Πώς μια μικρή βιοτεχνία, που ιδρύθηκε το 1987, αξιοποίησε το «μπαμ» στη βρεφική ένδυση και τις υπέρογκες δαπάνες των Ελλήνων για τα «βλαστάρια» τους εκτοξεύοντας τις πωλήσεις της και έγινε η ελληνική «πολυεθνική» που απειλεί την κυριαρχία των Lapin
Του Δημήτρη Μαρκόπουλου
Υπερβολικό ή όχι, οι Ελληνες γονείς έχουν μια άλλου τύπου σύνδεση με τα παιδιά τους σε σχέση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Δεν αναφερόμαστε μόνο στο κλασικό παράδειγμα των 35άρηδων που επιμένουν πεισματικά στην οικογενειακή εστία. Μιλάμε για την αγάπη που ο μέσος συμπατριώτης μας έχει για το νεογέννητο παιδί του. Πρόκειται για μια αγάπη άδολη, η οποία όμως συχνά οδηγεί και σε υπερβολές. Πόσοι και πόσοι στην περίοδο της ευημερίας δεν ψώνιζαν με τρόπο υπερβολικό ρούχα που κόστιζαν ακριβότερα κι από τα μεγαλύτερα ανδρικά ή γυναικεία μεγέθη μόνο και μόνο για να μη λείψει τίποτα από τα μικρά τους «πριγκιπόπουλα»; Πόσοι και πόσοι δεν αγόραζαν άκριτα ενδύματα μπε-μπε τα οποία θα φορούσαν τα μωρά τους για έναν με δύο μήνες, πετώντας κυριολεκτικά τα λεφτά τους;
Θα περίμενε κανείς πως η κρίση θα άλλαζε αυτή την τάση για υπερβολή. Μπορεί όμως ο Ελληνας να έκοψε από τη διασκέδαση, τις μεταφορές, τις επικοινωνίες, από τις δαπάνες για οικιακές συσκευές ή κάθε άλλο κλάδο, όμως σε μεγάλο βαθμό η δαπάνη για αγορές μωρουδιακών και παιδικών ρούχων παραμένει σε υψηλά για την Ευρώπη επίπεδα. Γιατί, κακά τα ψέματα, ο Ελληνας τα δίνει «όλα» για τα παιδιά του. Αυτό ακριβώς το κλίμα και την αντίληψη που έχει εδραιωθεί στη νεοελληνική κοινωνία αξιοποίησε και η εταιρεία Marasil του κ. Παναγιώτη Φράγκου. Mια επιχείρηση που παράγει και εμπορεύεται μέσω των καταστημάτων της σειρές παιδικών ρούχων όπως τα γνωστά Mandarino, Sprint, Kitten, Mauli και Pierre Gardin. Πρόκειται για έναν όμιλο που δημιουργήθηκε το 1987 πιστεύοντας, όπως κατά καιρούς αναφέρει ο ιδρυτής του Φράγκος, σε δύο άξονες: την ποιότητα και το στυλ. Ενας όμιλος ο οποίος σήμερα κατορθώνει να βγαίνει αλώβητος από την κρίση, και μάλιστα μέσα από αναπτυξιακές διαδικασίες. Τόσο αναπτυξιακές ώστε αυτή τη στιγμή να προχωράνε επενδύσεις στο Λονδίνο και το Καζακστάν. Ο άνθρωπος που κινεί τα νήματα για λογαριασμό της ελληνικής πολυεθνικής, όπως αυτή εξελίσσεται, είναι ο γενικός διευθυντής της Γιάννης Βοντζαλίδης, ο οποίος έχει αναλάβει μεγάλο μέρος των αρμοδιοτήτων από τη μεριά του μετόχου Παναγιώτη Φράγκου, με ουσιαστικό σκοπό την επέκταση της εταιρείας. Εκείνος υλοποίησε τις πρόσφατες επεκτάσεις σε σειρά χωρών, αλλά και τη διεύρυνση της γκάμας προϊόντων του ομίλου και είναι εκείνος που σε καιρούς οικονομικά δύσκολους κράτησε το πηδάλιο με σταθερότητα και πάντα σε συνεννόηση με τους μετόχους του ομίλου, με τους οποίους διατηρεί τόσο εξαιρετική σχέση ώστε αυτός να αποτελεί το δημόσιο πρόσωπο του γκρουπ.
Η επένδυση στο πρώην ανατολικό μπλοκ
Με αλλεπάλληλα ταξίδια στη Ρωσία αρχικά και κατόπιν στο κοντινό σε φιλοσοφία και τρόπο ζωής Καζακστάν, ο κ. Βοντζαλίδης, που έλκει την καταγωγή του από τον Πόντο και διατηρεί σχέσεις στην Ανατολική Ευρώπη, προχώρησε σε άνοιγμα των δραστηριοτήτων του ελληνικού ομίλου. Ενα άνοιγμα που δείχνει επιτυχημένο και το οποίο ήρθε ως αντιστάθμισμα των προβλημάτων που η κρίση δημιούργησε εν μέρει στη χώρα μας και στην εσωτερική αγορά, αν και όχι με την ένταση άλλων κλάδων. Πρoβλήματα που η διοίκηση Φράγκου είχε γρήγορα διαγνώσει στρέφοντας προς άλλες κατευθύνσεις την προσοχή της. Οσο κι αν ο κλάδος βρεφικών και παιδικών ενδυμάτων δεν παρουσίασε την κάμψη άλλων, είναι σαφές πως οι μεγάλοι παίκτες της εν λόγω αγοράς έπρεπε να βρουν άλλους δρόμους για να αυξήσουν τις πωλήσεις τους. Κάπως έτσι, και μετά τη δραστηριοποίηση του ομίλου Φράγκου στη Ρωσία, η εταιρεία απέκτησε δικό της κατάστημα με την ελληνική φίρμα παιδικών ρούχων Marasil στο Καζακστάν, στην πόλη Τσίμκεντ, τον Σεπτέμβριο του 2012, σε μια στρατηγική κίνηση εντός της κρίσης. Ο γενικός διευθυντής του ομίλου έκανε πολλά ταξίδια στη Ρωσία από το 2009 και μετά και η σχετική συμφωνία για το Καζακστάν κλείστηκε στη διάρκεια της διεθνούς εκθέσεως ρούχων CPM Moscow. Τότε ήταν που επιχειρηματίες του Καζακστάν προσέγγισαν τον γενικό διευθυντή του γκρουπ και προχώρησε το deal. Βέβαια το βήμα προς αυτή την αγορά της πρώην ΕΣΣΔ δεν ήταν το μόνο στο εξωτερικό που η διοίκηση του ομίλου πραγματοποίησε. Είχαν προϋπάρξει ή ακολούθησαν καταστήματα στη Βρετανία, στην Ιταλία, στο Ντουμπάι, στην Ουκρανία, στη Ρωσία και την Κύπρο, σε μια επενδυτική πορεία που έχει ξεπεράσει τα 10 εκατ. ευρώ τα τελευταία χρόνια και η οποία χαράχτηκε σε συνεργασία με τοπικούς παίκτες των συγκεκριμένων αγορών.
Μια ισχυρή εταιρεία
Σήμερα ο όμιλος παιδικής ένδυσης απασχολεί περίπου 180 άτομα και δραστηριοποιείται στον κλάδο του σχεδιασμού, της παραγωγής και της εμπορίας παιδικών ενδυμάτων. Εκτός από τα brands Marasil και Mandarino, η εταιρεία σχεδιάζει, παράγει ή αντιπροσωπεύει μεγάλα ελληνικά ονόματα όπως Kitten και Sprint, καθώς και διεθνή ονόματα όπως Pierre Cardin, Mauli, καλύπτοντας έτσι ηλικίες από νεογέννητα έως και την ηλικία των 16. Πρόκειται ουσιαστικά για μία από τις ελάχιστες ελληνικές εταιρείες που ακόμα παράγουν ενδύματα και ασχολούνται με έναν κλάδο που από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 αφελληνίστηκε μεταναστεύοντας σε χώρες των Βαλκανίων σε παραγωγικό επίπεδο.
Θα πρέπει να σημειώσουμε πως ο κ. Βοντζαλίδης είναι ένας διεθνοποιημένος μάνατζερ που κάνει πράξη το όραμα εξωστρέφειας του ομίλου, ο οποίος για χρόνια ερχόταν δεύτερος, πίσω από την εταιρεία Lapin του επιχειρηματία Σταύρου Παπαϊωάννου, και που τώρα επιδιώκει να πάρει τα πρωτεία μέσα από επενδύσεις και προσεκτικά βήματα εντός της κρίσης. Η ανοδική αυτή πορεία ξεκίνησε πριν από περίπου δύο χρόνια με την τόνωση της προσπάθειας εξόδου της επιχείρησης στο εξωτερικό και κορυφώθηκε με την ανάδειξή της από την ICAP με υψηλό Credit Rating ως μια από τις Strongest Companies in Greece, δηλαδή ως μία από τις πιο ισχυρές εταιρείες στην Ελλάδα. Βέβαια στα παραπάνω βοήθησε και η σφιχτή οικονομική διαχείριση του ομίλου, καθώς και το πρόγραμμα ανάπτυξής του διά της μεθόδου της δικαιόχρησης που με φειδώ είχε ακολουθηθεί από το 2000 και μετά.
Πορεία διαρκούς ανόδου
Σημειώνεται ότι ο όμιλος Φράγκου έχει 45 καταστήματα παιδικής ένδυσης παγκοσμίως, εκ των οποίων τα 35 βρίσκονται στην Ελλάδα, ενώ το 20% του τζίρου προέρχεται από τις εξαγωγές, ποσοστό που σκοπεύει η διοίκηση του ομίλου να αυξήσει μέσα στα επόμενα χρόνια με νέα καταστήματα κυρίως στις αραβικές περιοχές και την Ανατολική Ευρώπη. Βέβαια η περίπτωση της ουκρανικής αγοράς έχει οδηγήσει σε σκέψεις τον όμιλο, όμως προς το παρόν δεν έχουν υπάρξει άλλες κινήσεις. Η Φράγκος Α.Ε., η εταιρεία που ουσιαστικά βρίσκεται πίσω από τα Marasil, ιδρύθηκε το 1987 ως μια μικρή βιοτεχνική μονάδα που παρήγαγε πρωτότυπες σειρές, αλλά έκανε και δουλειές φασόν. Εδρεύει στη λεωφόρο Βουλιαγμένης στην Ηλιούπολη, σε ιδιόκτητες εγκαταστάσεις 4.000 τ.μ. που στεγάζουν τις λειτουργίες και τις δραστηριότητές της. Τις εγκαταστάσεις συμπληρώνει ο βιομηχανικός χώρος παραγωγής, αποθήκευσης και διακίνησης των προϊόντων επιφάνειας 5.000 τ.μ., ενώ γραφεία και εγκαταστάσεις υπάρχουν σε Περιστέρι και Θεσσαλονίκη. Η εταιρεία αξιοποίησε κυρίως την άνοδο της αγοράς βρεφικών, αλλά ταυτόχρονα και την καταναλωτική πρόοδο που συντελέστηκε στη δεκαετία του ’90 και τις αρχές του 2000. Ηταν μια περίοδος ευμάρειας που όμοιά της η χώρα δεν είχε βιώσει και νέες business ήρθαν στην επιφάνεια.
Η εταιρεία στις δύο δεκαετίες που ακολούθησαν έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην προώθηση και την εξάπλωση των προϊόντων της, καλύπτοντας ένα ευρύ δίκτυο διανομής συνεργαζόμενων καταστημάτων σε όλη την Ελλάδα. Σήμερα φτάνει να περιλαμβάνει 680 συνεργαζόμενα καταστήματα και ένα δίκτυο μαγαζιών με τις φίρμες Marasil και Mandarino (ιδιόκτητα και franchised), που περιλαμβάνει σημεία λιανικής πώλησης σε στρατηγικά επιλεγμένα καταστήματα, όπως τα Duty Free Shop στο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος», Notos Galleries, Hondos Center κ.λπ. Παράλληλα η Μarasil δραστηριοποιείται ήδη στην Ιταλία, στη Γερμανία, στην Ισπανία, στην Ολλανδία, στην Αίγυπτο, στη Ρωσία, στην Κύπρο, στη Λετονία, στη Σαουδική Αραβία, στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τον Λίβανο. Το μεγάλο «μπαμ» για τον ελληνικό όμιλο έγινε στη δεκαετία του 2000 και ιδιαίτερα από το 2007 και μετά, όταν οι πωλήσεις του εκτοξεύτηκαν. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως το 2002 ο τζίρος της εταιρείας άγγιζε τα 1,2 εκατ. ευρώ και το 2008 έφτασε στα 18 εκατ. ευρώ με διαρκή ανοδική τάση και επιβεβαιώνοντας την προοπτική να παίξει σημαντικό ρόλο στην ελληνική αγορά παιδικής και βρεφικής ένδυσης. Εκεί, στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, πάρθηκε και η απόφαση να υπάρξουν μεγαλύτερη εξωστρέφεια και ενδύσεις σε νέες εκτός Ελλάδας αγορές. Η χώρα μας σαφώς δεν ήταν κορεσμένη και υπήρχαν περιθώρια ανόδου, όμως η διοίκηση του ομίλου διείδε το πρόβλημα που ερχόταν και την πτώση των καταναλωτικών συνηθειών των Ελλήνων. Σήμερα στη χώρα μας τα καταστήματα Μarasil έχουν προχωρήσει σε εντατικές προσφορές και εκπτώσεις, ενώ συνεχώς παρουσιάζουν καινούριες γραμμές παραγωγής.