search icon

Οικονομία

Έρχεται μείωση των τραπεζικών επιτοκίων σε επίπεδα… Γερμανίας

Για ραγδαία πτώση των επιτοκίων -ιδιαίτερα στις προθεσμιακές καταθέσεις- θα πρέπει να προετοιμαστούν τους επόμενους μήνες οι πελάτες των τραπεζών.

Toυ Αλέξανδρου Κασιμάτη

Για ραγδαία πτώση των επιτοκίων -ιδιαίτερα στις προθεσμιακές καταθέσεις- θα πρέπει να προετοιμαστούν τους επόμενους μήνες οι πελάτες των τραπεζών. Οι ελληνικές τράπεζες το επόμενο διάστημα θα προσγειώσουν απότομα τα επιτόκια που προσφέρουν στις καταθέσεις -ακόμη και για μεγάλα ποσά- σε επίπεδα τα οποία σχεδόν θα θυμίζουν τις γερμανικές τράπεζες.

Η αποκλιμάκωση των επιτοκίων έχει ήδη ξεκινήσει και αναμένεται να ενταθεί το επόμενο τρίμηνο. Φυσικά η ταχύτητα προσαρμογής στα νέα δεδομένα θα εξαρτηθεί και από τις εξελίξεις στο μέτωπο της οικονομίας. Σε κάθε περίπτωση, όμως, στο δεύτερο εξάμηνο του χρόνου οι καταθέτες θα βρεθούν αντιμέτωποι με μια νέα πραγματικότητα. Δεδομένου ότι η ανανέωση των προθεσμιακών καταθέσεων απαιτεί ένα εύλογο χρονικό διάστημα, οι εκτιμήσεις είναι ότι οι τράπεζες πριν από το τέλος του χρόνου θα έχουν μειώσει τουλάχιστον κατά 100 μονάδες βάσης τα επιτόκια των προθεσμιακών, σε επίπεδα δηλαδή αισθητά μικρότερα του 2%.

Σήμερα το μέσο κόστος χρήματος για τις ελληνικές τράπεζες είναι περίπου 2,70%-2,80%. Ο στόχος είναι όταν ολοκληρωθεί ο τρέχων κύκλος μείωσης τα επιτόκια να μειωθούν κατά 100 τουλάχιστον μονάδες βάσης, έως και 150, ανάλογα με την κατηγορία της κατάθεσης, ώστε να προσεγγίσουν τα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα. Να σημειωθεί ότι ο μέσος όρος των 18 χωρών της ευρωζώνης στα επιτόκια για καταθέσεις διάρκειας μικρότερης του ενός έτους είναι στο 1,60%.

Η ανισορροπία που υπάρχει στην ευρωζώνη μεταξύ των οικονομιών του Βορρά και του Νότου αποτυπώνεται, όπως είναι φυσικό, και στο ύψος των επιτοκίων. Συγκεκριμένα, για μια τρίμηνη κατάθεση οι βορειοευρωπαϊκές τράπεζες προσφέρουν επιτόκια της τάξης του 0,20% έως 0,40%. Αντίθετα, στις τράπεζες του Νότου το μέσο επιτόκιο είναι στο 2%, με την Ελλάδα όμως να βρίσκεται στην υψηλότερη θέση από τις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, με επιτόκια 2,5%-3%. Οι πραγματικές αποδόσεις είναι ακόμη υψηλότερες αν λάβουμε υπόψη ότι η χώρα για δεύτερη συνεχή χρoνιά παρουσιάζει αρνητικό δείκτη τιμών καταναλωτή. Ωστόσο, οι αποδόσεις μειώνονται και από την αυξημένη φορολόγηση στους τόκους των καταθέσεων, καθώς επιβαρύνονται με συντελεστή 15%.

Ηδη σήμερα για ποσά κάτω των 100.000 οι αποδόσεις είναι σημαντικά χαμηλότερες από το 2,80%, ενώ για ποσά μικρότερα των 20.000 ευρώ τα προσφερόμενα επιτόκια σε προθεσμιακές καταθέσεις είναι σαφώς χαμηλότερα του 2%. Με βάση στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, στις αρχές του χρόνου το μεσοσταθμικό επιτόκιο των νέων καταθέσεων ήταν στο 1,77%, με τις καταθέσεις ταμιευτηρίου να είναι σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα και τις προθεσμιακές έως ενός έτους να βρίσκονται στο 2,80%.

Με τη δυναμική αποκλιμάκωσης που είναι σε εξέλιξη, το μέσο επιτόκιο για προθεσμιακή κατάθεση ενός έτους μέχρι το τέλος του 2014 θα υποχωρήσει στο 1,70%-1,80%. Δεν αποκλείεται δε η υποχώρηση να είναι ακόμη μεγαλύτερη αν κινηθεί πτωτικά και ο μέσος όρος της Ε.Ε. και από 1,60% σήμερα υποχωρήσει, π.χ., στο 1,30%-1,40%.

Η μείωση των επιτοκίων θα πλήξει τα έσοδα του Δημοσίου, καθώς μικρότερα ποσά σε τόκους σημαίνουν και μικρότερη φορολογητέα ύλη με τον συντελεστή 15%. Ωστόσο, οι δανειολήπτες και κυρίως οι ιδιώτες -σε πρώτη φάση τουλάχιστον- δεν πρόκειται να ωφεληθούν από τη δραστική μείωση των επιτοκίων. Και αυτό επειδή το μέσο επιτόκιο για τα περίπου 70 δισ. ευρώ των στεγαστικών δανείων είναι σήμερα στο 2,5% – συνεπώς δεν υπάρχουν περιθώρια να υποχωρήσει περαιτέρω.

Ωφελημένες θα είναι οι επιχειρήσεις που αποτελούν τους καλούς και συνεπείς μεγάλους πελάτες των τραπεζών. Λόγω της διαφορετικής τιμολόγησης ανάλογα με την κατηγορία των δανειακών χαρτοφυλακίων, οι τράπεζες αυξάνουν τα επιτόκια των καταναλωτικών και επιχειρηματικών δανείων ώστε να εξισορροπήσουν, κατά ένα μέρος τουλάχιστον, το κόστος από τα χαμηλά επιτόκια των στεγαστικών. Ενδεχομένως λοιπόν οι τράπεζες αρχικά να προσαρμόσουν καθοδικά μόνο τα επιτόκια των μεγάλων επιχειρήσεων-πελατών τους. Ούτως ή άλλως, λόγω των υψηλών επιτοκίων χορηγήσεων με την εξομάλυνση των συνθηκών στην ελληνική οικονομία θα ενισχυθεί η τάση των μεγάλων επιχειρήσεων να προσφεύγουν στις διεθνείς αγορές και να αντλούν φθηνότερα κεφάλαια για να αντικαταστήσουν ακριβότερο τραπεζικό δανεισμό. Συνεπώς οι τράπεζες έχουν άμεσο συμφέρον να μειώσουν τα επιτόκια στις συγκεκριμένες επιχειρήσεις.

Με τη μείωση των καταθετικών επιτοκίων κατά 100 μονάδες βάσης το επόμενο εξάμηνο υπολογίζεται ότι οι τράπεζες θα εξοικονομήσουν περίπου 1 δισ. ευρώ. Η μείωση του κόστους χρήματος, η βελτίωση του επιτοκιακού περιθωρίου και η ενσωμάτωση των συνεργιών από τον πρόσφατο κύκλο συγχωνεύσεων θα επιτρέψουν στις συστημικές τράπεζες να ενισχύσουν τους ισολογισμούς τους και τα αποτελέσματά τους ώστε να επιβεβαιώσουν τις προβλέψεις για τις οποίες έχουν δεσμευτεί στα κεφαλαιακά σχέδια που υπέβαλαν στις Αρχές.

TΑ ΕΞΟΝΤΩΤΙΚΑ ΤΕΣΤ ΤΗΣ ΕΚΤ

Οι τραπεζίτες δεν πρόλαβαν να ηρεμήσουν από τους ελέγχους της ΒlackRock και τώρα δέχονται ένα νέο κύμα πιέσεων, αυτή τη φορά από τους ελέγχους της ΕΚΤ στο πλαίσιο της τραπεζικής ενοποίησης. Αν και οι ελληνικές τράπεζες πέρασαν δύο φορές τα τεστ της ΒlackRock και έχουν σχετική εμπειρία, τώρα υπόκεινται σε έναν διαφορετικό τύπο ελέγχου, και συγκεκριμένα σε αυτόν της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων (Αsset Quality Review). Ειδικότερα, η BlackRock εξέτασε τη μελλοντική συμπεριφορά των δανειακών χαρτοφυλακίων βάσει διαφορετικών σεναρίων για την πορεία της οικονομίας. Τα stress tests της ΕΚΤ, όμως, ακολουθούν ένα διαφορετικό μοντέλο.

Συγκεκριμένα, παίρνουν τα χαρτοφυλάκια δανείων, τις προβλέψεις κ.λπ. στις 31/12/2013 και τα αναλύουν σε βάθος, βγάζοντας μια «φωτογραφία» της οικονομικής κατάστασης της τράπεζας τη δεδομένη στιγμή. Λόγω της φύσης του ελέγχου, ζητούν πολύ περισσότερα στοιχεία για τα δανειακά χαρτοφυλάκια και οι τράπεζες ανταποκρίνονται δίνοντας μεγάλο όγκο στοιχείων σε ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα. Η ΕΚΤ έχει προσλάβει για τις προδιαγραφές και τον συντονισμό του ελέγχου την Οliver Wyman, ενώ για τον έλεγχο των ελληνικών τραπεζών επελέγη η Εrnst & Young. Η διαδικασία του ελέγχου θα διαρκέσει μέχρι τον Οκτώβριο – Νοέμβριο.

Exit mobile version