του Στέλιου Μορφίδη
Ενα χρυσό δαχτυλίδι, της γυναίκας του και τα ρούχα που φορούσαν. Αυτά πρόλαβε να πάρει ο Ευθύμης Ευθυμιάδης όταν το 1923 ξεριζώθηκαν από την πατρογονική εστία της Ραιδεστού στην Ανατολική Θράκη. Εκείνο το χρυσό δαχτυλίδι ήταν και το μόνο «όπλο» για την επιβίωση στη Θεσσαλονίκη, τον προσφυγικό προορισμό που έγινε νέα πατρίδα. Ηταν όμως και το εφαλτήριο για μια επαγγελματική πορεία και μια οικογενειακή επιχείρηση που ξεκίνησε από ένα μαγαζάκι στην Τσιμισκή με σπόρους, βολβούς και τα πρώτα στην Ελλάδα εισαγόμενα φυτοπροστατευτικά / φυτοχημικά προϊόντα και με το πέρασμα των δεκαετιών εξελίχθηκε σήμερα στο μεγαλύτερο βιομηχανικό συγκρότημα στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια στον τομέα των αγροτικών εφοδίων και τεχνικών υπηρεσιών! Ενα συγκρότημα που μεγάλωσε στα 50 χρόνια διοίκησης του γιου του Νίκου υπηρετώντας το όραμά του για τη δημιουργία μιας αλυσίδας που ξεκινά από την προετοιμασία και μελέτη της γης που θα καλλιεργηθεί και φτάνει ως το πιάτο του καταναλωτή. «Από το χωράφι, στο πιάτο», όπως είναι και το μότο του brand Lucia’s Farm, του τελευταίου «παιδιού» της οικογένειας Ευθυμιάδη, το οποίο εστιάζει και στην παραγωγή – πώληση αγροτικών προϊόντων, προωθώντας τη συμβολαιακή γεωργία.
Ο όμιλος Ευθυμιάδη (Redestos Efthymiadis Agrotechnology Group) με 83 χρόνια ζωής έχει φτάσει σήμερα να είναι μια πολυεθνική με έξι ξεχωριστές βιομηχανικές εγκαταστάσεις στην Ελλάδα, εταιρείες που συμπληρώνουν η μία την άλλη, καθώς και μία θυγατρική στο εξωτερικό (KNE Certis B.V.) με έδρα την Ολλανδία και κύρια δραστηριότητα στα Βαλκάνια με τη στρατηγική συμμαχία του ευρωπαϊκού βραχίονα της ιαπωνικής Mitsui (Certis Europe). Επίσης ο όμιλος διαθέτει σημαντικό τμήμα έρευνας και ανάπτυξης, ενώ έχει εμπορικές δραστηριότητες που επεκτείνονται από τα Βαλκάνια ως τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες (Ρωσία, Γεωργία, Αζερμπαϊτζάν, Ουζμπεκιστάν κ.ά).
Απασχολεί περί τα 420 άτομα εξειδικευμένο προσωπικό, πραγματοποιώντας ετήσιο τζίρο περίπου 65 εκατ. ευρώ στην ελληνική αγορά και 12 εκατ. ευρώ στα Βαλκάνια, ενώ στα χρόνια της κρίσης επεκτάθηκε περαιτέρω μέσω επενδύσεων.
«Ο παππούς μου και ο πατέρας μου συνεχώς επένδυαν σε τεχνογνωσία και την προστιθέμενη αξία», λέει στο «business stories» ο Θύμης (Ευθύμης) Ευθυμιάδης. «Το ίδιο προσπαθούμε να κάνουμε κι εγώ με τον αδερφό μου, η τρίτη γενιά που αναλαμβάνει την εταιρεία. Δεν θέλουμε να είμαστε απλά έμποροι, θέλουμε να προσθέτουμε αξία σε αυτό που κάνουμε». Μαζί με τον αδερφό του Βάσο (Βασίλη), έχουν αναλάβει πλέον τη διοίκηση των εταιρειών του ομίλου, με σπουδές μηχανικού ο ένας και Οικονομικών ο άλλος. Ο πατέρας τους, πάντως, παραμένει πρόεδρος και εξακολουθεί να έχει λόγο στις μεγάλες αποφάσεις του ομίλου.
Μία από αυτές ήταν η συμμαχία με τη Mitsui στις αγορές των Βαλκανίων. «Αυτοί έβαλαν τα λεφτά και εμείς το υφιστάμενο εμπορικό δίκτυο που είχαμε αναπτύξει για διανομή αγροτικών εφοδίων, κυρίως αγροτοχημικών προϊόντων και σπόρων», λέει ο Θύμης Ευθυμιάδης δείχνοντας και τη λογική που έχει επικρατήσει στον στρατηγικό σχεδιασμό του ομίλου υπό τις δύσκολες σε σχέση με τον διεθνή ανταγωνισμό χρηματοδοτικές συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι εξωστρεφείς ελληνικές επιχειρήσεις. «Προτιμούμε την ανάπτυξη από το να διαθέτουμε το 100% της κυριαρχίας επί των εταιρειών μας. Είναι μέρος της στρατηγικής μας να αναζητούμε εταίρους, να μοιραζόμαστε το ρίσκο και να μεγαλώνουμε μαζί πιο γρήγορα. Πλέον αν δεν μεγαλώσεις γρήγορα, πεθαίνεις», σημειώνει εκτιμώντας ότι οι χώρες των Βαλκανίων, της Ανατολικής Ευρώπης και της πρώην ΕΣΣΔ σε δέκα χρόνια από τώρα θα δώσουν τεράστιο έδαφος ανάπτυξης της εταιρείας.
Και από σχέδια άλλο τίποτα… Οπως ο ίδιος λέει στο «b.s», στόχος είναι η επέκταση τόσο στο εξωτερικό όσο και στην εγχώρια αγορά με πρότζεκτ στα οποία επιδιώκεται η εμπλοκή στρατηγικών εταίρων. «Θέλουμε, για παράδειγμα, να δημιουργήσουμε περισσότερα καινοτόμα θερμοκήπια της Agritex (σ.σ.: μία εκ των εταιρειών του ομίλου). Και γι’ αυτό αναζητούμε στρατηγικούς επενδυτές. Το πρώτο θα είναι στην Ξάνθη και θα βασίζεται στη γεωθερμία. Εχουμε πάρει ήδη την άδεια γι’ αυτό και την έκταση 180 στρεμμάτων. Περιμένουμε τώρα να ενταχθεί στον αναπτυξιακό νόμο», σημειώνει σχετικά.
Οι συμμαχίες αλλά και η αξιοπιστία που δημιούργησε το όνομα Ευθυμιάδης πάντα έπαιζαν καταλυτικό ρόλο στην πορεία και μεγέθυνση της εταιρείας στο πέρασμα των δεκαετιών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το πώς δημιουργήθηκε το πρώτο εργοστάσιο της οικογένειας τη δεκαετία του ’60. Εξιστορεί σχετικά ο κ. Θύμης Ευθυμιάδης: «Ο παππούς ήταν άνθρωπος πολύ ανήσυχος. Του άρεσαν πολύ τα φυτά και έψαχνε τρόπους για την προστασία τους. Ετσι, όταν ξεκίνησε την επιχείρηση, το 1935, ήταν ο πρώτος που εισήγαγε στην Ελλάδα φυτοφάρμακα / φυτοπροστατευτικά προϊόντα ώστε να φτιάξει τα δικά του φυτά. Τότε λοιπόν ξεκινάει μια συνεργασία με μια αγγλική εταιρεία που λεγόταν Μέρλιν. Του πίστωσαν αρκετά φάρμακα. Ξέσπασε όμως ο Πόλεμος, έγινε η Κατοχή, ήρθε μετά και ο Εμφύλιος… Οι Εγγλέζοι είχαν ξεγράψει εκείνες τις προμήθειες. Κι όμως λίγο αργότερα έλαβαν στο ακέραιο όλα τα λεφτά. Εντυπωσιάστηκαν και έτσι αποφάσισαν να διευρύνουν τη συνεργασία με τον παππού μου τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Με τη δική τους προστασία και την τεχνογνωσία που παρείχαν δωρεάν έγινε το πρώτο εργοστάσιο αγροτοχημικών. Αργότερα ανέλαβε ο πατέρας μου για να ακολουθήσει ένας μεγάλος κύκλος επεκτάσεων».
Ο όμιλος
Σήμερα ο όμιλος Ευθυμιάδη δραστηριοποιείται σε τέσσερις διακριτούς κλάδους της αγροτικής οικονομίας:
α) Γεωργικά εφόδια και φυτοπροστασία (λιπάσματα), β) φυτικό πολλαπλασιαστικό υλικό, γ) υπηρεσίες (εργαστηριακές αναλύσεις), δ) αγροτική παραγωγή και εμπορία. Υποστηρίζει ολοκληρωμένα προγράμματα συμβολαιακής γεωργίας με επιλεγμένους παραγωγούς σε όλη την Ελλάδα. Ελεγχος γενετικού υλικού (σπόροι, φυτά), παρακολούθηση μεθόδων καλλιέργειας, έλεγχος ποιοτικών στοιχείων των τελικών προϊόντων μέχρι την τυποποίηση και την εμπορική διάθεση των παραγόμενων αγροτικών προϊόντων αποτελούν αυτά τα ολοκληρωμένα προγράμματα.
Ολα αυτά μέσω εταιρειών που η μία φαίνεται ότι είναι αλυσίδα της άλλης στην πορεία του αγροτικού προϊόντος. Ξεχωριστές εταιρείες για τα αγροτικά εφόδια, τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, τα λιπάσματα, τους σπόρους, τα φυτά, τις αναλύσεις και την παραγωγή και διακίνηση νωπών αγροτικών προϊόντων. Συγκεκριμένα οι εταιρείες του ομίλου είναι οι: Κ&Ν Ευθυμιάδης, που κατέχει κυρίαρχη θέση στα γεωργικά εφόδια με το εργοστάσιο να βρίσκεται στη ΒΙ.ΠΕ. της Σίνδου, Bios Agrosystems, που ασχολείται κυρίως με την έρευνα και ανάπτυξη ελληνικών ποικιλιών βάμβακος, με την παραγωγική της μονάδα να βρίσκεται στο Κουτσό Ξάνθης, Vitro Hellas, που αποτελεί πρωτοποριακή, υψηλής τεχνολογίας μονάδα παραγωγής φυτών με τη μέθοδο της ιστοκαλλιέργειας, Agrolab, που είναι ο μεγαλύτερος οργανισμός παροχής ολοκληρωμένων εργαστηριακών και συμβουλευτικών λύσεων στη ΝΑ Ευρώπη, με συγκροτήματα εργαστηρίων στη Σίνδο Θεσσαλονίκης, το Μαρκόπουλο Αττικής και την Κύπρο, Hellenic Farming, που διακινεί αγροτικά προϊόντα υψηλής ποιότητας, όπως η πρώτη επώνυμη ελληνική τομάτα «Lucia» και η ελληνική πατάτα «Μυρτώ» και, τέλος, η Agritex Ενεργειακή, που διαθέτει στην Αλεξάνδρεια Ημαθείας υπερσύγχρονη μονάδα συμπαραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας, η οποία συνδυάζεται με τη λειτουργία υδροπονικής, υαλόφρακτης θερμοκηπιακής μονάδας 100.000 τ.μ. για την παραγωγή περίπου 5.000 τόνων κηπευτικών ετησίως.
Οπως εξηγεί ο κ. Ευθυμιάδης, «είμαστε στον αγροτοδιατροφικό τομέα ξεκινώντας από την επιλογή τι θα καλλιεργήσει ο παραγωγός γιατί ξέρουμε τα χώματά του από τις αναλύσεις εδάφους που κάνουμε, ξέρουμε τι πάει καλά πού, του προτείνουμε και τη συγκεκριμένη ποικιλία που μπορεί να βάλει, τη μέθοδο παραγωγής, τη φυτοπροστασία για να προστατεύσει την καλλιέργειά του. Θα τσεκάρουμε το τελικό προϊόν μέσω της Agrolab ότι είναι εντάξει και πληροί προδιαγραφές που θέλουν τα μεγάλα σούπερ μάρκετ και ή θα το διαθέσει μόνος του ή μέσω συμβολαιακής παραγωγής -που είναι η επόμενη μέρα- του αγοράζω το προϊόν και το πουλάω γι’ αυτόν με μία προμήθεια για εμάς και όλη την υπεραξία στον παραγωγό. Αυτή είναι η φιλοσοφία μας, να κλείσουμε τον κύκλο. Από το χωράφι στο πιάτο, που λέει και το μότο της Lucia’s Farm».
Η τελευταία είναι και το μεγάλο όραμα του κ. Ευθυμιάδη: «Θα ήθελα το όνομα της Lucia να γίνει κάτι αντίστοιχο με αυτό του Μπάρμπα Στάθη στα κατεψυγμένα προϊόντα. Στη συνείδηση του κόσμου να συνδεθεί με την ποιότητα, την εμπιστοσύνη, τη φρεσκάδα και τη γεύση. Να συνδεθεί με ό,τι συμβολίζει η ελληνική φρέσκια παραγωγή. Και το στοίχημα είναι μεγάλο. Φανταστείτε ότι σήμερα δεν υπάρχει κάποιο μεγάλο brand στα νωπά – τυποποιημένα προϊόντα».
Η γεωργία του μέλλοντος
Καθώς η συζήτησή μας γίνεται στο περιθώριο εκδήλωσης της θυγατρικής του ομίλου Hellenic Farming, που παράγει και διανέμει τα σήματα ντομάτας «Lucia’s Farm» και πατάτας «Μυρτώ», αμέσως θίγεται το ζήτημα της συμβολαιακής γεωργίας στη χώρα, τον ρόλο που μπορεί να επιτελέσει στη μετεξέλιξη του πρωτογενούς τομέα αλλά και τη στόχευση του ίδιου του ομίλου στο κομμάτι της παραγωγής και εμπορίας.
Ο ίδιος αναγνωρίζει ότι η συμβολαιακή γεωργία έχει παιδικές ασθένειες, ωστόσο θεωρεί ότι η νοοτροπία των Ελλήνων αγροτών αλλάζει είτε λόγω της κρίσης και της ασφάλειας που προσφέρει ένα συμβόλαιο που θα τηρηθεί είτε γιατί οι περισσότεροι νέοι αγρότες που μπαίνουν στην παραγωγή έχουν ανοιχτό μυαλό και εκπαιδεύονται. Και σε αυτό συμβάλλουν και οι εταιρείες του χώρου. «Ο,τι καινούριο αφορά την αγροτική παραγωγή, από νέα συστήματα άρδευσης, την “έξυπνη γεωργία” που, μεταξύ άλλων, αξιοποιεί μετεωρολογικά δεδομένα δορυφορικών σταθμών ως και τα καινούρια συστήματα λίπανσης και σποράς προωθούνται από εμάς και άλλες εταιρείες. Παράλληλα επιτελούμε και ρόλο εκπαιδευτικού στους παραγωγούς. Και το κάνουμε με όρεξη αφού εκπαιδεύοντας τον αγρότη τον εξελίσσουμε σε καλύτερο επαγγελματία που θα μπορέσει να αξιοποιήσει στο έπακρο και με σωστές πρακτικές την ελληνική γη μεγιστοποιώντας αυτό που καλλιεργεί ώστε να έχει καλύτερο εισόδημα και να υπάρχει μεγαλύτερη παραγωγή».
Και ανταπόκριση υπάρχει, όπως σημειώνει ο κ. Ευθυμιάδης. «Βλέπω αγρότες να μεγαλώνουν την έκτασή τους αγοράζοντας χωράφια, να εκπαιδεύονται. Η ελληνική γεωργία εκμοντερνίζεται και αυτό είναι απαραίτητο για να είμαστε ανταγωνιστικοί στη διεθνή αγορά που είναι αμείλικτη. Αν δεν παράγεις με το σωστό τιμολόγιο τα ελληνικά προϊόντα θα καταλήξεις με εισαγόμενα προϊόντα», σημειώνει. Γι’ αυτό και υπογραμμίζει ότι το υπ. Γεωργίας πρέπει να χαράξει συγκεκριμένη στρατηγική για τα προϊόντα στα οποία θα πρέπει να στραφεί η ελληνική γεωργία και όχι απλά να κάνει διαχείριση. Και για τον ίδιο η παραγωγή προϊόντων με προστιθέμενη αξία είναι μονόδρομος, αφού στο μέτωπο της μαζικής παραγωγής η Ελλάδα δεν έχει τις εκτάσεις και το δυναμικό να ανταγωνιστεί χώρες με φθηνά τιμολόγια.
Πάνω εκεί έγκειται, όπως λέει, και η προσπάθεια που κάνει ο όμιλος μέσω της Agritex και της Hellenic Farming. Σκοπός όμως, όπως εξηγεί, είναι «να μεταφέρουμε την τεχνογνωσία που έχουμε αναπτύξει και ελληνοποιήσει στην παραγωγή ντομάτας και γενικά υψηλής ποιότητας αγροτικών προϊόντων σε υδροπονικά θερμοκήπια. Θέλουμε να πουλήσουμε και αλλού την τεχνογνωσία ώστε να δημιουργούνται μονάδες από τις οποίες θα παίρνουμε το προϊόν και θα το πουλάμε ως Lucia’s Farm. Είναι τεχνογνωσία που αναπτύξαμε με πολύ κόπο και κόστος απ’ το 2008».
Νέα προϊόντα στην αγορά
Ο ίδιος, πάντως, ετοιμάζεται για το επόμενο βήμα στην αγορά, αφού, όπως λέει, από την επόμενη εβδομάδα η εταιρεία θα βγάλει στην αγορά πατάτα baby η οποία καλλιεργήθηκε πιλοτικά. «Είμαι πολύ περήφανος για το νέο προϊόν. Ταιριάζει στην Ελλάδα. Είναι η πατάτα ραγού, όπως έχουμε συνηθίσει να τη λέμε, η οποία θα ψήνεται με τη φλούδα της στον φούρνο. Μέχρι τώρα το 100% αυτού του είδους της πατάτας που κυκλοφορούσε στη χώρα μας ήταν εισαγόμενο, κυρίως από τη Γαλλία. Και μιλάμε για μεγάλες ποσότητες. Τις υπολογίζουμε 5.000-10.000 τόνους τον χρόνο. Αρα πάμε να υποκαταστήσουμε κάτι που επιβάρυνε το εξωτερικό μας ισοζύγιο και παράλληλα να προσθέσουμε αξία στον παραγωγό. Γιατί είναι ένα προΐον υψηλής προστιθέμενης αξίας. Θα πωλείται συσκευασμένο και ο παραγωγός θα έχει πολύ καλύτερη στρεμματική απολαβή σε σχέση με την κανονική πατάτα», αναφέρει.
Παράλληλα όμως στον σχεδιασμό είναι και η μεγαλύτερη διαφοροποίηση σε προϊόντα νωπά. «Θα είναι παρεμφερή με αυτά που παράγουμε και διακινούμε σήμερα. Λαχανικά στα οποία μπορούμε να προσθέσουμε αξία, να τα τυποποιήσουμε και να τα συσκευάσουμε», καταλήγει ο κ. Ευθυμιάδης.
