«Λάδι στη φωτιά» της κρίσης, η οποία έχει ξεσπάσει στην Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά, απειλεί να ρίξει η επαμφοτερίζουσα ανακοίνωση του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, μετά την επίσκεψη που πραγματοποίησε αντιπροσωπεία του στη Μονή.
Η ανακοίνωση, η οποία εκδόθηκε από τα Ιεροσόλυμα, επιδιώκει κυρίως να κατοχυρώσει την κανονική δικαιοδοσία του στη Μονή και, τηρώντας ίσες αποστάσεις, ουσιαστικά δεν αποδοκίμασε το πραξικόπημα που έγινε εις βάρος του ηγουμένου της Μονής, Αρχιεπισκόπου Δαμιανού.
Το περιεχόμενο της ανακοίνωσης αποκαλύπτει την απόφαση του Πατριάρχη Ιεροσολύμων να επιτύχει τον έλεγχο της Μονής, αν και παραδοσιακά η σχέση με την Ιερά Μονή περιοριζόταν στη χειροτονία του εκάστοτε νέου Ηγουμένου και, σε περίπτωση μάλιστα που υπήρχε άρνηση, τότε η χειροτονία γινόταν από τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Το ανακοινωθέν συνοδεύεται από φωτογραφία της αντιπροσωπείας με τους μοναχούς της Μονής, ενώ σκοπίμως έχει παραλειφθεί η φωτογραφία από τη συνάντηση της αντιπροσωπείας με τον Αρχιεπίσκοπο Δαμιανό, Ηγούμενο της Μονής.
Οι κινήσεις αυτές και το «βυζαντινό» παρασκήνιο γύρω από την εκκλησιαστική τάξη στη Μονή υπονομεύουν κάθε προσπάθεια της Αθήνας να προωθήσει τη συμφωνία με την Αίγυπτο, η οποία θα διασφαλίζει την κυριότητα της Μονής ως νομικού προσώπου στους χώρους λατρείας, και την αφήνουν όμηρο στις διαθέσεις της εκάστοτε αιγυπτιακής διοίκησης και των αμφιλεγόμενων δικαστικών αποφάσεων.
Η πρόθεση του Πατριάρχη Ιεροσολύμων να ελέγξει τη Μονή του Σινά δημιουργεί και άλλες παράπλευρες συνέπειες, καθώς είναι δεδομένο ότι το Κάϊρο δεν επιθυμεί ένα τόσο σημαντικό και με διεθνή ακτινοβολία κέντρο, όπως η Μονή του Σινά, να περάσει στον πλήρη και απόλυτο έλεγχο του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, ενός θεσμού που, αν και εκκλησιαστικός, λειτουργεί στο πλαίσιο του Ισραηλινού Κράτους.
Τώρα πλέον αποκτά βαρύνουσα σημασία η παρέμβαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο μέχρι στιγμής κρατά στάση αναμονής και δεν έχει διατυπώσει δημοσίως τη θέση του για την κρίση στο σημαντικότατο αυτό κέντρο της Ορθοδοξίας.
Οι εξελίξεις, όπως διαμορφώνονται μετά και την επίσκεψη της αντιπροσωπείας του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, κατόπιν πρόσκλησης και των «ανταρτών» στην Ιερά Μονή, δημιουργούν βάσιμες υποψίες ότι το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων δεν ήταν αμέτοχο στην ενθάρρυνση των προσπαθειών καθαίρεσης του Ηγουμένου Δαμιανού. Δεν είναι τυχαίο ότι το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων έχει εκφράσει ανεπίσημα την αντίθεσή του με τη νομοθετική ρύθμιση που ψήφισε προ ολίγων ημερών η Ελληνική Βουλή, με την οποία αναγνωρίζεται ως νομικό πρόσωπο η Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά, κίνηση η οποία ισχυροποιεί τη θέση της. Υπήρχαν μάλιστα συγκεκριμένες αναφορές ότι θα έπρεπε να εκπροσωπείται στην Ελλάδα μέσω της Εξαρχίας του Παναγίου Τάφου.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η Αθήνα, μέσω διπλωματικών διαύλων, είχε μεταφέρει στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων ότι δεν υπήρχε λόγος για αποστολή αντιπροσωπείας στο Σινά, που πιθανόν θα περιέπλεκε την κατάσταση, ενώ ο Αρχιεπίσκοπος Δαμιανός, κατόπιν πιέσεων, αποδέχθηκε την αποστολή της αντιπροσωπείας, αλλά ως «προσκυνητών», οι οποίοι όμως εμφανίστηκαν στη Μονή ως «ανώτερη αρχή».
Είναι, επίσης, χαρακτηριστικό ότι, σε αντίθεση με το αναμενόμενο, στην ανακοίνωση του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων δεν υπάρχει σαφής αναφορά για σεβασμό της τάξης στη Μονή και του Ηγουμένου Δαμιανού,ενώ οι αποφάσεις παραπέμπονται στην ορισμένη από καιρό συνεδρίαση της Γενικής Συνελεύσεως της Μονής τον Σεπτέμβριο.
Οι «αντάρτες» μοναχοί έχουν αποστείλει μάλιστα επιστολές στην αιγυπτιακή διοίκηση, με τις οποίες δηλώνουν ότι δεν «υφίσταται» πλέον ο Ηγούμενος Δαμιανός, θέλοντας έτσι να αποτρέψουν οποιαδήποτε δικαιοπρακτική ικανότητά του, και συγχρόνως ζητούν να τους μεταβιβασθεί ο έλεγχος των λογαριασμών της Μονής. Ο τρόπος πάντως με τον οποίο διαχειριζόταν τα της Μονής τα τελευταία χρόνια ο Αρχιεπίσκοπος Δαμιανός είχε προκαλέσει πολλά σχόλια, κυρίως για την εμπλοκή στενά συνδεδεμένων με τον ίδιο εξωεκκλησιαστικών προσώπων, κάτι που αποτελεί «κόκκινη γραμμή» για τους μοναχούς.
Η αντιμετώπιση υπαρκτών και μη ,προβλημάτων στην Ιερά Μονή, γίνεται δυστυχώς αντικείμενο εκμετάλλευσης «εξωτερικών» παραγόντων και ενδοεκκλησιαστικών αντιπαραθέσεων, υπονομεύοντας τελικά τα συμφέροντα της Μονής και την προσπάθεια που καταβάλλεται εδώ και καιρό για τη διασφάλιση της διατήρησης της υπόστασης και του χαρακτήρα της ως παγκόσμιου θρησκευτικού, ορθόδοξου κέντρου λατρείας και μνημείου της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Διαβάστε περισσότερα στο Protothema.gr
