Την εξαίρεση από τους περιορισμούς, ακόμη και στο κέντρο της Αθήνας, των μικρών ιδιωτών με μία-δύο καταχωρήσεις που μισθώνουν περιστασιακά τα σπίτια τους σε τουρίστες προτείνει η Airbnb, υποστηρίζοντας παράλληλα ότι τα όποια περιοριστικά μέτρα λαμβάνονται θα πρέπει να είναι απολύτως στοχευμένα, σε διάλογο όλων των εμπλεκόμενων φορέων και με συνεχή επανεξέταση των πραγματικών δεδομένων της αγοράς κάθε έτος.
Σε μια συγκυρία όπου το Στεγαστικό καίει και είναι σταθερά στο επίκεντρο, όπως φάνηκε άλλωστε και στο πλαίσιο της φετινής Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης, η κορυφαία διεθνής πλατφόρμα βραχυχρόνιων μισθώσεων παίρνει θέση και καταθέτει τις δικές της προτάσεις για το θέμα, όπως τις αποτυπώνει στη συνέντευξή της η Βαλεντίνα Ρέινο, υπεύθυνη Πολιτικής για την Airbnb στην Ελλάδα. Η ίδια υποστηρίζει ότι τα πραγματικά αίτια του Στεγαστικού όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές αγορές εστιάζουν σε τρία βασικά στοιχεία, την περιορισμένη προσφορά κατοικιών, την ανεπαρκή επένδυση σε προσιτή στέγαση και τον υψηλό αριθμό κενών ακινήτων. «Στην Αθήνα ένα στα τέσσερα σπίτια παραμένει κενό», δηλώνει χαρακτηριστικά, αντικρούοντας την κριτική ότι η βραχυχρόνια μίσθωση είναι αυτή που επιτείνει το πρόβλημα, αφού «τα ακίνητα αποκλειστικά για βραχυχρόνια μίσθωση αντιστοιχούν μόλις στο 0,4% του συνόλου των κατοικιών στην Ελλάδα και στο 1% των κατοικιών στο κέντρο της Αθήνας».
Η επιβολή περιορισμών
Ως ένα γενικότερο σχόλιο για τους αυστηρούς ή και καθολικούς περιορισμούς που έχουν εισαχθεί στο κομμάτι της αγοράς βραχυχρόνιας μίσθωσης ανά την Ευρώπη προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι στεγαστικές προκλήσεις, η υπεύθυνη Πολιτικής για την Airbnb στην Ελλάδα εξηγεί ότι «τα στοιχεία δείχνουν ότι τέτοιες απαγορεύσεις είναι αναποτελεσματικές. Στη Βαρκελώνη, για παράδειγμα, σύμφωνα με διάφορες διεθνείς μελέτες και δημοσιεύματα, συμπεριλαμβανομένων δεδομένων του Bloomberg και της Eurostat, οι τιμές κατοικιών συνέχισαν να αυξάνονται παρά τους αυστηρούς περιορισμούς που ισχύουν στις άδειες βραχυχρόνιων μισθώσεων εδώ και μια δεκαετία. Η κατάσταση δεν έχει βελτιωθεί επειδή τα πραγματικά αίτια του προβλήματος (ο περιορισμένος αριθμός κατοικιών, η ανεπαρκής επένδυση σε προσιτή στέγαση και ο υψηλός αριθμός κενών ακινήτων) παραμένουν άλυτα, με αποτέλεσμα τα ενοίκια και οι τιμές ακινήτων να έχουν φτάσει σε ιστορικά υψηλά.
«Στην Airbnb πιστεύουμε ακράδαντα ότι τα ρυθμιστικά μέτρα πρέπει να είναι τεκμηριωμένα και στοχευμένα, όχι ενιαία για όλους. Κάθε απόφαση θα πρέπει να αντανακλά την τοπική πραγματικότητα και να βασίζεται σε μετρήσιμη επίδραση, όχι σε υποθέσεις. Οι βραχυχρόνιες μισθώσεις αποτελούν σημαντική πηγή εισοδήματος για πολλές οικογένειες, ειδικά σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού και αυξανόμενου κόστους ζωής. Στην Ελλάδα το 94% των οικοδεσποτών είναι ιδιώτες και το 98% διαχειρίζεται μόνο ένα ή δύο καταλύματα, χρησιμοποιώντας τις βραχυχρόνιες μισθώσεις ως τρόπο συμπλήρωσης του οικογενειακού εισοδήματος.
Για τον λόγο αυτό υποστηρίζουμε την προστασία των περιστασιακών οικοδεσποτών-ιδιωτών που νοικιάζουν τα δωμάτιά τους και έως δύο διαμερίσματα περιστασιακά, καθώς ο ιδιοκτήτης κατοικεί εκεί ή τα χρησιμοποιεί σε ορισμένες περιόδους του έτους. Στην περίπτωση της Αθήνας προτείναμε να εξαιρεθούν οι ιδιώτες ιδιοκτήτες που νοικιάζουν δωμάτια και έως δύο διαμερίσματα από το πάγωμα νέων εγγραφών βραχυχρόνιων μισθώσεων στο 1ο, στο 2ο και το 3ο Δημοτικό Διαμέρισμα του Δήμου Αθηναίων. Ο κανονισμός θα πρέπει να επικεντρώνεται στη διαχείριση περιπτώσεων επενδυτών που νοικιάζουν πολλαπλά ακίνητα αποκλειστικά για δραστηριότητα βραχυχρόνιας μίσθωσης. Το μέτρο θα πρέπει να επανεξετάζεται ετησίως, με βάση επικαιροποιημένα δεδομένα και επιπτώσεις, ώστε να αξιολογείται αν εξακολουθεί να είναι αναγκαίο. Χάρη στο Μνημόνιο Συνεργασίας που υπεγράφη από την Airbnb, την Booking και την Expedia με την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, υπάρχει πλήρης διαφάνεια σχετικά με τα δεδομένα της αγοράς και, συνεπώς, η ΑΑΔΕ έχει τη δυνατότητα να στηρίξει την κυβέρνηση στην ετήσια αναθεώρηση».
Τα κενά σπίτια
Η κυρία Ρέινο αντιτάσσεται στην άποψη ότι η επιβολή αυστηρών κανονισμών θα λύσει το Στεγαστικό και ότι η βραχυχρόνια μίσθωση είναι αυτή που φέρει τη μεγαλύτερη ευθύνη για το πρόβλημα. «Μελέτες, συμπεριλαμβανομένης της έρευνας που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, έχουν δείξει ότι τα Airbnb έχουν ελάχιστη έως καμία επίδραση στο στεγαστικό πρόβλημα. Τα ακίνητα που είναι αποκλειστικά για βραχυχρόνια μίσθωση αντιστοιχούν μόλις στο 0,4% του συνόλου των κατοικιών στην Ελλάδα και στο 1% των κατοικιών στο κέντρο της Αθήνας, ενώ τα κλειστά ακίνητα παραμένουν μείζον πρόβλημα στη χώρα, με τον αριθμό τους να έχει φτάσει στα 2,3 εκατομμύρια. Στην Αθήνα ένα στα τέσσερα σπίτια παραμένει κενό.
Η μελέτη αναδεικνύει τόσο τα οικονομικά οφέλη όσο και τον αντίκτυπο των βραχυχρόνιων μισθώσεων σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, αποδεικνύοντας ότι αποτελούν πυλώνα της ελληνικής οικονομίας. Συγκεκριμένα, οι οικοδεσπότες που δραστηριοποιούνται μέσω Airbnb δημιούργησαν το 2023 οικονομικό αποτύπωμα ύψους 3,25 δισ. ευρώ για τις τοπικές κοινωνίες, στηρίζοντας περισσότερες από 100.000 θέσεις εργασίας σε όλη τη χώρα και συμβάλλοντας κατά 4,5%-5,4% στο ελληνικό ΑΕΠ. Οι βραχυχρόνιες μισθώσεις δεν αποτελούν απλώς μια εξειδικευμένη αγορά, αλλά στρατηγικό παράγοντα για την εθνική οικονομία, τα δημόσια έσοδα και την ανάπτυξη του περιφερειακού τουρισμού».
Oι προτάσεις της Airbnb
Ενδιαφέρον έχει η θέση της εταιρείας σε σχέση με τα όσα έχουν συζητηθεί -και στη ΔΕΘ- για την επέκταση των περιορισμών στην αγορά βραχυχρόνιων μισθώσεων. «Η ελληνική κυβέρνηση έχει εφαρμόσει ένα πάγωμα διάρκειας ενός έτους για τις νέες βραχυχρόνιες μισθώσεις στο 1ο, στο 2ο και το 3ο Διαμέρισμα της Αθήνας, το οποίο, όπως ανακοινώθηκε στη ΔΕΘ φέτος, θα παραμείνει σε ισχύ έως το τέλος του 2026. Θεωρούμε ότι αυτό το μέτρο είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση και μπορεί να λειτουργήσει ως πιλοτικό μοντέλο βασισμένο όμως σε δεδομένα, το οποίο θα πρέπει να αξιολογηθεί προσεκτικά ώστε να εκτιμηθεί ο πραγματικός αντίκτυπός του στην αγορά κατοικίας. Οποιαδήποτε πιθανή επέκταση του μέτρου σε άλλες περιοχές θα πρέπει να βασιστεί σε αποδεδειγμένη ανάγκη που προκύπτει από τα στοιχεία.
Η πρότασή μας είναι να γίνει ένας διάλογος με την ελληνική κυβέρνηση, την ΑΑΔΕ, τους συνδέσμους οικοδεσποτών και τις πλατφόρμες διαδικτυακών ταξιδιωτικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένου του Airbnb, ώστε να αξιολογηθεί ο αντίκτυπος του πιλοτικού μέτρου και να εξεταστούν τα επικαιροποιημένα δεδομένα, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπάρχει τεκμηριωμένη ανάγκη επέκτασης του κανονισμού και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας.
Μας ανησυχεί μια ενδεχόμενη επέκταση σε άλλες περιοχές, δεδομένου ότι οι βραχυχρόνιες μισθώσεις συγκεντρώνονται κυρίως στο 1ο, στο 2ο και το 3ο Δημοτικό Διαμέρισμα, όπως έχει ήδη επισημανθεί από την κυβέρνηση. Θέλουμε να διασφαλίσουμε ότι η βιώσιμη ανάπτυξη της βραχυχρόνιας μίσθωσης θα συνεχίσει να προσφέρει οικονομικά οφέλη στις ελληνικές οικογένειες που ζουν σε άλλες περιοχές της πόλης, συμβάλλοντας στην αντιμετώπιση του αυξανόμενου κόστους ζωής, συνεχίζοντας να συνεισφέρει στην αναζωογόνηση των κατοικιών και λαμβάνοντας υπόψη και τον μεγάλο αριθμό κενών σπιτιών».
Τα νούμερα από τη μελέτη του ΟΠΑ
Η Airbnb επαναλαμβάνει σταθερά ότι τα όποια μέτρα θα πρέπει να είναι στοχευμένα, κάτι που προκύπτει ως συμπέρασμα και από τα ευρήματα της πρόσφατης μελέτης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, που εκπονήθηκε με πρωτοβουλία της εταιρείας ώστε να αποτυπωθεί η εικόνα της αγοράς βραχυχρόνιων μισθώσεων στην Ελλάδα.
«Η μελέτη δείχνει ότι οι βραχυχρόνιες μισθώσεις αντιπροσωπεύουν ένα πολύ μικρό ποσοστό του εθνικού στεγαστικού αποθέματος, μόλις το 0,4% όλων των κατοικιών στην Ελλάδα και το 1,1% των κενών κατοικιών. Στο κέντρο της Αθήνας οι καταχωρήσεις βραχυχρόνιων μισθωμάτων αντιστοιχούν μόλις στο 1,1% του συνολικού αριθμού κατοικιών και το 1,8% των κενών ακινήτων, επίπεδα πολύ χαμηλά για να επηρεάσουν ουσιαστικά την προσφορά στέγης ή τις τιμές των ενοικίων», επισημαίνει η κυρία Ρέινο απαντώντας παράλληλα και στο ερώτημα γιατι ενώ ο εθνικός μέσος όρος μπορεί να είναι χαμηλός, ορισμένες περιοχές όπως η Αθήνα, η Μύκονος, η Σαντορίνη και τα Χανιά παρουσιάζουν υψηλή συγκέντρωση καταχωρήσεων Airbnb. «Ακόμα και σε αυτούς τους προορισμούς υψηλής ζήτησης όπως η Μύκονος και η Σαντορίνη, όπου η πυκνότητα των βραχυχρόνιων μισθώσεων φαίνεται αυξημένη, τα κενά ακίνητα εξακολουθούν να είναι περισσότερα. Για παράδειγμα, στη Μύκονο πάνω από το 63% του στεγαστικού αποθέματος παραμένει κενό, γεγονός που δείχνει ότι οι βραχυχρόνιες μισθώσεις δεν αποτελούν τον κύριο παράγοντα πίεσης στην αγορά κατοικίας.
Ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι η ανάλυση του ΟΠΑ δείχνει ότι οι αυξήσεις στα ενοίκια δεν συσχετίζονται στατιστικά με την άνοδο των βραχυχρόνιων μισθώσεων. Η εκτιμώμενη επίδραση της ανάπτυξής τους στις τιμές ενοικίασης είναι μικρότερη από 1,8%, ενώ η στασιμότητα των διαθέσιμων εισοδημάτων και ο πληθωρισμός αναγνωρίζονται ως οι κύριοι παράγοντες που ευθύνονται για το 10,3% και 7,5%, αντίστοιχα, της αύξησης των ενοικίων.
Η μελέτη του πανεπιστημίου αναδεικνύει επίσης το σοβαρό έλλειμμα στην προσφορά κατοικιών, καθώς από το 2015 έχουν κατασκευαστεί μόλις 60.000 νέες κατοικίες, ενώ το 40% όσων χτίστηκαν μετά το 2011 παραμένει κενό.
Γι’ αυτό πιστεύουμε ότι τα κανονιστικά μέτρα πρέπει να είναι στοχευμένα, αναλογικά και βασισμένα σε δεδομένα. Αντί να τιμωρούνται οι μεμονωμένοι ιδιοκτήτες, οι οποίοι μισθώνουν δωμάτια ή έως δύο διαμερίσματα για να στηρίξουν τις οικογένειές τους, η πολιτική θα πρέπει να επικεντρωθεί στην αντιμετώπιση των πραγματικών δομικών προβλημάτων: περιορισμένη προσφορά κατοικιών, υψηλά ποσοστά κενών ακινήτων και χαμηλές επενδύσεις σε προσιτή στέγαση. Η προστασία των core hosts μέσα από ισορροπημένους και τεκμηριωμένους κανονισμούς είναι απαραίτητη για τη βιωσιμότητα της στέγασης και την ανθεκτικότητα των κοινοτήτων σε βάθος χρόνου».
Η θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη
Πού τοποθετείται η Ελλάδα σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη συνολικότερα στην αγορά βραχυχρόνιων μισθώσεων; «Σύμφωνα με τη Eurostat, η ελληνική αγορά βραχυχρόνιων μισθώσεων είναι λιγότερο ώριμη σε σχέση με άλλες στην Ευρώπη. Καμία ελληνική περιφέρεια δεν εμφανίζεται στις 20 πρώτες ευρωπαϊκές περιφέρειες ως προς τις συνολικές διανυκτερεύσεις επισκεπτών βραχυχρόνιας μίσθωσης, αν και η Αττική και το Νότιο Αιγαίο κατατάσσονται στην 24η και την 25η θέση αντίστοιχα. Η μέση τιμή διανυκτέρευσης σε βραχυχρόνιες μισθώσεις στην Ελλάδα, πάνω από τα 107 ευρώ, είναι γενικά χαμηλότερη από τη Γαλλία ή την Ιταλία και κοντά στον μέσο όρο της Ισπανίας».
Με βάση τα επίσημα στοιχεία της Eurostat, στο πλαίσιο της συνεργασίας της με τις γνωστές πλατφόρμες (Airbnb, Booking, Expedia Group, TripAdvisor) για την παροχή στοιχείων, το 2024 καταγράφηκαν 854 εκατομμύρια διανυκτερεύσεις ανά την Ευρώπη από κρατήσεις που έγιναν μέσα από τις πλατφόρμες, σημειώνοντας νέο ιστορικό ρεκόρ (+18,8% έναντι του 2023). Αρκεί να αναφερθεί ότι για το τελευταίο έτος αναφοράς, προ πανδημίας, το 2019, το αντίστοιχο νούμερο ήταν στα 512 εκατομμύρια διανυκτερεύσεις. Η Ελλάδα, με 45,37 εκατομμύρια διανυκτερεύσεις είναι 5η στο top 5 των μεγαλύτερων αγορών ανά την Ευρώπη, μετά τη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία και τη Γερμανία. Συγκεκριμένα, η Γαλλία είναι αυτή που σπάει όλα τα ρεκόρ, με πάνω από το 1/5 επί του συνόλου ή αλλιώς 192 εκατομμύρια διανυκτερεύσεις, και ακολουθούν η Ισπανία με 171 εκατομμύρια, η Ιταλία με 127 εκατόμμυρια και η Γερμανία με 60 εκατομμύρια διανυκτερεύσεις την περυσινή χρονιά. Το Νότιο Αιγαίο, το Ιόνιο και η Κρήτη διατηρούν σταθερά την πρωτιά στο θερμό, λόγω εποχικότητας, τρίμηνο Ιουλίου – Αυγούστου – Σεπτεμβρίου, ενώ η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη ανεβαίνουν σταθερά με συνεχή αύξηση της προσφοράς.
Η ζήτηση και η τάση της χρονικής και χωρικής μετατόπισης
Σε σχέση με τη ζήτηση φέτος στην ελληνική αγορά βραχυχρόνιων μισθώσεων και με το δεδομένο ότι η Airbnb ως εισηγμένη εταιρεία δεν δημοσιοποιεί στοιχεία σε επίπεδο αγοράς, η κυρία Ρέινο δηλώνει ότι πράγματι «η ζήτηση για την Ελλάδα παραμένει σταθερά ισχυρή και φέτος, με τους ταξιδιώτες να αναζητούν αυθεντικές, τοπικές εμπειρίες, ενώ η Airbnb συνεχίζει να στηρίζει τον υπεύθυνο τουρισμό και τους ιδιώτες οικοδεσπότες με μία ή δύο καταχωρήσεις (core hosts) σε όλη τη χώρα». Με βάση τα νούμερα από την Inside Airbnb, την ανεξάρτητη πηγή που δημοσιεύει δημόσια διαθέσιμα δεδομένα για τα εν λόγω καταλύματα, η φετινή χρονιά είναι μία ακόμη χρονιά-ρεκόρ σε επίπεδο καταχωρήσεων από τους Ελληνες οικοδεσπότες. Ενδεικτικά, στο τέλος Ιουνίου οι καταχωρήσεις στην Αθήνα ξεπερνούσαν τις 15.630 με το 1/5 αυτών, κοντά στις 3.200 καταχωρήσεις, να συγκεντρώνεται στο εμπορικό τρίγωνο και την Πλάκα, κοντά στις 470 ήταν ακριβώς γύρω από την Ακρόπολη, ελάχιστες λιγότερες από τους Αμπελοκήπους, ενώ αντίστοιχο νούμερο, περίπου στις 460 καταχωρήσεις, με μεγάλη όμως πυκνότητα καταγράφεται και στο Θησείο. Στο Κολωνάκι το αντίστοιχο νούμερο είναι στις 525 καταχωρήσεις, ενώ η μεγαλύτερη πυκνότητα μακράν, με 8,8% επί του συνόλου των καταχωρήσεων, βρίσκεται στο πολυσυζητημένο Κουκάκι – Μακρυγιάννη με πάνω από 1.370 καταχωρήσεις.
Από τα δεδομένα της Airbnb επιβεβαιώνεται η γενικότερη τάση στην Ευρώπη για μετατόπιση των ταξιδιών χρονικά αλλά και χωρικά, ένα ακόμη στοιχείο-ζητούμενο για τον τουρισμό πανευρωπαϊκά. «Περισσότερο από τη χρονική μετατόπιση, θεωρούμε ότι η διασπορά του τουρισμού αποτελεί πλέον μια σημαντική τάση που θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια. Παρατηρείται ολοένα μεγαλύτερη προτίμηση σε μη αστικές περιοχές: σχεδόν το 60% των διανυκτερεύσεων επισκεπτών σε ολόκληρη την Ε.Ε. πραγματοποιήθηκε εκτός πόλεων, ενώ οι οικογενειακές κρατήσεις σε αγροτικές περιοχές σημείωσαν αύξηση που ξεπέρασε το 200% την περίοδο 2019-2024. Αναμένουμε ότι αυτή η τάση θα ισχύσει και στην Ελλάδα».
Τα αίτια του Στεγαστικού
Η Βαλεντίνα Ρέινο υποστηρίζει ότι τα πραγματικά αίτια του Στεγαστικού όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές αγορές εστιάζουν σε τρία βασικά στοιχεία: την περιορισμένη προσφορά κατοικιών, την ανεπαρκή επένδυση σε προσιτή στέγαση και τον υψηλό
αριθμό κενών ακινήτων. Τα Airbnb στην Ελλάδα «Σύμφωνα με μελέτες, τα ακίνητα αποκλειστικά για βραχυχρόνια μίσθωση αντιστοιχούν μόλις στο 0,4% του συνόλου των κατοικιών στην Ελλάδα και στο 1% των κατοικιών στο κέντρο της Αθήνας.
Την ίδια στιγμή στην Αθήνα ένα στα τέσσερα σπίτια παραμένει κενό».
Τζίρος 3,25 δισ.
«Οι οικοδεσπότες που δραστηριοποιούνται μέσω Airbnb δημιούργησαν το 2023 οικονομικό αποτύπωμα ύψους 3,25 δισ. ευρώ για τις τοπικές κοινωνίες, στηρίζοντας περισσότερες από 100.000 θέσεις εργασίας σε όλη τη χώρα και συμβάλλοντας κατά 4,5%-5,4% στο ελληνικό ΑΕΠ».
Διαβάστε ακόμη
Μπλόκο στις πιλοτές με ένα «όχι» συνιδιοκτήτη
Κτήμα Σπυρόπουλος: Δεύτερο «χτύπημα» με σφυρί για το οινοποιείο στη Μαντίνεια (pics)
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα
