search icon

Οικονομία

Προβόπουλος: Παρά τα τρία σκληρά μνημόνια η δουλειά παραμένει ημιτελής

«Οι αιτίες των προβλημάτων έρχονταν από το παρελθόν και λειτούργησαν επί σειρά ετών υπονομευτικά και διαβρωτικά στην οικονομία», σημείωσε ο τέως διοικητής της ΤτΕ

Το θεωρούμενο ως οικονομικό πρόβλημα της  χώρας έχει πρωτίστως πολιτισμικές, θεσμικές, πολιτικές και κοινωνικές αιτίες  τόνισε ο τέως διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ), Γιώργος Προβόπουλος κατά την παρουσίαση του βιβλίου του πρώην υπουργού Οικονομικών, Γιάννη Παπαθανασίου «8 ΜΗΝΕΣ».

«Οι αιτίες των προβλημάτων έρχονταν από το παρελθόν και λειτούργησαν επί σειρά ετών υπονομευτικά και διαβρωτικά στην οικονομία γι’ αυτό κι ήταν πρακτικά ανέφικτο να αντιμετωπιστούν οι αρνητικές συνέπειές τους σε σύντομο χρόνο, όταν η διεθνής κρίση οξύνθηκε επικίνδυνα και ανέδειξε όλες τις υποβόσκουσες εγχώριες παθογένειες» σημείωσε χαρακτηριστικά ο κ. Προβόπουλος.

Ο τέως διοικητής της ΤτΕ επισήμανε ότι, παρά τα τρία  διαδοχικά σκληρά μνημόνια, με τεράστιο κοινωνικό και οικονομικό κόστος και ενώ η χώρα βρίσκεται υπό στενή εποπτεία και πίεση από τους δανειστές της η δουλειά δεν έχει ολοκληρωθεί.  Παραμένει ημιτελής!

Στην παρέμβασή του ο κ. Προβόπουλος, αφού κάνει μια αναδρομή από το 2001 ακόμα όταν η χώρα έγινε μέλος της ΟΝΕ, στις αιτίες του οικονομικού προβλήματος, οι οποίες όπως λέει έρχονται από το παρελθόν, αναφέρει πως είναι πρακτικά ανέφικτο οι συνέπειές τους να αντιμετωπιστούν σε σύντομο χρόνο. Όπως αναφέρει «είναι πρόδηλο πως οι παθογένειες αναπτύχθηκαν σε βάθος χρόνου και αφέθηκαν εν πολλοίς αδιόρθωτες, με αποτέλεσμα να προσλάβουν διαστάσεις τέτοιες που η αντιμετώπισή τους ούτε εύκολη θα μπορούσε να είναι ούτε γρήγορη. Με άλλα λόγια, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο, πρακτικά αδύνατο πιστεύω, να τις θεραπεύσει μια κυβέρνηση, αντιμέτωπη με όλες τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις, αλλά και τη σχεδόν πάνδημη άρνηση της κοινωνίας. Έτσι το μνημόνιο, ακριβέστερα όχι μόνο έναν αλλά τρία διαδοχικά, ήταν απλώς η μοιραία κατάληξη των πραγμάτων».  

Στη συνέχεια ο κ. Προβόπουλος εκθέτει τα συμπεράσματά του για ό,τι ακολούθησε μετά τον Μάιο του 2010, τα οποία δίνουν ένα πληρέστερο στίγμα ολόκληρης της δεκαετίας 2008 – 2017:

Πρώτον, τα προβλήματα της Ελλάδος ήταν κατά βάση διαρθρωτικά και σωρεύτηκαν σε βάθος χρόνου.
Γι’ αυτό και  απαιτήθηκε πολύ περισσότερος χρόνος αντιμετώπισής τους, αφού ακουμπούσαν σε πολιτισμικά και κοινωνικοπολιτικά φαινόμενα, σε βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις και νοοτροπίες.
Ακόμη και σήμερα τα προβλήματα αυτά φοβούμαι ότι δεν έχουν εξαλειφθεί.

Δεύτερον, η στάση του πολιτικού κόσμου και της κοινωνίας μαρτυρεί άρνηση αποδοχής και κατανόησης της πραγματικότητας, αλλά και άγνοια των κινδύνων.
Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα δεν έγινε στην Βουλή μια ολοκληρωμένη συζήτηση για το υπ. αρ. 1 οικονομικό πρόβλημα της χώρας, σε μία νηφάλια προσπάθεια διερεύνησης των βαθύτερων αιτίων και αναζήτησης των πρόσφορων λύσεων. Σε όλη την διάρκεια της κρίσης, η εκάστοτε αντιπολίτευση όχι μόνο αρνήθηκε να συναινέσει, αλλά καλλιέργησε συστηματικά την ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να ξαναγυρίσουμε στην προ κρίσης εποχή καταργώντας τις πολιτικές λιτότητας. Έτσι έφτασε το μνημόνιο να θεωρείται από αρκετούς ως η αιτία της κρίσης και όχι ως η λύση των αιτίων της.

Τρίτον, καμία μνημονιακή κυβέρνηση δεν ετοίμασε το δικό της πρόγραμμα δράσης και εξόδου από την κρίση.
Γι’ αυτό έχω υποστηρίξει ότι η χώρα στερείτο, και στερείται ακόμη, business plan. Βάση διαπραγμάτευσης με τους δανειστές ήταν οι δικές τους προτάσεις.
Ολοκληρωμένες αντιπροτάσεις ουδέποτε κατατέθηκαν.
Αυτό φανερώνει και την ανετοιμότητα της χώρας να λύσει η ίδια τα δικά της προβλήματα.

Τέταρτον, όχι μόνον δεν υπήρξε εκ μέρους μας συνολική πρόταση, αλλά και το επιβληθέν από τους δανειστές μνημονιακό πρόγραμμα ποτέ δεν υιοθετήθηκε πλήρως και ως ενιαίο σύνολο από την ελληνική πλευρά. Ποτέ δεν αναλάβαμε δηλαδή την κυριότητα του προγράμματος.
Αυτό εξηγεί την επαμφοτερίζουσα στάση μας κατά την εφαρμογή του, το συνεχές “κατενάτσιο”, τις ολιγωρίες, την πεισματική άρνηση της χώρας να πράξει αυτό που είχε ήδη συμφωνήσει με την υπογραφή της.

Πέμπτον, λαμβάνοντας υπόψη την δομική φύση των προβλημάτων μας, το κύριο βάρος των Προγραμμάτων θα έπρεπε να περιλαμβάνει διαρθρωτικές παρεμβάσεις.
Όμως σε αυτόν ιδιαίτερα τον τομέα επιδείξαμε σοβαρές καθυστερήσεις.
Αυτό ενέτεινε την αβεβαιότητα και ανέβασε κατακόρυφα το οικονομικό και κοινωνικό κόστος (π.χ. σωρευτική ύφεση 26%, ποσοστό ανεργίας μέχρι 28%, μεγάλες απώλειες στην αξία των περιουσιακών στοιχείων, όπως π.χ. τα ομόλογα, οι μετοχές και τα ακίνητα, μαζική έξοδος καταθέσεων από το τραπεζικό σύστημα, κλπ).
Έτσι, ύστερα από 8 χρόνια σκληρών μνημονίων, η δουλειά παραμένει ημιτελής.
Αρκετά οφείλουν να γίνουν ακόμη, κατ’ εξοχήν στο πεδίο των διαρθρωτικών δράσεων πριν σημάνει λήξη συναγερμού.  

Έκτον, οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν δεν ήταν σε όλες τις περιπτώσεις γνήσιες, πραγματικές δηλαδή δομικές βελτιώσεις, άλλοτε λόγω κακού σχεδιασμού κι άλλοτε λόγω πλημμελούς εφαρμογής.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η δημόσια διοίκηση. Η δημόσια διοίκηση παρά τις δεκάδες παρεμβάσεων φοβούμαι πως λειτουργεί σήμερα χειρότερα σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο.
Γι’ αυτό και αποτελεί τώρα την, κατά τη γνώμη μου, κορυφαία προτεραιότητα στον κατάλογο των διαρθρωτικών αλλαγών.

Έβδομον, στο πολιτικό σύστημα και στην κοινωνία υπήρξε μια κάθετη διαίρεση.
Η διαίρεση αυτή παρεμπόδισε ποικιλότροπα την ομαλή εφαρμογή των προγραμμάτων, ανέβασε στα ύψη τον λογαριασμό και σε διάφορες φάσεις της πήρε εμφυλιοπολεμικά χαρακτηριστικά.
Ευτυχώς ένας ανοιχτός πέμπτος εμφύλιος για τη χώρα αποτράπηκε, όμως η διαίρεση της κοινωνίας είχε οδυνηρές συνέπειες που θα πληρώνουμε για δεκαετίες. 

Exit mobile version