιφερόταν χαρούμενη στη Νέα Υόρκη σε ένα αυτοκίνητο με οδηγό που είχε ματαιόδοξες πινακίδες κυκλοφορίας που έγραφαν «Μαούτσια»-το χαϊδευτικό της-και γενικά απολάμβανε στη ζωή τους. Ομολόγησε κάποτε σε μια συνέντευξή της στην τηλεόραση πως «θα προτιμούσε να κλαίει μέσα σε μια Ρολς-Ρόις παρά να είναι ευτυχισμένη σε ένα ποδήλατο».

Τα δύο παιδιά έρχονται να ολοκληρώσουν την ευτυχία τους, πρώτα η Αλεσάνδρα και το 1981 η Αλέγκρα, την γέννηση της οποίας ο Μαουρίτσιο Γκούτσι γιόρτασε με την πιο φιλόδοξη αγορά.

Ήταν «ένα 64μετρο τρικάταρτο γιοτ με ονομασία “Κρεολή” που κάποτε ανήκε στον Έλληνα μεγιστάνα Σταύρο Νιάρχο, το οποίο ανακατασκευάστηκε, ενώ η Πατρίτσια έφερε και μια μάγισσα για να διώξει το φάντασμα της Ευγενίας Νιάρχου!

Όμως αν το σκάφος έπλεε σε γαλήνια νερά η οικογένεια και τα μέλη της είχαν αρχίσει να τσακώνονται όσο ο όμιλος μεγάλωνε και οι διαφωνίες ήταν συνεχείς.

Η διαχείριση του Άλντο τον έφεραν σε κόντρα με τους άλλους Γκούτσι και «η απουσία ορατών κερδών άρχισε να προκαλεί ευρύτερη ταραχή στην οικογένεια. Ο Ροντόλφο απέδιδε τα φτωχά αποτελέσματα (σ.σ. εννοεί τα κέρδη) στην πείνα του Άλντο για επέκταση. Η ίδρυση των Gucci Parfums υπήρξε δαπανηρή και έχοντας μόνο το 20%, ο Ροντόλφο είδε μόνο ένα κλάσμα των κερδών, από τα οποία το 80% πήγαινε στον Άλντο και τους γιους του. Με τη σειρά του ο Πάολο και τα αδέρφια του μισούσαν το 50% των μετοχών του Ροντόλφο στη μητρική εταιρία».

Πόλεμος μέχρι τέλους

Η αφορμή για να ξεσπάσει η θύελλα ήταν μια τσάντα

Μια τσάντα που ήταν από τις αγαπημένες του Ροντόλφο, την οποία αφαίρεσε ο Πάολο από την βιτρίνα του καταστήματος στην Via Turnabuoni, επειδή ο θείος του δεν είχε ζητήσει την συμβουλή του για τον σχεδιασμό της.

Ο Ροντόλφο Γκούτσι επέπληξε σε μια παρουσίαση για τον τύπο τον γιο του Άλντο και ο Πάολο αποχώρησε ενώ σε μια άλλη συνάντηση στο γραφείο σχεδιασμού της Φλωρεντίας τσάντες εκτοξεύτηκαν από το παράθυρο.

Ο τελευταίος τα «έχωνε» με σκληρή κριτική σε γράμματα και μια συνάντηση των δύο στο Μιλάνο κατέληξε ουσιαστικά στην φυγή του μετά από ένα έντονο καυγά.

«Ο Άλντο, πάντα ο ειρηνοποιός έβαλε το πρόβλημα παραδίπλα και προσκάλεσε τον Πάολο να πάει αν δουλέψει για εκείνον στη Νέα Υόρκη. Έδωσε στον Πάολο και την Τζένι ένα διαμέρισμα λιγότερο από πέντε λεπτά με τα πόδια από το κατάστημα της 5ης Λεωφόρου και τον έκανε αντιπρόεδρο του Μάρκετινγκ και Γενικό Διευθυντή των Gucci Shops inc και Gucci Parfums of America».

Όμως πολύ γρήγορα πατέρας και γιος θα συγκρουστούν όταν ο τελευταίος νιώθει ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτε χωρίς την άδεια του πατρός και ερευνά την πιθανότητα να κάνει κάτι με το δικό του όνομα.

Όταν ο Ροντόλφο ενημερώνει τον αδερφό του για τα σχέδια του Πάολο, ο Άλντο τον κάλεσε στο γραφείο του και τον απέλυσε με τα εξής λόγια: «Απολύεσαι! Είσαι ένας ηλίθιος που προσπάθησες να ανταγωνιστείς με μας. Ένας φανταστικός ηλίθιος! Δεν μπορώ να σε προστατέψω πια».

Οι Γκούτσι έγιναν μια γροθιά εναντίον του Πάολο και έριξαν οχτώ εκατομμύρια δολάρια στον πόλεμο εναντίον του επιστρατεύοντας μια στρατιά δικηγόρων.

«Ο Ροντόλφο έγραψε προσωπικά σε όλους τους προμηθευτές της Gucci πως οποιοσδήποτε έκανε δουλειές με τον Πάολο θα σταματούσε τη συνεργασία μαζί του. Η οικογενειακή διαμάχη είχε κλιμακωθεί σε έναν ολοκληρωμένο εμπορικό πόλεμο».

Έναν πόλεμο που κλιμακώθηκε τα επόμενα δέκα χρόνια με αλλαγές συμμαχιών, ξαφνικές προδοσίες, μίση, έριδες και επαναπροσεγγίσεις που παρέπεμπαν σε ίντριγκες της Αναγέννησης.

Όταν βγήκαν τα μαχαίρια

Ο Πάολο Γκούτσι έχασε τα πάντα σε αυτή τη διαμάχη. Πέθανε πάμφτωχος σε ένα νοσοκομείο του Λονδίνου το 1995, ενώ ο θείος του Ροντόλφο είχε φύγει πολύ νωρίτερα, το 1983, χτυπημένος από καρκίνο του προστάτη.

Οι αποκαλύψεις του πρώτου για τις offshore του θείου του Άλντο προκάλεσαν κλυδωνισμούς όταν άρχισαν να τον ερευνούν οι αρχές των ΗΠΑ.

Το άστρο του Μαουρίτσιο Γκούτσι ανέτειλε όταν κληρονόμησε το 50% των μετοχών που είχε ο πατέρας του στην εταιρία και ανέλαβε τα ηνία της όταν κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε να παρακάμψει ποτέ τον θείο του και τους γιους του που είχαν το υπόλοιπο 50%.

Με μια ευφυή κίνηση συμμάχησε με το μαύρο πρόβατο της οικογένειας τον ξάδερφό του Πάολο χωρίς να το καταλάβει κανείς και στις αρχές του Σεπτέμβρη έριξε τη βόμβα στο διοικητικό συμβούλιο της Gucci America στη Νέα Υόρκη. Ο θείος του πιάστηκε στον ύπνο.

«Ο Άλντο έφυγε από το κτήριο με το πρόσωπό του τραβηγμένο. Ο ίδιος του ο ανιψιός, ο ίδιος άνδρας που κάποτε είχε πιστέψει πως μπορεί να τον διαδεχόταν, τον είχε ανατρέψει σε ένα coup d’ etat. Τώρα ο Μαουρίτσιο ήταν ο εχθρός».

Μαζί με τους συνεργάτες του και η Πατρίτσια ήταν εκστασιασμένη με το κατόρθωμα του συζύγου της, μέχρι την στιγμή που άρχισε να απορρίπτει τα όσα τον συμβούλευε και να απομακρύνεται.

«Στις 22 Μαΐου του 1985 ο Μαουρίτσιο άνοιξε την ντουλάπα στο ρετιρέ τους στο Μιλάνο και έφτιαξε μια μικρή βαλίτσα. Είπε στην Πατρίτσια πως θα πήγαινε στη Φλωρεντία για μερικές ημέρες, της είπε αντίο, φίλησε τα κορίτσια…».

Δεν γύρισε ποτέ πίσω και λίγους μήνες μετά σε μια συνάντηση μαζί της δρομολόγησε τον χωρισμό τους, ενώ ο θείος του Άλντο και τα ξαδέρφια του τον κατηγόρησαν ότι είχε πλαστογραφήσει την υπογραφή του πατέρα του, ώστε να μην πληρώσει φόρο κληρονομιάς.

Οι Γκούτσι σφάζονταν χωρίς να νοιάζονται για το «τσαλάκωμα» του brand name και ο Μαουρίτσιο απάντησε εξορίζοντας τον θείο του από το γραφείο του επίτιμου προέδρου, ενώ ήρθε η απόλυσή του και η απαγόρευση εισόδου στο κτήριο που μεγαλουργούσε.

Τέσσερις σφαίρες

«Μετά από τριάντα δύο χρόνια, ο ανιψιός του είχε πετάξει με τις κλωτσιές τον Άλντο, έξω από την πόρτα της ίδιας του της εταιρίας» και πλέον η Gucci συζητιόταν περισσότερο για τον ενδοοικογενιακό πόλεμο παρά για τα luxury προϊόντα της.

Μόνο που ο Μαουρίτσιο είχε να αντιμετωπίσει εκτός από τους συγγενείς και μια οργισμένη πρώην σύζυγο που ήταν αποφασισμένη να πάρει εκδίκηση από τον άνδρα που αρχικά της έδωσε τα πάντα και μετά τα πήρε πίσω.
Όταν διαγνώστηκε με όγκο στο κεφάλι και εγχειρίστηκε ο πρώην σύζυγος δεν πήγε καν να τη δει και αυτό εξόργισε την Πατρίτσια που του έστειλε μια κασέτα στην οποία έλεγε μεταξύ άλλων: «Μαουρίτσιο δεν πρόκειται να σου δώσω ούτε ένα λεπτό γαλήνης» και «Μαουρίτσιο η κόλαση για εσένα δεν έχει έρθει ακόμα».

Ήρθε τελικά στις 27 Μαρτίου του 1995 όταν ο Μαουρίτσιο Γκούτσι κατέβηκε τα σκαλιά στο τετραώροφο αναγεννησιακό κτήριο της Via Palestro 20, χωρίς να υποψιάζεται ότι η Πατρίτσια είχε σχεδιάσει την δολοφονία του.

Ο θυρωρός του κτηρίου Τζιουζέπε Ονοράτο είχε δει το πρωί έναν άντρα να στέκεται απέναντι πίσω από ένα αυτοκίνητο, χωρίς να φαντάζεται τη συνέχεια.

«Καθώς ο Μαουρίτσιο Γκούτσι έφτανε στο κεφαλόσκαλο και άρχισε να περπατάει στο φουαγιέ, ο Ονοράτο είδε τον άνδρα με τα σκούρα μαλλιά να μπαίνει στην είσοδο…Ο άνδρας άνοιξε το παλτό του με το ένα χέρι και με το άλλο έβγαλε ένα όπλο. Ίσιωσε το χέρι του, το ύψωσε προς την πλάτη του Μαουρίτσιο Γκούτσι και άρχισε να πυροβολεί. Ο Ονοράτο άκουσε τρεις πνιχτούς πυροβολισμούς με γρήγορη διαδοχή. Ο Γκούτσι, άναυδος, γύρισε με μια έκφραση απορίας στο πρόσωπό του. Κοίταξε τον εκτελεστή χωρίς κανένα ίχνος πως τον αναγνώρισε.

Καθώς ο Γκούτσι βόγκηξε και κατέρρευσε στο πάτωμα, ο εκτελεστής τον πυροβόλησε μια τελευταία, θανάσιμη βολή στον δεξιό του κρόταφο.

Λίγα λεπτά μετά ακούγεται η σειρήνα ενός περιπολικού στο οποίο επιβαίνουν τέσσερις καραμπινιέροι, οι πρώτοι που φτάνουν στην σκηνή του εγκλήματος.

«Οι φωτεινές κόκκινες από αίμα πιτσιλιές σχημάτιζαν τον Τζάκσον Πόλλοκ-όπως τα μοτίβα στις πόρτες και τους λευκούς τοίχους σε κάθε πλευρά της εισόδου, όπου κειτόταν ο Μαουρίτσιο».

Κάποια χιλιόμετρα μακριά η Πατρίτσια ετοιμαζόταν να γίνει η διαβόητη «μαύρη χήρα» πρωταγωνίστρια και αυτή στην πιο άσχημη αλήθεια για την πιο διάσημη οικογένεια της μόδας και την απληστία των κληρονόμων της.

Διαβάστε ακόμη:

Δήμητρα Πάλλη, Τάνια Κωφίδου (Young Carpo): Βιώσιμα προϊόντα περιποίησης δέρματος για τη Γενιά Ζ

Μετάλλαξη Όμικρον: Θα κυριαρχήσει τον Ιανουάριο – Οδηγίες για προστασία και μείωση της διασποράς

Moody’s: Δύσκολη η ανάκαμψη για τις αναπτυσσόμενες αγορές – Ποιες είναι οι εξαιρέσεις

 

Exit mobile version