search icon

business stories

Όταν το Battersea Power Station σταμάτησε να καπνίζει (pics)

Από το εξώφυλλο των Pink Floyd στη μεγαλύτερη real estate αναγέννηση του Λονδίνου που κόστισε 8 δισ. στερλίνες - Οι διαδοχικές αποτυχίες και η ανάσταση ενός βιομηχανικού κολοσσού-μάθημα για τις περιοχές που εγκαταλείπουν τον λιγνίτη

Στην όχθη του Τάμεση, ανάμεσα στις γέφυρες και τους ουρανοξύστες του Λονδίνου, στέκεται ένα κτίριο που για δεκαετίες παρουσιαζόταν ως βιομηχανικό κουφάρι. Το Battersea Power Station, με τις τέσσερις καμινάδες και τη μνημειακή τοιχοποιία από κόκκινο αγγλικό τούβλο, ήταν άλλοτε μία από τις μεγαλύτερες μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη. Κατασκευασμένο το 1929, ηλεκτροδότησε το Λονδίνο, πέρασε ζωντανό μέσα από τους βομβαρδισμούς του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έγινε εξώφυλλο μουσικού δίσκου των Pink Floyd και τελικά έσβησε το 1983, αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο, άδειο περίβλημα. Ενα κτίριο που όλοι γνώριζαν, αλλά κανείς δεν ήξερε τι να το κάνει.

Η ιστορία θα μπορούσε να είχε τελειώσει εκεί. Με αμίαντο, διαβρωμένες εγκαταστάσεις, μια απογυμνωμένη οροφή και αλλεπάλληλα αποτυχημένα επενδυτικά σχέδια αξιοποίησης, το Battersea έμοιαζε για χρόνια καταδικασμένο. Ομως η πορεία άλλαξε όταν εμφανίστηκε ένας επενδυτικός φορέας που δεν είδε σε αυτό έναν χώρο προς γκρέμισμα, αλλά έναν τόπο με μνήμη, χαρακτήρα και δυνατότητα μεταμόρφωσης.

Το 2012, μαλαισιανά funds απέκτησαν όχι μόνο το κτίριο, αλλά και ολόκληρη την παραποτάμια έκταση γύρω του.

Μετά από τρεις δεκαετίες αδράνειας, ξεκίνησε μια συστηματική, καλά χρηματοδοτημένη και μακροπρόθεσμη ανάπλαση που έβλεπε το μέλλον, χωρίς να ακυρώνει το παρελθόν.

Σήμερα, το Battersea λειτουργεί σαν μια μικρή πόλη μέσα στην πόλη του Λονδίνου. Ο πρώην Σταθμός Παραγωγής Ηλεκτρικής Ενέργειας περιλαμβάνει περίπου 100 καταστήματα, χώρους εστίασης, καθώς και έναν χώρο εκδηλώσεων χωρητικότητας 2.000 ατόμων. Διαθέτει 500.000 τ.μ. νέων γραφειακών χώρων, στεγάζει το London Campus της Apple και περιλαμβάνει 253 νέες σύγχρονες κατοικίες.

Η καμινάδα που άλλοτε ξέρναγε μαύρο καπνό σήμερα ενσωματώνει έναν ανελκυστήρα, ο οποίος ανεβάζει τους επισκέπτες στην κορυφή του κτιρίου, προσφέροντας απεριόριστη θέα και ένα σύμβολο νέας ζωής. Μέσα στον πρώτο χρόνο λειτουργίας του συγκροτήματος, περισσότεροι από 11 εκατομμύρια άνθρωποι πέρασαν τις πύλες του. Η οικονομική ένεση που δέχτηκε το Ηνωμένο Βασίλειο ξεπερνά τα 20 δισ. λίρες, ενώ το έργο συνεχίζει να επεκτείνεται, με στόχο όχι μόνο το real estate, αλλά μια ολόκληρη αστική κοινότητα.

Η επιτυχία του Battersea δεν βρίσκεται μόνο στο μέγεθος της επένδυσης, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο σχεδιάστηκε. Το παλιό δεν εξαφανίστηκε, ενσωματώθηκε. Η βιομηχανική αισθητική δεν κατεδαφίστηκε, αναδείχθηκε. Οι νέες χρήσεις δεν ήταν μονοδιάστατες, αλλά πολυεπίπεδες: κατοικίες, πολιτισμός, τουρισμός, τεχνολογία, αλλά και εμπορική δραστηριότητα μέσα από ένα σύγχρονο mall που έχει φροντίσει να διατηρήσει αναλλοίωτα κομμάτια του εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας για να κρατήσει ζωντανές τις μνήμες του Battersea και για τις νεότερες γενιές. Η ανάπλαση δεν έγινε για να παραγάγει απλώς εισόδημα, αλλά για να φέρει ζωή. Και τελικά το κτίριο έγινε αυτό που δεν κατάφερε να είναι στις δεκαετίες εγκατάλειψης: ένα σύμβολο προόδου.

Η ιστορία

Το εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ξεκίνησε να κατασκευάζεται πριν από περίπου έναν αιώνα, σχεδιασμένο από τον σερ Τζάιλς Γκίλμπερτ Σκοτ, τον αρχιτέκτονα που χάρισε στο Λονδίνο και τους εμβληματικούς κόκκινους τηλεφωνικούς θαλάμους.

Εγινε γρήγορα ένα από τα ισχυρότερα ηλεκτρικά κέντρα της Ευρώπης, τροφοδοτώντας με ενέργεια νοσοκομεία, γραμμές μετρό, γειτονιές, βιομηχανίες. Οι δύο πρώτες καμινάδες του ολοκληρώθηκαν το 1935, δύο ακόμη προστέθηκαν στο δεύτερο τμήμα το 1955.

Το Battersea όχι μόνο δεν σταμάτησε στον Πόλεμο, αλλά γλίτωσε και από τους βομβαρδισμούς. Ο αστικός μύθος υποστηρίζει ότι οι Γερμανοί δεν το χτύπησαν, επειδή σκόπευαν να το χρησιμοποιήσουν μετά το φιλόδοξο σχέδιο κατάληψης της Μεγάλης Βρετανίας.

Συχνά αποκαλούνταν «το αγαπημένο κτίριο της πόλης μετά τον Καθεδρικό του Αγίου Παύλου», μια διάκριση που φανέρωνε πως δεν επρόκειτο απλώς για μια βιομηχανική υποδομή, αλλά για ένα αρχιτεκτονικό και προσφιλές σημείο στον λονδρέζικο χάρτη.

Η φήμη του αυτή επισφραγίστηκε το 1977, όταν εμφανίστηκε στο εξώφυλλο του άλμπουμ «Animals» των Pink Floyd – μια εικόνα που θα ταξίδευε σε όλο τον κόσμο.

Η ιστορία πίσω από το εμβληματικό εξώφυλλο γράφτηκε έναν χρόνο νωρίτερα. Στις 2 Δεκεμβρίου 1976, το συγκρότημα και το τεχνικό επιτελείο συγκεντρώθηκαν στον χώρο του σταθμού για μια φιλόδοξη φωτογράφηση. Το σχέδιο ήταν απλό στην ιδέα, αλλά εντυπωσιακό στην εκτέλεση: ένα τεράστιο ροζ φουσκωτό γουρούνι, η Algie, θα αιωρούνταν ανάμεσα στις τέσσερις καμινάδες, συμβολίζοντας την αλαζονεία και την εξουσία που κυριαρχούσαν, κατά τον Ρότζερ Γουότερς, στη σύγχρονη κοινωνία. Η πρώτη μέρα δεν απέφερε αποτέλεσμα εξαιτίας του καιρού, όμως την επομένη επιχειρήθηκε ξανά η ανάρτηση.

Κι εκεί συνέβη το απρόβλεπτο. Μια ξαφνική ριπή ανέμου έσπασε τα σχοινιά και η Algie αποκολλήθηκε, υψώθηκε και πήρε πορεία πάνω από τον Τάμεση σαν παράξενος ιπτάμενος επισκέπτης. Η εικόνα ενός τεράστιου ροζ γουρουνιού να ταξιδεύει πάνω από το Λονδίνο προκάλεσε αναφορές σε πύργους ελέγχου, ειδοποιήσεις σε πιλότους που προσέγγιζαν το Heathrow, αλλά και έκπληκτους κατοίκους που κοιτούσαν τον ουρανό χωρίς να πιστεύουν τι βλέπουν. Υστερα από ώρες, το γουρούνι προσγειώθηκε ήρεμα σε μια φάρμα στο Κεντ, ανάμεσα σε αγελάδες. Την επόμενη μέρα έγινε είδηση. Και μέσα από αυτό το σουρεαλιστικό περιστατικό, το Battersea απέκτησε έναν νέο μύθο όχι μόνο ως εργοστάσιο, αλλά και ως κομμάτι της ποπ κουλτούρας.

Η παρακμή

Μετά το 1975, οι μονάδες σταδιακά αποσύρθηκαν. Οι ανάγκες άλλαξαν, η τεχνολογία ξεπεράστηκε και η αντίστροφη μέτρηση για τον άνθρακα είχε ξεκινήσει. Το Battersea έκλεισε το 1983 και από τότε ξεκίνησε μια άλλη ιστορία που εκτυλίχθηκε σε πολλά επεισόδια.

Για σχεδόν 30 χρόνια κανείς δεν κατάφερε να σκεφτεί τι θα μπορούσε να γίνει. Οι ιδέες ήταν πολλές, οι επενδυτές άλλαζαν, αλλά το πρόβλημα ήταν πάντα το ίδιο: αμίαντος, διαβρώσεις, τεράστιο κόστος αποκατάστασης. Η μεγαλύτερη αποτυχία ίσως ήταν αυτή του επιχειρηματία Τζον Μπρουμ, που οραματίστηκε ένα εσωτερικό θεματικό πάρκο, «την Disneyland του Λονδίνου». Αφαίρεσε την οροφή για να ξεκινήσει εργασίες, αλλά δεν είχε υπολογίσει το κόστος αφαίρεσης του αμιάντου. Είχε προβλέψει 190.000 λίρες που έγιναν 40 εκατομμύρια. Το έργο πάγωσε και η κατάσταση χειροτέρεψε.

Ακολούθησαν κι άλλοι. Οπως η Parkview International και η Real Estate Opportunities, εκπονήθηκαν αρχιτεκτονικές μακέτες, σχέδια για ουρανοξύστες-καμινάδες, πολυτελείς κατοικίες, αλλά τίποτα δεν προχώρησε. Η μία ιδέα κατέρρεε μετά την άλλη, όπως κατέρρεαν και κομμάτια του ίδιου του κτιρίου. Το Battersea έγινε το μνημείο του αδιεξόδου: ένα σύμβολο που αγαπούσαν οι Λονδρέζοι, αλλά που θα μπορούσε να χαθεί αν δεν έβρισκε χρηματοδότηση και σκοπό.

Επειτα από χρόνια στασιμότητας, το 1993 το Battersea Power Station πέρασε στα χέρια της Parkview International από το Χονγκ Κονγκ, η οποία υποσχέθηκε μια νέα πόλη με κατοικίες, εμπορικά κέντρα, ξενοδοχεία και πολιτιστικούς χώρους. Παρά τα σχέδια και τις μελέτες, το μέγεθος του έργου, το κόστος συντήρησης και η έλλειψη σταθερής χρηματοδότησης εγκλώβισαν την επένδυση. Για σχεδόν 15 χρόνια το κτίριο έμενε χωρίς πρόοδο, με κάθε νέο masterplan να αναθεωρείται και το μνημείο, χωρίς στέγη και εκτεθειμένο στα καιρικά φαινόμενα, να φθίνει επικίνδυνα.

Το 2006 πέρασε στη Real Estate Opportunities από την Ιρλανδία, σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Ραφαέλ Βινιόλι, που οραματίστηκε ένα εντυπωσιακό συγκρότημα με νέο ουρανοξύστη-καμινάδα και πλήρη ανακατασκευή του ιστορικού όγκου. Η οικονομική κρίση του 2008, όμως, διέκοψε ξανά το σχέδιο και το Battersea βρέθηκε για άλλη μία φορά σε αδιέξοδο.

Το 2012 όλα άλλαξαν. Μια μαλαισιανή κοινοπραξία αγόρασε όχι μόνο το κτίριο, αλλά και ολόκληρη την παρακείμενη έκταση. Για πρώτη φορά υπήρχε μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση, στρατηγικό masterplan και πολιτική δέσμευση να ολοκληρωθεί το έργο. Οι καμινάδες ανακατασκευάστηκαν πιστά, η στέγη ξαναμπήκε, οι χώροι μεταμορφώθηκαν χωρίς να ακυρωθεί η βιομηχανική ταυτότητα. Η ανάπλαση δεν έγινε για να σβήσει το παρελθόν, αλλά για να το ενσωματώσει στο μέλλον.

Από το 2013 οι εργασίες προχώρησαν χωρίς διακοπή: η στέγη αποκαταστάθηκε, οι καμινάδες ξαναχτίστηκαν, τα εσωτερικά κελύφη μεταμορφώθηκαν σε γραφεία, κατοικίες, πολιτιστικούς και εμπορικούς χώρους. Η ανάπλαση δεν στόχευε απλώς σε μια «όμορφη αξιοποίηση», αλλά στη δημιουργία μιας νέας αστικής κοινότητας. Το σύνολο του έργου συνολικού προϋπολογισμού 8 δισ. λιρών περιλαμβάνει 3.400 κατοικίες, 1.700.000 τ.μ. γραφείων, 550.000 τ.μ. καταστημάτων, ξενοδοχεία, αναψυχή και επέκταση του μετρό.

Το Battersea δεν έγινε απλώς ξανά λειτουργικό. Εγινε μια ολόκληρη γειτονιά.

Το δικό μας παράδειγμα

Το ερώτημα που γεννιέται αναπόφευκτα είναι αν η εμπειρία του Battersea μπορεί να λειτουργήσει ως σημείο αναφοράς και για τις δικές μας λιγνιτικές περιοχές, που βρίσκονται σήμερα σε ένα αντίστοιχο σταυροδρόμι μετάβασης. Η Δυτική Μακεδονία και η Μεγαλόπολη αλλάζουν πρόσωπο: καμινάδες που για δεκαετίες έκαιγαν αδιάκοπα τώρα σβήνουν, μονάδες αποσύρονται, τα ορυχεία κλείνουν. Ενας οικονομικός κύκλος, που στήριξε ολόκληρες κοινωνίες, ολοκληρώνεται και το κενό είναι μεγάλο.

Σε μια τέτοια στιγμή η κατεύθυνση έχει βάρος. Μια περιοχή μπορεί να μείνει ένα κουφάρι βιομηχανίας, ένας τόπος που κάποτε έδρασε αλλά δεν ζει· ή μπορεί να μεταμορφωθεί, να ανασχεδιαστεί, να αποκτήσει νέα ταυτότητα όπως συνέβη στο Λονδίνο. Κι εδώ ανοίγει η πραγματική συζήτηση: τι ανάπτυξη θέλουμε μετά τον λιγνίτη; Ποια θα είναι η νέα οικονομία που θα στηρίξει τον τόπο και ποια πρόσωπα θα έχει;

Μέχρι σήμερα το επίκεντρο μοιάζει να βρίσκεται σχεδόν αποκλειστικά στις ΑΠΕ, στα φωτοβολταϊκά πάρκα, στα έργα αποθήκευσης και στα data centers. Πρόκειται για σημαντικές επενδύσεις, όμως όλο και περισσότερο ακούγεται η ανησυχία ότι μια τέτοια μετάβαση αν μείνει μόνο στην ενεργειακή διάσταση, ίσως αποδειχθεί ανεπαρκής. Οπως σημειώνουν άνθρωποι με εμπειρία σε μεγάλα έργα αναπλάσεων, «αν η μεταλιγνιτική εποχή περιοριστεί σε πάνελ και υποσταθμούς, τότε η ανάπτυξη θα είναι μονόπλευρη, δεν θα γίνει κοινωνική, δεν θα γίνει οικονομική, δεν θα γίνει πολιτιστική. Γιατί η ενέργεια μπορεί να παράγει ισχύ, αλλά δεν παράγει από μόνη της ζωή».

Κι εδώ το Battersea διδάσκει κάτι πολύ ουσιαστικό: η ανάκαμψή του δεν ήταν μόνο τεχνική ή οικονομική∙ ήταν κοινωνική. Δεν διασώθηκε για να μείνει μνημείο, επανεντάχθηκε στην πόλη ως καθημερινός προορισμός, ως χώρος εργασίας, κατοικίας, πολιτισμού, ψυχαγωγίας. Μετατράπηκε από βιομηχανικό απολίθωμα σε ζωντανό κύτταρο.

Και ίσως αυτό να είναι το πραγματικό διακύβευμα για τις δικές μας περιοχές που αποχαιρετούν τον λιγνίτη. Οι καμινάδες της Μεγαλόπολης και της Δυτικής Μακεδονίας δεν χρειάζεται να σηματοδοτούν μόνο ένα τέλος μπορούν να λειτουργήσουν ως αρχή. Εκεί όπου κάποτε παραγόταν ρεύμα, μπορεί να παραχθεί και κάτι πιο πολύτιμο: νέα ταυτότητα, νέα οικονομία, νέα ζωή.

Διαβάστε ακόμη

Ηλεκτρονικές αποδείξεις: Τι πρέπει να κλείσει μέχρι τέλος 2025 για να μην έρθει καπέλο φόρου

Αγρότες: Συνεχίζεται και σήμερα το άνοιγμα διοδίων – Παραμένουν στα μπλόκα τα τρακτέρ (vid)

Teiichi Goto (Fujifilm Holdings Corporation): «Πιστεύω ότι η Ελλάδα έχει ένα πολύ λαμπρό μέλλον»

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα

Exit mobile version