search icon

business stories

Σαντίκ Γουάχμπα – I Squared Capital: Η Ελλάδα έχει όλα τα φόντα να γίνει η Σιγκαπούρη της Ευρώπης

Ο επικεφαλής της I Squared Capital βλέπει στρατηγική ευκαιρία για τη χώρα ώστε να μετατραπεί σε παγκόσμιο κόμβο υποδομών, από την ενέργεια και τα logistics μέχρι την ψηφιακή συνδεσιμότητα - Οι ευκαιρίες και τα projects που εξετάζει

Η Ελλάδα βρίσκεται, σύμφωνα με τον κ. Σαντίκ Γουάχμπα, σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι: μπορεί να αξιοποιήσει την παγκόσμια στροφή προς τις υποδομές και να προσελκύσει θεσμικό κεφάλαιο δισεκατομμυρίων εφόσον διαμορφώσει ένα σταθερό, προβλέψιμο και αξιόπιστο επενδυτικό πλαίσιο.

Ο επικεφαλής της I Squared Capital, ενός από τα μεγαλύτερα private equity funds παγκοσμίως που επενδύουν σε υποδομές, με άνω των 50 δισ. δολαρίων υπό διαχείριση και επενδύσεις σε περισσότερες από 70 χώρες, θεωρεί ότι η χώρα διαθέτει όλα τα θεμελιώδη πλεονεκτήματα: στρατηγική θέση, ανθρώπινο κεφάλαιο και διοικητική σταθερότητα. Εκείνο που χρειάζεται, όπως λέει, είναι μια βαθιά αλλαγή νοοτροπίας: σαφείς κανόνες, ισχυρούς ρυθμιστικούς μηχανισμούς και έναν ρόλο του Δημοσίου που θα λειτουργεί ως καταλύτης, όχι ως συν-επενδυτής.

Με πολυετή διαδρομή στη διεθνή επενδυτική σκηνή, ο κ. Γουάχμπα υπήρξε επικεφαλής της Morgan Stanley Infrastructure προτού ιδρύσει το 2012 την I Squared Capital, η οποία σήμερα έχει εξελιχθεί σε έναν από τους κορυφαίους θεσμικούς διαχειριστές κεφαλαίων υποδομών διεθνώς.

«Το κράτος θέτει τους κανόνες, οι επενδυτές αναλαμβάνουν το ρίσκο», υπογραμμίζει ο διεθνής επενδυτής, ο οποίος βλέπει στην Ελλάδα «τεράστιες δυνατότητες να εξελιχθεί σε επενδυτικό κόμβο της περιοχής». Και όπως προσθέτει, «εφόσον κινηθεί με τόλμη και συνέπεια δεν υπάρχει λόγος να μη γίνει η Σιγκαπούρη της Ευρώπης».

Ο Σαντίκ Γουάχμπα με τον συντάκτη του «business stories» Στέλιο Μορφίδη

Στο επενδυτικό ραντάρ

Για τον ίδιο, η χώρα μας βρίσκεται μπροστά σε ένα σπάνιο παράθυρο ευκαιρίας. «Η Ελλάδα έχει τεράστιες δυνατότητες», λέει χωρίς δισταγμό, εξηγώντας ότι το στοίχημα για τη χώρα δεν είναι πια η σταθερότητα, αλλά η φιλοδοξία. «Οι περισσότεροι συγκρίνουν την Ελλάδα με την Πορτογαλία ή την Ισπανία. Θεωρώ ότι αυτές οι συγκρίσεις είναι λανθασμένες. Θα πρέπει να κοιτάξετε δύο άλλα παραδείγματα, την Ιρλανδία και τη Σιγκαπούρη».

Η σύγκριση αυτή, όπως σημειώνει, μόνο τυχαία δεν είναι. Το 1981, όταν η Ελλάδα εισήλθε στην Ευρωπαϊκή Eνωση, το κατά κεφαλήν εισόδημά της ήταν σχεδόν ίσο με εκείνο της Ιρλανδίας και της Σιγκαπούρης. «Γιατί, λοιπόν, σήμερα η Σιγκαπούρη έχει κατά κεφαλήν εισόδημα πάνω από 90 .000 δολάρια και η Ιρλανδία το διπλάσιο της Ελλάδας;» αναρωτιέται και απαντά ο ίδιος: «Η Ιρλανδία δαπάνησε περίπου τα διπλάσια κονδύλια για την εκπαίδευση απ’ ό,τι η Ελλάδα. Η Σιγκαπούρη επένδυσε μαζικά στο ανθρώπινο κεφάλαιο και δημιούργησε ένα αποτελεσματικό ρυθμιστικό σύστημα».

Σε ευρύτερο επίπεδο, ο ίδιος προειδοποιεί ότι η Δύση κινδυνεύει να χάσει το πλεονέκτημά της στην ανάπτυξη υποδομών, καθώς η Κίνα έχει πλέον επενδύσει τεράστια ποσά σε δίκτυα, λιμάνια και μεταφορές διεθνώς. «Η Δύση έχει μείνει πίσω γιατί εδώ και δεκαετίες αντιμετωπίζει τις υποδομές ως δημόσιο βάρος, ενώ η Κίνα τις είδε ως εργαλείο στρατηγικής ισχύος», λέει. «Αυτό όμως δημιουργεί ευκαιρία για την Ευρώπη -και χώρες όπως η Ελλάδα- να ανακτήσουν έδαφος εφόσον κινηθούν πιο γρήγορα και πιο συντονισμένα». Με αυτό το σκεπτικό, θεωρεί λάθος να αντιμετωπίζεται η χώρα ως γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης. «Είναι λάθος να λέτε ότι “η Ελλάδα θα είναι η γέφυρα ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση”. Δεν χρειάζεται να είστε γέφυρα. Πρέπει να γίνετε ένα παγκόσμιο κέντρο», επισημαίνει, και υπογραμμίζει ότι οι προϋποθέσεις υπάρχουν: «Η Ελλάδα έχει όλα τα στοιχεία – στρατηγική θέση, ανθρώπινο δυναμικό, διοικητική ικανότητα. Με θεσμική συνέπεια και τόλμη δεν υπάρχει λόγος να μην εξελιχθεί μέσα στην επόμενη δεκαετία σε Σιγκαπούρη της Ευρώπης».

Οι ευκαιρίες

Ο Σαντίκ Γουάχμπα δεν μιλά θεωρητικά. Η I Squared Capital έχει ήδη τοποθετήσεις στη χώρα, κυρίως σε υποδομές ψηφιακής συνδεσιμότητας, και παρακολουθεί στενά τα επόμενα βήματα σε τομείς όπως η ενέργεια και οι μεταφορές. «Εχουμε επενδύσει ήδη σε έργα οπτικών ινών και σε υποθαλάσσιους σταθμούς προσαιγιάλωσης (landing stations) στην Ελλάδα, τα οποία συνδέουν τη χώρα με τα Βαλκάνια. Είναι ένας τομέας με μεγάλο ενδιαφέρον», αναφέρει.

Οπως λέει ο ίδιος, οι υποδομές μεταφορών και logistics αποτελούν επίσης εξαιρετικά ελκυστικό πεδίο. «Διαθέτετε στρατηγική θέση και ισχυρή ναυτιλιακή παράδοση. Οι υποδομές μεταφορών, τα λιμάνια, τα logistics centers μπορούν να λειτουργήσουν ως μοχλοί ανάπτυξης και περιφερειακής διασύνδεσης», σημειώνει, υπενθυμίζοντας ότι η I Squared Capital είναι ιδιοκτήτρια της Arriva, ενός από τους μεγαλύτερους ομίλους δημόσιων μεταφορών στην Ευρώπη, και της TIP, που δραστηριοποιείται στη διαχείριση και μίσθωση εξοπλισμού logistics με πάνω από 100.000 οχήματα και ρυμουλκούμενα. Εξίσου ισχυρό επενδυτικό ενδιαφέρον διαπιστώνει και στο πεδίο της ψυχρής εφοδιαστικής αλυσίδας (cold storage), έναν κλάδο που συνδυάζει τεχνολογία, ενέργεια και μεταφορές:

«Αναπτύσσουμε ήδη μια εταιρεία ψυχρής αποθήκευσης που λειτουργεί στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Ολλανδία και την Ιταλία και εξετάζουμε την επέκταση σε νέες αγορές. Είναι ένας τομέας που απαιτεί τεχνογνωσία, ενέργεια και επενδύσεις – και η Ελλάδα έχει προοπτικές να φιλοξενήσει τέτοιες υποδομές».

Η ενεργειακή μετάβαση, ωστόσο, αποτελεί το πεδίο όπου ο κ. Γουάχμπα βλέπει τις μεγαλύτερες προοπτικές για την Ελλάδα. «Συζητείται ήδη η ιδέα της μεταφοράς ανανεώσιμης ενέργειας από τη Βόρεια Αφρική προς την Ευρώπη μέσω Ελλάδας. Είχα συζητήσεις για τέτοια έργα με τον πρωθυπουργό στο πλαίσιο της Εβδομάδας για το Κλίμα στα Ηνωμένα Εθνη», αποκαλύπτει. Σε αυτό το επίπεδο, όπως εξηγεί, το κράτος έχει λόγο να εμπλακεί όχι ως μέτοχος, αλλά ως anchor investor που θα λειτουργήσει ως εγγυητής και επιταχυντής μεγάλων έργων. «Οταν μιλάμε για επενδύσεις 10 ή 15 δισ. δολαρίων, είναι λογικό να υπάρχει μια αρχική συμμετοχή του Δημοσίου. Σταδιακά, όμως, το ιδιωτικό κεφάλαιο πρέπει να αναλάβει την πρωτοβουλία».

Οι τεχνολογικές εξελίξεις, σημειώνει, καθιστούν τα έργα αυτά όλο και πιο βιώσιμα. «Το κόστος των συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας έχει μειωθεί δραστικά τα τελευταία χρόνια. Οι νέες μπαταρίες επιτρέπουν πλέον στα συστήματα ηλιακής και αιολικής ενέργειας να λειτουργούν ως βάση ισχύος, αποθηκεύοντας ενέργεια τη μέρα και αποδίδοντάς την τις ώρες αιχμής. Οι τεχνολογίες αυτές ανοίγουν νέες δυνατότητες – και η Ελλάδα μπορεί να τις αξιοποιήσει».

Σε αυτό το σημείο της συζήτησης του υπενθυμίζουμε ότι ο Ομιλος Olympia, ο διοργανωτής της εκδήλωσης όπου έχει κληθεί να μιλήσει στην Αθήνα, ελέγχει τη Sunlight Group, έναν από τους μεγαλύτερους ευρωπαϊκούς παραγωγούς συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας. Υπάρχει άραγε πεδίο συνεργασίας; «Είμαστε πάντα ανοικτοί σε συνεργασίες με εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε αυτόν τον χώρο», απαντά με νόημα. Και προσθέτει: «Πρόσφατα επενδύσαμε πάνω από 1 δισ. δολάρια στην Entek, μια εταιρεία που παράγει μεμβράνες για μπαταρίες στις Ηνωμένες Πολιτείες, με τη στήριξη του αμερικανικού υπουργείου Ενέργειας. Είναι ένα παράδειγμα του πώς οι δημόσιες πολιτικές μπορούν να κινητοποιήσουν τεράστιους ιδιωτικούς πόρους χωρίς να δίνουν απλώς επιδοτήσεις ή δωρεάν χρήμα».

Το νέο μοντέλο χρηματοδότησης

Για τον κ. Γουάχμπα οι ευκαιρίες υπάρχουν. Το ζητούμενο είναι αν υπάρχει και το σωστό μοντέλο χρηματοδότησης που θα επιτρέψει να αξιοποιηθούν. Το παραδοσιακό μοντέλο, στο οποίο το κράτος αναλαμβάνει σχεδόν αποκλειστικά το βάρος των επενδύσεων, έχει πια εξαντλήσει τα όριά του: «Οι κυβερνήσεις δεν διαθέτουν πλέον τους πόρους για να καλύψουν τις τεράστιες ανάγκες συντήρησης και δημιουργίας νέων υποδομών», λέει. «Το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ έχει αυξηθεί σε όλες τις χώρες. Στην Ελλάδα βρίσκεται πάνω από 150%, στις ΗΠΑ στο 120% και σύντομα θα φτάσει στο ίδιο επίπεδο. Οι κυβερνήσεις απλώς δεν μπορούν να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν οι ίδιες τις επενδύσεις που απαιτούνται».

Η θέση αυτή είναι κεντρική και στο βιβλίο του «Build», όπου περιγράφει πώς η υπερβολική εξάρτηση από τη δημόσια χρηματοδότηση έχει δημιουργήσει ένα «σπασμένο» μοντέλο που δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες του 21ου αιώνα. Οπως γράφει -και επαναλαμβάνει- «κάθε δολάριο που επενδύεται σε υποδομές αποδίδει δυόμισι φορές την αξία του στην οικονομία».

Το ζητούμενο, κατά τον ίδιο, δεν είναι μόνο η συντήρηση των υφιστάμενων υποδομών, αλλά και η δημιουργία της νέας γενιάς, των ψηφιακών, τεχνολογικών και ενεργειακών. «Δεν αρκεί να έχεις οπτικές ίνες ή data centers. Οι ίδιες οι υποδομές πρέπει να είναι σχεδιασμένες ώστε να ενσωματώνουν τεχνολογίες Τεχνητής Νοημοσύνης. Ουσιαστικά, όλα πρέπει να αλλάξουν εκ βάθρων».

Η απάντηση βρίσκεται στη σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα με καθαρή κατανομή ρόλων. «Το βασικό ερώτημα είναι ποιος είναι ο ρόλος του κράτους στην παροχή δημόσιων υπηρεσιών. Πρέπει το κράτος να κατέχει ή απλώς να διαχειρίζεται; Και ποια είναι τα όρια ανάμεσα στην ιδιοκτησία, στη διαχείριση και την τιμολόγηση;». Φέρνει ως παράδειγμα το μοντέλο του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου η κυβέρνηση της Μάργκαρετ Θάτσερ αποφάσισε ότι το κράτος δεν χρειάζεται να κατέχει τις υπηρεσίες, αλλά να θέτει το πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτές λειτουργούν.

«Μπορείς να πεις: “εγώ παραμένω ιδιοκτήτης του λιμανιού ή του δικτύου ύδρευσης, αλλά αναθέτω τη διαχείριση για 20, 30 ή 50 χρόνια σε ιδιώτες με σαφείς όρους”. Η ιδιοκτησία μένει στο Δημόσιο, αλλά η αποτελεσματικότητα προέρχεται από τη διαχείριση». Το κρίσιμο στοιχείο, όπως εξηγεί, είναι η ποιότητα της ρύθμισης. «Αν ο ρυθμιστής δεν είναι επαρκώς στελεχωμένος, δεν αμείβεται σωστά και δεν έχει κύρος, τότε το σύστημα δεν λειτουργεί. Οι ρυθμιστικές αρχές πρέπει να είναι ισχυρές ακριβώς όπως οι κεντρικές τράπεζες που εποπτεύουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα». Απορρίπτει επίσης το στερεότυπο ότι η συμμετοχή ιδιωτών οδηγεί αυτόματα σε αυξήσεις τιμών.

«Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην αποδοτική διαχείριση και στην τιμολόγηση. Το κράτος μπορεί να καθορίζει πολιτικά τις τιμές επιδοτώντας όπου χρειάζεται. Το ζητούμενο είναι η αποδοτικότητα και η διαφάνεια». Συνοψίζει δε τη φιλοσοφία του απλά: «Οι κυβερνήσεις πρέπει να λειτουργούν ως καταλύτες, όχι ως συν-επενδυτές που καλύπτουν τα πάντα. Το κράτος θέτει τους κανόνες, οι επενδυτές αναλαμβάνουν το ρίσκο».

Το μήνυμα

Το ζητούμενο, σύμφωνα με τον κ. Γουάχμπα, δεν είναι να προσελκύσει η Ελλάδα απλώς κεφάλαια, αλλά να το κάνει με όρους διαφάνειας, προβλεψιμότητας και θεσμικής συνέπειας. «Αυτό που χρειάζεται είναι ένα καθαρό, σταθερό και ανταγωνιστικό πλαίσιο. Οι επενδυτές θέλουν να ξέρουν ότι οι κανόνες δεν αλλάζουν», τονίζει. Στο πλαίσιο αυτό, εκτιμά ότι η δημιουργία του νέου Εθνικού Ταμείου Υποδομών από την ελληνική κυβέρνηση, το οποίο θα έχει στόχο τη συγχρηματοδότηση έργων με ξένους θεσμικούς επενδυτές, είναι μια θετική πρωτοβουλία υπό προϋποθέσεις.

«Τέτοια εργαλεία μπορούν να λειτουργήσουν ως καταλύτες, αλλά είναι κρίσιμο να μην εκτοπίζουν το ιδιωτικό κεφάλαιο, ούτε να δημιουργούν την εντύπωση ότι όποιος έχει το κράτος ως συνεταίρο απολαμβάνει προνομιακή μεταχείριση», λέει.

Η εμπειρία του από δεκάδες χώρες τον έχει διδάξει ότι η αξιοπιστία των κανόνων είναι ο βασικός παράγοντας που καθορίζει τις ροές κεφαλαίων. «Αυτό που χρειάζεται δεν είναι το κράτος να επενδύει παντού, αλλά να ορίζει κανόνες σαφείς, αδιαμφισβήτητους και σταθερούς. Να μπορεί να πει: “Αυτοί είναι οι κανόνες μας. Αν σας ταιριάζουν, επενδύστε. Αν όχι, μην το κάνετε”. Οι κανόνες πρέπει να είναι ευέλικτοι και ανταγωνιστικοί, αλλά όχι ευκαιριακοί».

Κατά τον κ. Γουάχμπα, η Ελλάδα έχει ήδη ένα θετικό υπόβαθρο: τη γεωγραφική της θέση, το ανθρώπινο κεφάλαιο και μια διοίκηση που έχει αποδείξει τα τελευταία χρόνια ότι μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Το επόμενο βήμα είναι να θωρακίσει τους θεσμούς που ρυθμίζουν τις αγορές ώστε να μπορούν να επιβλέπουν με αξιοπιστία τις συμπράξεις και τις ιδιωτικοποιήσεις: «Αν οι ρυθμιστικές αρχές δεν είναι ισχυρές, το σύστημα δεν θα δουλέψει. Οπως οι κεντρικές τράπεζες εποπτεύουν τις τράπεζες, έτσι και οι ρυθμιστές στις υποδομές πρέπει να είναι επαγγελματικά στελεχωμένοι και καλά αμειβόμενοι». Στο ερώτημα ποια είναι, τελικά, η προϋπόθεση για να γίνει η Ελλάδα προορισμός θεσμικού κεφαλαίου, η απάντησή του είναι άμεση: «Σταθεροί κανόνες, διαφάνεια, συνέπεια. Αν το πετύχετε αυτό, το κεφάλαιο θα έρθει μόνο του».

Ο ίδιος είχε να έρθει στην Ελλάδα περίπου 15 χρόνια. Σήμερα, όπως λέει, διαπιστώνει ότι η χώρα είναι πιο σίγουρη για τον εαυτό της, πιο ανοιχτή στις διεθνείς προοπτικές. «Η Ελλάδα έχει τα φόντα να κάνει το άλμα. Το θέμα είναι να πιστέψει η ίδια πόσο ψηλά μπορεί να φτάσει», καταλήγει.

Διαβάστε ακόμη 

Η ανεξέλεγκτη εξάπλωση της ευλογιάς στερεύει το ελληνικό γάλα

Ψαλίδι στο «Εξοικονομώ» – Καθυστερήσεις, γραφειοκρατία και 15.000 χαμένες κατοικίες

Στεγαστική κρίση: Νέα προγράμματα για φθηνότερα σπίτια

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα

Exit mobile version