search icon

Οικονομία

Με κουρεμένα περιουσιακά κριτήρια το διάδοχο πλαίσιο του ν. Κατσέλη

Στα €250.000 το όριο προστασίας α' κατοικίας, μειωμένο στα €175.000 για τα επιχειρηματικά δάνεια - Τα «αγκάθια» που παραμένουν θα συζητηθούν τις επόμενες ημέρες, με στόχο συμφωνία έως το Eurogroup της 5ης Απριλίου - Ανώτατο όριο οφειλής €130.000 - Δείτε αναλυτικά τα κριτήρια που καθιστούν προστατεύσιμη την κατοικία και πως υποβάλλετε αίτηση

Του Μάριου Ροζάκου

Μειωμένο όριο προστασίας, που διαμορφώνεται στις 175.000 ευρώ, προβλέπει για τα επιχειρηματικά δάνεια με υποθήκη πρώτης κατοικίας η τροπολογία για το διάδοχο πλαίσιο του νόμου Κατσέλη, η οποία κατατίθεται από στιγμή σε στιγμή στη Βουλή, ύστερα από πολύωρη τηλεδιάσκεψη μεταξύ κυβέρνησης και ευρωπαϊκών θεσμών. Για τις υπόλοιπες κατηγορίες δανείων με υποθήκη πρώτης κατοικίας η προστασία θα παρέχεται σε ακίνητα αντικειμενικής αξίας έως 250.000 ευρώ.

Μειωμένα είναι επίσης, σε σύγκριση με την αρχική πρόταση κυβέρνησης-τραπεζών, τα περιουσιακά κριτήρια ένταξης στο νέο πλαίσιο προστασίας, με το πλαφόν για τις καταθέσεις να διαμορφώνεται στα 15.000 ευρώ. Επίσης, εάν το σύνολο των οφειλών ξεπερνά τα 20.000 ευρώ, η συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας (πέραν της Α΄ κατοικίας) και των μεταφορικών μέσων δεν πρέπει να ξεπερνά τα 80.000 ευρώ.

Ειδικότερα, η τροπολογία προβλέπει ότι δυνατότητα ένταξης στο νέο πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας θα παρέχεται εάν:

– Το οικογενειακό εισόδημα του αιτούντος φυσικού προσώπου, κατά το τελευταίο έτος, για το οποίο υπάρχει δυνατότητα υποβολής φορολογικής δήλωσης, δεν υπερβαίνει τα 12.500 ευρώ. Το ποσό προσαυξάνεται κατά 8.500 ευρώ για το σύζυγο και κατά 5.000 ευρώ για κάθε εξαρτώμενο μέλος και μέχρι τα τρία εξαρτώμενα μέλη.
– Το σύνολο των οφειλών υπερβαίνει τα 20.000 ευρώ, η ακίνητη περιουσία του αιτούντα, του συζύγου του και των εξαρτώμενων μελών, πέραν της κύριας κατοικίας του αιτούντα, καθώς και τα μεταφορικά μέσα του αιτούντα και του συζύγου του, έχουν συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τα 80.000 ευρώ.
– Οι καταθέσεις, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και τα πολύτιμα μέταλλα, σε νομίσματα ή ράβδους, του αιτούντα και του συζύγου του και των εξαρτώμενων μελών έχουν συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης.
– Το σύνολο του ανεξόφλητου κεφαλαίου, στο οποίο συνυπολογίζονται λογιστικοποιημένοι τόκοι και, αν υπάρχουν, έξοδα εκτέλεσης κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης δεν υπερβαίνει τις 130.000 ευρώ ανά πιστωτή. Αν η οφειλή έχει συνομολογηθεί σε άλλο, πλην ευρώ, νόμισμα, τότε για τον καθορισμό του μέγιστου ορίου των 130.000 ευρώ λαμβάνεται υπόψη η ισοτιμία αλλοδαπού νομίσματος και ευρώ κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης.

Προϋπόθεση για να ισχύσουν τα παραπάνω είναι ο οφειλέτης να έχει χρέη τα οποία βρίσκονταν σε καθυστέρηση τουλάχιστον 90 ημερών κατά την 31η Δεκεμβρίου 2018.

Το παρασκήνιο

H τροπολογία φθάνει τελικά στη Βουλή τέσσερις ημέρες αργότερα απ’ ό,τι είχε αρχικά προαναγγείλει η κυβέρνηση, καθώς η «βόμβα» της περασμένης Τετάρτης περί μονομερούς ενέργειας τελικά απενεργοποιήθηκε και το κείμενο που οδεύει προς κατάθεση είναι αποτέλεσμα πολύωρης σημερινής τηλεδιάσκεψης ανάμεσα σε κυβερνητικά στελέχη και εκπροσώπους των ευρωπαϊκών θεσμών, στην οποία υπήρξαν αμοιβαίες υποχωρήσεις.

Στο πλαίσιο αυτό, η ελληνική πλευρά αποδέχθηκε δραστικές μειώσεις στα περιουσιακά κριτήρια (η αρχική πρόταση προέβλεπε όριο καταθέσεων 65.000 ευρώ, που περιορίστηκε στα 15.000 ευρώ, και συνολική αξία 260.000 ευρώ για τα υπόλοιπα ακίνητα, το οποίο περιορίστηκε στα 80.000 ευρώ μαζί με τα μεταφορικά μέσα για τις οφειλές άνω των 20.000 ευρώ) και στο όριο προστασίας των επιχειρηματικών δανείων με υποθήκη πρώτης κατοικίας (η αρχική πρόταση προέβλεπε ενιαίο όριο ύψους 250.000 ευρώ για όλες τις κατηγορίες δανείων), αλλά κατάφερε να συμπεριληφθεί και αυτή η κατηγορία δανείων στη νέα ομπρέλα προστασίας. Ωστόσο, οι προϋποθέσεις ένταξης των επιχειρηματικών δανείων δεν αποκλείεται να γίνουν αυστηρότερες στην πορεία, είτε μέσω νομοτεχνικών βελτιώσεων στην τροπολογία, είτε μέσω πρόσθετων δικλείδων ασφαλείας οι οποίες θα προβλέπονται σε υπουργικές αποφάσεις.

Οι διαβουλεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών θα συνεχιστούν τις επόμενες ημέρες τόσο για τα επαγγελματικά δάνεια όσο και για τα ακόλουθα ζητήματα που εξακολουθούν να προβληματίζουν τους τεχνοκράτες των θεσμών:

– Τις υπουργικές αποφάσεις που θα εξειδικεύουν την εφαρμογή του νέου πλαισίου

– Τις διαδικασίες δικαστικής προστασίας που προβλέπει ο νόμος Κατσέλη και οι οποίες παραμένουν σε ισχύ

– Τα προβλήματα που πιθανόν να ανακύψουν στο μεταβατικό διάστημα έως την πλήρη λειτουργία του νέου συστήματος και της ηλεκτρονικής πλατφόρμας του.

Τη Δευτέρα η συζήτηση με τους δανειστές

Yπενθυμίζεται ότι στη χθεσινή συνεδρίαση του Euro Working Group δεν υπήρξε συμφωνία, αν και όπως ειπώθηκε «σημειώθηκε πρόοδος» στο ζήτημα.

Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες υπάρχει πλήρης συμφωνία κυβέρνησης – δανειστών σε ό,τι αφορά το πλαίσιο προστασίας για την πρώτη κατοικία, ωστόσο «αγκάθια» εντοπίζονταν σε δευτερεύοσες παραμέτρους που συνδέονται ωστόσο με το πλαίσιο προστασίας. Όλα αυτά όμως, αναμένεται να συζητηθούν με τους εκπροσώπους των δανειστών που αναμένονται τη Δευτέρα, 1η Απριλίου στην Αθήνα, με στόχο να έχει επέλθει συμφωνία έως τις 4 του μήνα.

Τα κριτήρια που θα πρέπει να καλύπτονται προκειμένου, βάσει της τροπολογίας, ένα ακίνητο να μπορεί να τεθεί σε διαδικασία προστασίας είναι τα εξής:

– 130.000 ευρώ εμπορική αξία ακινήτου φυσικού προσώπου
– 250.000 ευρώ αντικειμενική αξία ακινήτου,
– 175.000 ευρώ η αντικειμενική αξία των ακινήτων που αποτελούν εγγύηση για επιχειρηματικά δάνεια,
– 15.000 ευρώ το μέγιστο των καταθέσεων του οφειλέτη,
– 80.000 ευρώ (από αρχική πρόταση 50.000 ευρώ), αξία ακινήτων πέραν της α’ κατοικίας για οφειλή δανείου πάνω από 20.000 ευρώ.
– 9,8 με 10 δισ. ευρώ από αρχική εκτίμηση 11 δισ. ευρώ δανείων θα είναι η περίμετρος που θα ενταχθούν στον νέο νόμο Κατσέλη

Όπως αναφέρεται στο Άρθρο 1 της τροπολογίας, επιλέξιμος για ένταξη στον νόμο μπορεί να είναι:

α) Το αιτούν φυσικό πρόσωπο έχει εμπράγματο δικαίωμα, αποκλειστικής ή κατ’ ιδανικό μερίδιο, κυριότητας, πλήρους ή ψιλής, ή επικαρπίας σε ακίνητο, το οποίο αποτελεί την κύρια κατοικία του και βρίσκεται στην Ελλάδα.

β) Δεν έχει εκδοθεί οριστική απόφαση, που απέρριψε αίτηση του άρθρου 4 του ν. 3869/2010 (Α’ 130) λόγω δόλιας περιέλευσης του αιτούντος σε αδυναμία πληρωμής ή λόγω ύπαρξης επαρκούς περιουσίας του αιτούντος ή που δέχθηκε την αίτηση, ακόμα κι αν ο οφειλέτης εξέπεσε κατά την παρ. 2 του άρθρου 11 του ν. 3869/2010 ή το σχέδιο διευθέτησης οφειλών καταγγέλθηκε κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010. Αν εκδόθηκε τέτοια απόφαση, το φυσικό πρόσωπο μπορεί να ασκήσει την αίτηση του άρθρου 5 μόνο αν πριν την άσκηση της αίτησής του και πριν την πάροδο της προθεσμίας της παρ. 1 του άρθρου 5 η απόφαση εξαφανίστηκε ή αναιρέθηκε ύστερα από παραδοχή ένδικου μέσου.

γ) Η αξία της προστατευόμενης κύριας κατοικίας, κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 5, δεν υπερβαίνει τα 175.000 ευρώ, αν στις οφειλές της παρ. 2 περιλαμβάνονται επιχειρηματικά δάνεια, και τα 250.000 ευρώ σε κάθε άλλη περίπτωση.

δ) Το οικογενειακό εισόδημα του αιτούντος φυσικού προσώπου, κατά το τελευταίο έτος, για το οποίο υπάρχει δυνατότητα υποβολής φορολογικής δήλωσης, δεν υπερβαίνει τα 12.500 ευρώ. Το ποσό του προηγούμενου εδαφίου προσαυξάνεται κατά 8.500 ευρώ για το σύζυγο και κατά 5.000 ευρώ για κάθε εξαρτώμενο μέλος και μέχρι τα τρία εξαρτώμενα μέλη.

ε) Αν το σύνολο των οφειλών των παρ. 2 έως 4 υπερβαίνει τα 20.000 ευρώ, η ακίνητη περιουσία του αιτούντα, του συζύγου του και των εξαρτώμενων μελών, πέραν της κύριας κατοικίας του αιτούντα, καθώς και τα μεταφορικά μέσα του αιτούντα και του συζύγου του, έχουν συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τα 80.000 ευρώ κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 5.

στ) Οι καταθέσεις, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και τα πολύτιμα μέταλλα, σε νομίσματα ή ράβδους, του αιτούντα και του συζύγου του και των εξαρτώμενων μελών έχουν συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 5.

ζ) Υφίσταται τουλάχιστον μία οφειλή επιδεκτική ρύθμισης κατά τις παρ. 2 έως 6.

η) Το σύνολο του ανεξόφλητου κεφαλαίου, στο οποίο συνυπολογίζονται λογιστικοποιημένοι τόκοι και, αν υπάρχουν, έξοδα εκτέλεσης, των οφειλών των παρ. 2 και 3, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης του άρθρου 5, δεν υπερβαίνει τις 130.000 ευρώ ανά πιστωτή. Αν η οφειλή έχει συνομολογηθεί σε άλλο, πλην ευρώ, νόμισμα, τότε για τον καθορισμό του μέγιστου ορίου των 130.000 ευρώ λαμβάνεται υπόψη η ισοτιμία αλλοδαπού νομίσματος και ευρώ κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 5.

Οι όροι προστασίας καθορίζονται βάσει του Άρθρου 8 και είναι οι ακόλουθοι:

– Για την προστασία της κύριας κατοικίας του, ο αιτών καταβάλλει το 120% της αξίας αυτής σε μηνιαίες ισόποσες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, με επιτόκιο ίσο με το Euribor τριμήνου προσαυξημένο κατά 2%. Αν το 120% της αξίας της κύριας κατοικίας υπερβαίνει το σύνολο των οφειλών που περιλαμβάνονται στην αίτηση, τότε καταβάλλεται το σύνολο των οφειλών σε αντίστοιχες τοκοχρεωλυτικές δόσεις.

– Το ποσό της παρ. 1 καταβάλλεται σε χρονικό διάστημα 25 ετών, το οποίο όμως δεν πρέπει να υπερβαίνει το 80ο έτος της ηλικίας του αιτούντος, εκτός εάν συμβληθεί εγγυητής, αποδοχής των πιστωτών, ευθυνόμενος ως αυτοφειλέτης.

– Αν ρυθμίζονται περισσότεροι από ένας πιστωτές, τότε η μηνιαία δόση, που προκύπτει κατά τις παρ. 1 και 2, επιμερίζεται μεταξύ των ρυθμιζόμενων πιστωτών, ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής τους σε πλειστηρίασμα που θα προέκυπτε, αν η κύρια κατοικία πλειστηριαζόταν χωρίς έξοδα εκτέλεσης και χωρίς κατάταξη λοιπών πιστωτών, που δεν αναφέρονται στην αίτηση.

Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου: α) η προσημείωση υποθήκης εξομοιώνεται με την υποθήκη και κατατάσσεται με βάση τη χρονική της προτεραιότητα, β) αν απαίτηση πιστωτή με ειδικό προνόμιο δεν ικανοποιείται στο σύνολό της ως τέτοια, τότε για το απομένον τμήμα της συμμετέχει στην υποθετική κατάταξη κατά περίπτωση ως απαίτηση με γενικό προνόμιο ή ως μη προνομιούχος απαίτηση.

Πως υποβάλλονται οι αιτήσεις

Οι αιτήσεις θα υποβληθούν σε ηλεκτρονική πλατφόρμα στην οποία ο ενδιαφερόμενος θα πρέπει να καταθέσει πλήρη στοιχεία. Κατά την υποβολή της αίτησης ανακτώνται αυτόματα από τα πιστωτικά ιδρύματα:

α) στοιχεία αναφορικά με τις απαιτήσεις προς πιστωτικά ιδρύματα, οι οποίες είναι επιδεκτικές ρύθμισης το οφειλόμενο ποσό ανά πιστωτή, την ημερομηνία, αναφορικά με την οποία προσδιορίζεται το ύψος της κάθε οφειλής, και τους συνοφειλέτες που ευθύνονται έναντι κάθε πιστωτή,

β) στοιχεία αναφορικά με καταθέσεις και χρηματοπιστωτικά προϊόντα του τηρούνται στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα καθώς και την εκτιμώμενη αξία τους,

γ) τα στοιχεία βαρών και λοιπών εξασφαλίσεων επί των ακίνητων περιουσιακών στοιχείων του αιτούντα που βρίσκονται στη διάθεση τους.

Με την αίτηση υπαγωγής στη διαδικασία, ο αιτών παρέχει άδεια στους συμμετέχοντες πιστωτές και στο Δημόσιο για πρόσβαση, επεξεργασία και διασταύρωση των δεδομένων του. Αν αποδεικνύεται με δημόσια έγγραφα ότι η υπεύθυνη δήλωση είναι ψευδής, τότε, εφόσον η ανακρίβεια επιδρά στην επιλεξιμότητα του αιτούντα, η δικαστική ή η εξώδικη ρύθμιση θεωρείται αυτοδικαίως άκυρη, ο οφειλέτης εκπίπτει όλων των δικαιωμάτων βάσει της ρύθμισης, οφείλει να καταβάλει στον πιστωτή την οφειλή που προκύπτει από την αρχική σύμβαση μειωμένη κατά τα ποσά που καταβλήθηκαν και ο θιγόμενος πιστωτής μπορεί να επισπεύσει άμεσα αναγκαστική εκτέλεση. Η εν λόγω οφειλή επιβαρύνεται με επιτόκιο 5%.

Διαδικασία συναινετικής ρύθμισης

1. Μόλις υποβληθεί οριστικά η αίτηση, η πλατφόρμα κοινοποιεί την αίτηση και τα συνοδευτικά της έγγραφα στους πιστωτές, των οποίων οι απαιτήσεις ζητείται να ρυθμιστούν.

2. Μέσα σε ένα μήνα από την κοινοποίηση της αίτησης κάθε πιστωτής μπορεί να υποβάλλει πρόταση για ρύθμιση της απαίτησής του σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 8. Αν ο πιστωτής αρνηθεί την υποβολή πρότασης, ισχυριζόμενος ότι ο αιτών είναι μη επιλέξιμος, προσδιορίζει το λόγο της μη επιλεξιμότητας και μεταφορτώνει το σχετικό αποδεικτικό έγγραφο, αν αυτό υπάρχει.

3. Οι πιστωτές, συμπεριλαμβανομένων των πιστωτικών ιδρυμάτων, μπορούν να διατυπώσουν προς τον οφειλέτη μία κοινή πρόταση ή τις επιμέρους προτάσεις τους μέσω εκπροσώπου τους. Ως εκπρόσωπος ορίζεται ο εμπραγμάτως ασφαλισμένος δανειστής, ο οποίος προηγείται στην υποθηκική τάξη, και σε κάθε άλλη περίπτωση ο δανειστής με την υψηλότερη απαίτηση.

4. Μέσα σε ένα μήνα από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής προτάσεων των πιστωτών, ο αιτών δηλώνει ποιες από τις υποβληθείσες προτάσεις αποδέχεται και ποιες απορρίπτει. Αν η προθεσμία του παρέλθει άπρακτη, λογίζεται ότι ο αιτών απέρριψε την υποβληθείσα πρόταση ή τις υποβληθείσες προτάσεις. Η αποδοχή της πρότασης από τον αιτούντα επέχει θέση ηλεκτρονικής υπογραφής του αναρτηθέντος σχεδίου σύμβασης.

5. Με την αποδοχή μίας ή περισσότερων προτάσεων επέρχονται οι συνέπειες του άρθρου 12 ως προς τους ρυθμισμένους πιστωτές, ανεξάρτητα από τη μη ρύθμιση των απαιτήσεων των λοιπών πιστωτών.

Συνεισφορά Δημοσίου

1. Το Δημόσιο συνεισφέρει στις μηνιαίες καταβολές που προσδιορίζονται κατ’ εφαρμογή του παραπάνω άρθρου. Η συνεισφορά του προηγούμενου εδαφίου καταβάλλεται σε ειδικό ακατάσχετο λογαριασμό με δικαιούχο τον οφειλέτη. Η συνεισφορά του Δημοσίου δεν κατάσχεται ούτε συμψηφίζεται. Για την έγκριση και καταβολή της συνεισφοράς δεν απαιτείται φορολογική ή ασφαλιστική ενημερότητα του οφειλέτη.

2. Για να συνεισφέρει το Δημόσιο, πρέπει να ρυθμιστούν, συναινετικά ή δικαστικά, όλες οι οφειλές που είναι επιδεκτικές ρύθμισης κατά τις παρ. 2 έως 6 του άρθρου 1 και το συμφωνηθέν σχέδιο ρύθμισης να είναι σύμφωνο με το άρθρο 8.

3. Η συνεισφορά του Δημοσίου διαρκεί για όσο χρόνο διαρκεί η ρύθμιση. Οι προϋποθέσεις και το ποσό της συνεισφοράς του Δημοσίου επανεξετάζονται αυτεπαγγέλτως κάθε έτος. Ο δικαιούχος μπορεί μετά την παρέλευση ενός έτους από τον αρχικό προσδιορισμό ή την τελευταία αναπροσαρμογή της συνεισφοράς να ζητήσει μεταρρύθμιση του ποσοστού συνεισφοράς, αν εξαιτίας μεταβολής των εισοδημάτων του, των εύλογων δαπανών διαβίωσης ή του επιτοκίου αναφοράς προκύπτει αδυναμία του να καταβάλει τη δική του συνεισφορά. Ως προς το περιεχόμενο και τον τρόπο υποβολής της αίτησης του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 5. Μέχρι την αποδοχή της αίτησης για αναπροσαρμογή της συνεισφοράς ο οφειλέτης οφείλει να συνεχίζει να καταβάλλει το ποσό που τον βαρύνει σύμφωνα με την προηγούμενη απόφαση περί συνεισφοράς. Η αναπροσαρμογή της συνεισφοράς δεν επηρεάζει τη μηνιαία δόση που λαμβάνουν οι πιστωτές κατά το άρθρο 8.

4. Η συνεισφορά του Δημοσίου διακόπτεται, αν ο δικαιούχος καθυστερήσει την καταβολή του ποσού που βαρύνει τον ίδιο. Αν ο δικαιούχος δεν καταβάλει εγκαίρως το ποσό που βαρύνει τον ίδιο, ο θιγόμενος πιστωτής υποχρεούται να ενημερώσει, εγγράφως ή μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, το αργότερο μέσα σε ένα μήνα από τη θεμελίωση των δικαιωμάτων του άρθρου 13, το όργανο που είναι αρμόδιο να αποφασίζει για τη συνεισφορά του Δημοσίου. Αν ο πιστωτής παραλείψει την ενημέρωση του προηγούμενου εδαφίου και ασκηθούν από τον πιστωτή τα δικαιώματα του άρθρου 13, τότε ο πιστωτής υποχρεούται να επιστρέψει στο Δημόσιο με το νόμιμο τόκο της παρ. 1 του άρθρου 53 του ν. 4174/2013 (Α΄ 170) τα ποσά που αυτό κατέβαλε από το χρόνο κατά τον οποίο ο πιστωτής όφειλε να είχε ενημερώσει το Δημόσιο.

5. Καθυστέρηση του Δημοσίου να καταβάλλει την εγκριθείσα συνεισφορά μπορεί να οδηγήσει σε έκπτωση του αιτούντα κατά το άρθρο 13, μόνο εφόσον το συνολικό ύψος του ποσού σε καθυστέρηση υπερβαίνει αθροιστικά την αξία εννέα μηνιαίων δόσεων συνεισφοράς και ο πιστωτής έχει ενημερώσει τον οφειλέτη ως προς την υπερημερία του Δημοσίου το αργότερο έως τον έκτο μήνα υπερημερίας.

Δικαστική ρύθμιση

1. Φυσικό πρόσωπο, που υπέβαλε οριστικά την αίτηση του άρθρου 5 κατά το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 6, μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο την προστασία της κύριας κατοικίας του με τους όρους του άρθρου 8, αν δεν κρίθηκε επιλέξιμος ή αν, ενώ κρίθηκε επιλέξιμος, για οποιονδήποτε λόγο δεν επιτεύχθηκε συμφωνία με έναν ή περισσότερους από τους πιστωτές.

2. Αρμόδιο δικαστήριο είναι το Ειρηνοδικείο του τόπου, στο οποίο βρίσκεται η κύρια κατοικία του αιτούντα.

3. Το δικαστήριο δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Η συζήτηση της αίτησης προσδιορίζεται κατ’ απόλυτη προτεραιότητα μέσα σε έξι μήνες από την κατάθεσή της, ακόμα και καθ’ υπέρβαση του προβλεπόμενου αριθμού οριζόμενων υποθέσεων εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως αυτός καθορίζεται από τον Κανονισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του οικείου Ειρηνοδικείου. Η απόφαση εκδίδεται μέσα σε τρεις μήνες από τη συζήτηση.

Exit mobile version