search icon

Οικονομία

Δεύτερο κύμα «λουκέτων» χτυπά την αγορά

Μπαράζ πτωχεύσεων στο πρώτο εξάμηνο του 2017 - Οι ελληνικές επιχειρήσεις συρρικνώνονται συνεχώς την ώρα που οι πολυεθνικές κερδίζουν όλο και περισσότερο έδαφος στην Ελλάδα

Θα περίμενε κανείς ότι με μια κυβέρνηση της Αριστεράς και με έναν δηλωμένο κυβερνητικό εταίρο με «εθνικά χαρακτηριστικά» οι ελληνικές επιχειρήσεις, αυτό που θα ονομάζαμε «εθνικοί πρωταθλητές», θα περνούσαν αν όχι σε μια φάση… πρωταθλητισμού, αλλά τουλάχιστον πριμοδότησής τους έναντι των μεγάλων πολυεθνικών ανταγωνιστών τους.

Του Δημήτρη Μαρκόπουλου

Οσο δηλαδή κι αν έχουν πλήξει τα μνημόνια τη χώρα μας, μια εγχώρια στρατηγική ενίσχυσης των εταιρειών από την πατρίδα μας θα έπρεπε να λειτουργήσει ως αντίβαρο.
Να όμως που με αυτή την κυβέρνηση συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: οι ελληνικές επιχειρήσεις εξακολουθούν να πληρώνουν το μάρμαρο και βάζουν λουκέτα ή χάνουν μερίδια αγοράς, με αποτέλεσμα η αγορά να πολυεθνικοποιείται ολοένα περισσότερο, ενώ ταυτόχρονα οι πτωχεύσεις αποτελούν ένα διαρκώς αυξανόμενο φαινόμενο. Για την ακρίβεια, τις τελευταίες ημέρες παρακολουθούμε ένα δεύτερο μεγάλο κύμα -μετά το πρώτο που συντελέστηκε στο διάστημα 2015-2016- πτωχεύσεων και εξόδου από την αγορά μεγάλων ελληνικών εταιρειών, για το οποίο κανένας δεν μιλά και λίγοι ενδιαφέρονται. Επιχειρήσεις όπως ο όμιλος Λεμονή, η Καπνική Μιχαηλίδης, η βιομηχανία τροφίμων Κανδύλας στην Ημαθία, η Αλφα Γκρίσιν, η εταιρεία φύλαξης Mondial Pol, η Μάρμαρα Λαζαρίδης, η εταιρεία Ηλιόσφαιρα, που διαθέτει εργοστάσιο παραγωγής φωτοβολταϊκών μηχανημάτων και εξαρτημάτων παραγωγής και εκμετάλλευσης ενέργειας στην Τρίπολη της Αρκαδίας κ.ά. συνθέτουν μια εικόνα ασφυξίας.

Πολυεθνικά κέρδη, ελληνική κατήφεια

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Με βάση τα μέχρι στιγμής δημοσιευμένα αποτελέσματα των εταιρειών για το 2015, παρακολουθούμε ότι η παρουσία των πολυεθνικών σχημάτων στην πατρίδα μας όχι μόνο δεν αποδυναμώνεται αλλά αντιθέτως ενισχύεται, σε μια χώρα που ταυτόχρονα παρακολουθεί να υπάρχουν απώλειες ως προς την παρουσία της εγχώριας παραγωγής της. Πρόκειται για ένα φαινόμενο το οποίο εδράζεται τόσο στα προβλήματα που υπάρχουν για τις εγχώριες επιχειρήσεις, όπως αυτά της ρευστότητας, των capital controls και της χαμηλής ζήτησης ή των περιορισμένων εξαγωγών, όσο και στο γεγονός ότι πολλές ελληνικές εταιρείες (κυρίως οι κρατικές) έχουν πουληθεί σε ξένα συμφέροντα, με αποτέλεσμα μέρος της δραστηριότητάς τους να πηγαίνει στο εξωτερικό. Ταυτόχρονα όμως υπάρχει και μια ακόμα εξήγηση: λόγω πρόσθετων φορολογικών και χρηματοοικονομικών βαρών, οι ελληνικές φίρμες δεν είναι πλέον ανταγωνιστικές, με αποτέλεσμα ο ταλαιπωρημένος από την ακρίβεια Ελληνας καταναλωτής να επιλέγει προϊόντα, είδη και υπηρεσίες από θυγατρικές μεγάλων πολυεθνικών.

Για παράδειγμα, κορυφαίες επιχειρήσεις, όπως η ΑΒ Βασιλόπουλος που ανήκει στον βελγικό όμιλο Delhaize, αύξησαν τις πωλήσεις τους κατά 8,5% μεταξύ 2014 και 2015 κερδίζοντας ταυτόχρονα μερίδια αγοράς λόγω της πτώσης της ελληνικής αλυσίδας Μαρινόπουλος, μιας 100% ντόπιας επιχείρησης που άφησε απίστευτα χρέη κυρίως σε Ελληνες παραγωγούς και προμηθευτές. Αντίστοιχη είναι και η ανοδική πορεία μιας ακόμα λιανεμπορικής, διεθνούς αλυσίδας, της Lidl, η οποία είδε να μεγαλώνει το μερίδιο αγοράς της τη στιγμή που ο ελληνικός ανταγωνισμός έπεσε στο καναβάτσο και που οι μόνες μεγάλες αλυσίδες που αντιστέκονται στην κρίση είναι οι Μετρό – My Market, Μασούτης και Σκλαβενίτης. Στα τρόφιμα και πάλι ενισχύεται η θέση των πολυεθνικών, με τους σημαντικότερους διεθνείς εκπροσώπους να κατέχουν τις πρώτες θέσεις από πλευράς μεριδίων αλλά και πωλήσεων. Η Unilever, αν και είχε απώλειες τζίρων της τάξης του 4%, είδε τα κέρδη της να αυξάνονται κατά 2%, η Nestle έχασε πωλήσεις λόγω κρίσης κατά 5% αν και παρέμεινε κερδοφόρα με 10 εκατ. ευρώ προ φόρων κέρδη, η Αθηναϊκή Ζυθοποιία αύξησε τις πωλήσεις της κατά 1%, ενώ ακόμα και εκείνοι που είχαν απώλειες δεν ήταν σε μεγάλη κλίμακα, αντέχοντας την ίδια στιγμή που ο εγχώριος ανταγωνισμός κατέρρεε. Για παράδειγμα, οι απώλειες σε πωλήσεις της Mondelez ήταν μόλις 10% όταν ελληνικές βιομηχανίες τροφίμων αντιμετώπιζαν προβλήματα ακόμα και εξαγωγών των ειδών της. Ανάλογη εικόνα παρουσίασε και η Tasty Foods με μείωση τζίρων κατά 2%, όταν άλλες ελληνικές βιομηχανίες έχαναν σε πωλήσεις άνω του 10% ή και 15%.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα βιομηχανιών όπως η Νίκας, που έχει βρεθεί με την πλάτη στον τοίχο, η Καλλιμάνης, που δίνει μάχη, η ΦΑΓΕ που έκλεισε τη μονάδα της στο Αμύνταιο, η Κρι Κρι που αν και αντιμετώπισε τα ζητήματά της για δύο χρήσεις δυσκολεύτηκε κ.ά. Πρόκειται για βιομηχανίες που πληρώνουν την ελληνικότητά τους και τις επιλογές των εκάστοτε κυβερνήσεων και κυρίως της τελευταίας που με το δημοψήφισμα επιβάρυνε το οικονομικό έτος του 2015. Στις πρωταθλήτριες πολυεθνικές βλέπουμε ότι συγκαταλέγονται οι Παπαστράτος, με αύξηση τζίρων άνω του 35% και κέρδη που κινήθηκαν ανοδικά το 2015 έναντι του 2014 κατά 114%, η Bic, με άνοδο πωλήσεων κατά 25% και κέρδη στα 48 εκατ. ευρώ αυξημένα κατά 102%, η Bayer με +12% σε πωλήσεις και +108% σε κέρδη. Ακόμα και επιχειρήσεις με μείωση τζίρων όπως η Diageo στα ποτά, που είδε τις πωλήσεις της να μειώνονται κατά 3,5%, είχαν αύξηση κερδών το 2015 κατά 80% ενώ και η TUI Hellas αύξησε τα καθαρά προ φόρων κέρδη της κατά 350% ή η Novartis κατά 1010% και η Crown Hellas κατά 2.985%. Θα πρέπει φυσικά να υπογραμμίσουμε ότι η παραπάνω κατάσταση δεν σημαίνει ταυτόχρονα ότι όλες οι πολυεθνικές ξαφνικά βιώνουν έναν παράδεισο στη χώρα μας. Αντιθέτως, υπάρχουν και περιπτώσεις σχημάτων που έχουν ταλαιπωρηθεί σημαντικά και παρουσιάζουν σημαντικές απώλειες. Για παράδειγμα, η Adidas έχασε 22% των πωλήσεών της με ταυτόχρονη μείωση κερδών κατά 65%, η Johnson & Johnson πέρασε σε ζημίες 16 εκατ. ευρώ, οι περισσότερες φαρμακευτικές καταποντίστηκαν και γενικότερα υπήρξαν και άλλοι κλάδοι με μεγάλο πρόβλημα.

Στο λιανεμπόριο ηλεκτρικών συσκευών η Dixons και Saturn είδαν συγκράτηση μεν των πωλήσεών τους, όμως η πρώτη παρουσίασε αύξηση κερδών κατά 206% και η δεύτερη καλυτέρευσε το αρνητικό της αποτέλεσμα κατά 6%. Η Nokia έφτασε τα 8 εκατ. ευρώ σε κέρδη προ φόρων με 7.271% σε ένα ρεκόρ πανευρωπαϊκό. Θα πρέπει επίσης να υπογραμμίσουμε και κάτι ακόμα: όσο και αν υπήρξε πρόβλημα προσέλκυσης νέων επενδύσεων σε μια οικονομία που χαρακτηρίστηκε -και εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται- από έντονο πολιτικό και κοινωνικό ρίσκο, οι περισσότερες επενδύσεις που για χρόνια υπήρχαν στην Ελλάδα συνέχισαν την πορεία τους. Τα λουκέτα που προέκυψαν τα δύο τελευταία χρόνια ήταν πρωτοφανή, αλλά μονάχα προς την πλευρά των εγχώριων επιχειρηματικών σχημάτων.

Βρέχει πτωχεύσεις

Η αρχή έγινε τον Ιανουάριο όταν ο όμιλος Λεμονή έδειξε τα πρώτα δείγματα κατάρρευσης, με τις τράπεζες να αδυνατούν να δώσουν άλλες βοήθειες. Η οικογενειακή εταιρεία με την άνω των 100 ετών παράδοση και τους εκατοντάδες εργαζομένους αναγκάστηκε να κλείσει κομβικά σημεία πώλησης, όπως στο Κολωνάκι και το «Golden Hall» και όλοι πλέον θεωρούν πως πολύ δύσκολα σώζεται η κατάσταση. Εκτός ελέγχου είναι η πορεία και του κλάδου λιανικής στα τρόφιμα. Η Μαρινόπουλος αποτελεί πλέον παρελθόν και η Σκλαβενίτης ανέλαβε το δύσκολο έργο να μαζέψει εντός ενός ενιαίου σχήματος τα απομεινάρια της και, κυρίως, τους 10.000 εργαζομένους της που είχαν μείνει στον αέρα.

Η εγχώρια βιομηχανία τροφίμων με τη δική της σειρά παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα τη σαφέστατη υποχώρηση του διαθέσιμου εισοδήματος των Ελλήνων, ενώ ειδικότερα η βιομηχανία παραγωγής ζυμαρικών, χαλβά και άλλων νηστίσιμων ειδών Κανδύλας, όπως και η εταιρεία αλιευμάτων Καλλιμάνης, έχουν μπροστά τους μια ανηφόρα στην προσπάθειά τους να διασωθούν. Προβλήματα που κυρίως έχουν να κάνουν με τον δανεισμό τους και την αναγκαία ρύθμιση των θεμάτων ρευστότητάς τους. Στις παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε και τη Νίκας, η οποία ακόμα δεν έχει περάσει στη φάση αναδιάρθρωσης που όλοι θα περίμεναν, την Καπνική Μιχαηλίδης, που βρίσκεται σε κυκεώνα προβλημάτων και σε κλυδωνισμούς, την πάλαι ποτέ κραταιά Αλφα Γκρίσιν, που τελεί υπό καθεστώς πτώχευσης, την εταιρεία security Mondial Pol, η οποία με προσωπικό 600 ατόμων τελικά δεν τα κατάφερε και προ ημερών πήραν τα πράγματα αρνητική τροχιά για την ίδια, σειρά εταιρειών καθαρισμών και φύλαξης που λόγω της έξωσής τους από τα νοσοκομεία έχουν αναγκαστεί να κλείσουν, την εταιρεία Ηλιόσφαιρα, που διαθέτει εργοστάσιο στην Αρκαδία και μετρά πληγές κ.ά.

Στα παραπάνω δεν θα πρέπει να ξεχνάμε μια σειρά λουκέτων που είχαμε πριν από περίπου έναν χρόνο, όπως αυτό της Ηλεκτρονικής Αθηνών, της αλυσίδας Παπασωτηρίου, της Ελευθερουδάκης, της ΦΑΓΕ, που έκλεισε το εργοστάσιό της στο Αμύνταιο, της ΙΜΑΣ στον Βόλο και άλλων μεγάλων επιχειρήσεων. Πάντως με το δεύτερο κύμα πτωχεύσεων ή προβλημάτων, παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι κινδυνεύουν άμεσα περί τις 1.000-1.200 θέσεις εργασίας σε μια χώρα όπου ήδη έχουν κλείσει βάσει των στοιχείων της ΓΣΕΒΕΕ άνω των 40.000 επιχειρήσεων. Και όλα αυτά παρά την αμφισβήτηση του υπουργού Οικονομίας Δημήτρη Παπαδημητρίου ότι τα στατιστικά στοιχεία της ΓΣΕΒΕΕ δεν είναι σωστά. Η πραγματικότητα δικαιώνει περισσότερο τον πρόεδρο της ΓΣΕΒΕΕ Γιώργο Καββαθά παρά τον υπουργό της κυβέρνησης Τσίπρα.

Exit mobile version