search icon

Οικονομία

Άλλα τα γερμανικά συμφέροντα και άλλα τα ελληνικά

Η υπόθεση της τρόικας και η λύση της θυμίζουν κάτι από Λερναία Ύδρα: ένα κεφάλι κόβεις, άλλο ξεφυτρώνει. Ο Χορστ Ράιχενμπαχ μας είπε ότι οι τράπεζες δεν έβαλαν λεφτά στην πραγματική οικονομία.

Πολύ ωραία, αν αυτό είναι το πρόβλημα, τότε λύνεται. Όμως δεν μας απαντούν οι τροϊκανοί πώς και γιατί, αν οι αυξήσεις κεφαλαίου γίνουν με επιτόκια στα λεγόμενα Cocos 7,5%, θα μπορούν οι ελληνικές εταιρείες να δανείζονται στη συνέχεια με 10%-12%;

Ποιο είναι το long term plan; Το έχουν σκεφτεί, το έχουν συζητήσει σοβαρά; Γιατί ασφαλώς τα 16,3 δισ. που εξασφάλισε ο πρωθυπουργός είναι μια σημαντική επιτυχία, αλλά θα πρέπει να αξιοποιηθούν και να μην πάνε χαμένα.

Στον παραγωγικό τομέα, για παράδειγμα, περιμένουμε επενδύσεις την ώρα που η διαδικασία επιβαρύνεται με φόρους και κόστος σε καύσιμα όπως το φυσικό αέριο, που μόνο συγκριτικά μειονεκτήματα μπορεί να δώσει. Και δεν αποκλείεται να δοθεί η ΔΕΠΑ στην εταιρεία που επιβαρύνει με το ακριβότερο φυσικό αέριο σε όλη την Ευρώπη την ελληνική βιομηχανία.

Τέλος, στη φορολογία οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας ανήγαγαν σε μείζον θέμα έναν νέο φόρο πριν καλά-καλά καταλάβουν περί τίνος πρόκειται, ενώ τα φορολογικά έσοδα έμειναν εκτός στόχων τον Ιανουάριο.

Και εδώ ευθύνεται η επικοινωνιακή τακτική του οικονομικού επιτελείου, η οποία αντί να εξηγήσει στον κόσμο ότι μπορεί να πάει στις ΔΟΥ και να πάρει με το ισχύον σύστημα δόσεις γενναιόδωρες από τους εφόρους, αναλώθηκε σε τρίμηνη παραφιλολογία για κάποιες ρυθμίσεις που η τρόικα δεν άφησε ποτέ να γίνουν. Και τώρα φουσκώνουν οι απειλές για κατασχέσεις μισθών όσον αφορά ακόμα και μικρά χρέη προς την Εφορία.

Εκείνο όμως που προκάλεσε μεγαλύτερη εντύπωση την εβδομάδα που πέρασε ήταν η έκθεση της Morgan Stanley αναφορικά με το ποιο ευρώ χρειάζεται η Γερμανία και ποιο η Ελλάδα. Πρόκειται για δύο εκ διαμέτρου αντίθετα νομίσματα, αφού η μεν Γερμανία θέλει ισοτιμία με το δολάριο 1 ευρώ προς 1,5 δολάριο, ενώ η χώρα μας 1 προς 1,07 δολάρια. Αυτό είναι ιδιαίτερα απαισιόδοξο γιατί δείχνει πόσο πρέπει να υποτιμήσουμε το βιοτικό μας επίπεδο για να καλύψουμε το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και γιατί τα γερμανικά συμφέροντα δεν είναι τα ίδια με τα ελληνικά.

Παράλληλα, δε, έρχεται και η Goldman και λέει ότι η γερμανική κατανάλωση ευνοείται από την άνοδο του ευρώ, άρα αγοράστε μετοχές των γερμανικών εταιρειών. Αυτή δεν θα είναι και η βασική γραμμή της Μέρκελ εν όψει των εκλογών της;

Όλα αυτά δείχνουν ότι η πορεία, που η πλειοψηφία έχει αποφασίσει, θα είναι μια πορεία με πολύ μεγάλες θυσίες και δυσκολίες. Την ίδια στιγμή ο κορυφαίος οικονομολόγος της Citi, Γουίλεμ Μπούιτερ, επιμένει ότι η χώρα μας θα φύγει από το ευρώ το 2014.

Λέει, επίσης, ότι η Ευρώπη «είναι φούσκα έτοιμη να σκάσει». Ο ίδιος επανήλθε με νέα έκθεση τις τελευταίες ημέρες, στην οποία σημειώνει ότι ο κίνδυνος πολιτικής αστάθειας μπορεί να μεταφραστεί σε οικονομική και χρηματοοικονομική αβεβαιότητα, με πιθανό αποτέλεσμα μια νέα αναδιάρθρωση του χρέους σε πρώτη φάση. Ωστόσο σκληρή κριτική στις κατευθύνσεις των Ευρωπαίων και των Γερμανών διατύπωσε και ο Τζορτζ Σόρος, υπογραμμίζοντας ότι «οι τελευταίοι πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι η πολιτική που επέβαλαν στην ευρωζώνη -πρόγραμμα λιτότητας- είναι αντιπαραγωγική και δεν μπορεί να επιτύχει». Και ολοκλήρωσε τα λόγια του τονίζοντας ότι «ο πόνος μπορεί να γίνει τόσο μεγάλος που μπορεί να προκαλέσει και επανάσταση». Εφτασε μάλιστα στο σημείο να μιλήσει για χαμένες γενιές μέσα στο ευρώ και οικονομία σοβιετικού τύπου!

Τέλος, ακόμα και η έκθεση της Alpha αποδίδει ευθύνες στους εταίρους μας για την κατρακύλα της ελληνικής οικονομίας κατά τη διάρκεια της κρίσης, επισημαίνοντας, όμως, για τον Ενιαίο Φόρο Ακινήτων -και αυτό θα πρέπει να το ακούσουν καλά οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας που κάνουν μικροπολιτική- ότι «η λύση θα πρέπει να αναζητηθεί στην κατάρτιση και μη είσπραξη του ΦΑΠ 2011 και 2012 -αφού τα έσοδα έχουν εισπραχθεί από το ΕΕΤΗΔΕ- και την έγκαιρη θέσπιση του Ενιαίου Φόρου με κατάλληλες διορθώσεις στους συντελεστές, ώστε να εξασφαλιστούν τα έσοδα 3,2 δισ. ετησίως. Αυτό θα οδηγήσει σε υψηλότερη μέση επιβάρυνση, αλλά θα ανακουφίσει τα νοικοκυριά χαμηλότερου εισοδήματος».

Η υπόθεση της τρόικας και η λύση της θυμίζουν κάτι από Λερναία Ύδρα: ένα κεφάλι κόβεις, άλλο ξεφυτρώνει. Ο Χορστ Ράιχενμπαχ μας είπε ότι οι τράπεζες δεν έβαλαν λεφτά στην πραγματική οικονομία.

Πολύ ωραία, αν αυτό είναι το πρόβλημα, τότε λύνεται. Όμως δεν μας απαντούν οι τροϊκανοί πώς και γιατί, αν οι αυξήσεις κεφαλαίου γίνουν με επιτόκια στα λεγόμενα Cocos 7,5%, θα μπορούν οι ελληνικές εταιρείες να δανείζονται στη συνέχεια με 10%-12%;

Ποιο είναι το long term plan; Το έχουν σκεφτεί, το έχουν συζητήσει σοβαρά; Γιατί ασφαλώς τα 16,3 δισ. που εξασφάλισε ο πρωθυπουργός είναι μια σημαντική επιτυχία, αλλά θα πρέπει να αξιοποιηθούν και να μην πάνε χαμένα.

Στον παραγωγικό τομέα, για παράδειγμα, περιμένουμε επενδύσεις την ώρα που η διαδικασία επιβαρύνεται με φόρους και κόστος σε καύσιμα όπως το φυσικό αέριο, που μόνο συγκριτικά μειονεκτήματα μπορεί να δώσει. Και δεν αποκλείεται να δοθεί η ΔΕΠΑ στην εταιρεία που επιβαρύνει με το ακριβότερο φυσικό αέριο σε όλη την Ευρώπη την ελληνική βιομηχανία.

Τέλος, στη φορολογία οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας ανήγαγαν σε μείζον θέμα έναν νέο φόρο πριν καλά-καλά καταλάβουν περί τίνος πρόκειται, ενώ τα φορολογικά έσοδα έμειναν εκτός στόχων τον Ιανουάριο.

Και εδώ ευθύνεται η επικοινωνιακή τακτική του οικονομικού επιτελείου, η οποία αντί να εξηγήσει στον κόσμο ότι μπορεί να πάει στις ΔΟΥ και να πάρει με το ισχύον σύστημα δόσεις γενναιόδωρες από τους εφόρους, αναλώθηκε σε τρίμηνη παραφιλολογία για κάποιες ρυθμίσεις που η τρόικα δεν άφησε ποτέ να γίνουν. Και τώρα φουσκώνουν οι απειλές για κατασχέσεις μισθών όσον αφορά ακόμα και μικρά χρέη προς την Εφορία.

Εκείνο όμως που προκάλεσε μεγαλύτερη εντύπωση την εβδομάδα που πέρασε ήταν η έκθεση της Morgan Stanley αναφορικά με το ποιο ευρώ χρειάζεται η Γερμανία και ποιο η Ελλάδα. Πρόκειται για δύο εκ διαμέτρου αντίθετα νομίσματα, αφού η μεν Γερμανία θέλει ισοτιμία με το δολάριο 1 ευρώ προς 1,5 δολάριο, ενώ η χώρα μας 1 προς 1,07 δολάρια. Αυτό είναι ιδιαίτερα απαισιόδοξο γιατί δείχνει πόσο πρέπει να υποτιμήσουμε το βιοτικό μας επίπεδο για να καλύψουμε το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και γιατί τα γερμανικά συμφέροντα δεν είναι τα ίδια με τα ελληνικά.

Παράλληλα, δε, έρχεται και η Goldman και λέει ότι η γερμανική κατανάλωση ευνοείται από την άνοδο του ευρώ, άρα αγοράστε μετοχές των γερμανικών εταιρειών. Αυτή δεν θα είναι και η βασική γραμμή της Μέρκελ εν όψει των εκλογών της;

Όλα αυτά δείχνουν ότι η πορεία, που η πλειοψηφία έχει αποφασίσει, θα είναι μια πορεία με πολύ μεγάλες θυσίες και δυσκολίες. Την ίδια στιγμή ο κορυφαίος οικονομολόγος της Citi, Γουίλεμ Μπούιτερ, επιμένει ότι η χώρα μας θα φύγει από το ευρώ το 2014.

Λέει, επίσης, ότι η Ευρώπη «είναι φούσκα έτοιμη να σκάσει». Ο ίδιος επανήλθε με νέα έκθεση τις τελευταίες ημέρες, στην οποία σημειώνει ότι ο κίνδυνος πολιτικής αστάθειας μπορεί να μεταφραστεί σε οικονομική και χρηματοοικονομική αβεβαιότητα, με πιθανό αποτέλεσμα μια νέα αναδιάρθρωση του χρέους σε πρώτη φάση. Ωστόσο σκληρή κριτική στις κατευθύνσεις των Ευρωπαίων και των Γερμανών διατύπωσε και ο Τζορτζ Σόρος, υπογραμμίζοντας ότι «οι τελευταίοι πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι η πολιτική που επέβαλαν στην ευρωζώνη -πρόγραμμα λιτότητας- είναι αντιπαραγωγική και δεν μπορεί να επιτύχει». Και ολοκλήρωσε τα λόγια του τονίζοντας ότι «ο πόνος μπορεί να γίνει τόσο μεγάλος που μπορεί να προκαλέσει και επανάσταση». Εφτασε μάλιστα στο σημείο να μιλήσει για χαμένες γενιές μέσα στο ευρώ και οικονομία σοβιετικού τύπου!

Τέλος, ακόμα και η έκθεση της Alpha αποδίδει ευθύνες στους εταίρους μας για την κατρακύλα της ελληνικής οικονομίας κατά τη διάρκεια της κρίσης, επισημαίνοντας, όμως, για τον Ενιαίο Φόρο Ακινήτων -και αυτό θα πρέπει να το ακούσουν καλά οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας που κάνουν μικροπολιτική- ότι «η λύση θα πρέπει να αναζητηθεί στην κατάρτιση και μη είσπραξη του ΦΑΠ 2011 και 2012 -αφού τα έσοδα έχουν εισπραχθεί από το ΕΕΤΗΔΕ- και την έγκαιρη θέσπιση του Ενιαίου Φόρου με κατάλληλες διορθώσεις στους συντελεστές, ώστε να εξασφαλιστούν τα έσοδα 3,2 δισ. ετησίως. Αυτό θα οδηγήσει σε υψηλότερη μέση επιβάρυνση, αλλά θα ανακουφίσει τα νοικοκυριά χαμηλότερου εισοδήματος».

Exit mobile version