Ξέρω, δεν θα πέσετε από τα σύννεφα: η Ελλάδα έχει ζήσει επανειλημμένα σκάνδαλα και καταχρήσεις κοινοτικών πόρων. Από τα πάρτι εκατομμυρίων ευρώ με παράνομες επιδοτήσεις του ΟΠΕΚΕΠΕ, μέχρι τις κακοδιαχειρίσεις ευρωπαϊκών κονδυλίων, οι έλεγχοι της ΑΑΔΕ και οι διασταυρώσεις του ελληνικού “FBI” έχουν φέρει στην επιφάνεια μία πραγματικότητα που όλοι γνωρίζαμε, αλλά σπάνια αντιμετωπίστηκε: ένα σύστημα γεμάτο θεσμικά κενά, παραλείψεις και καθυστερήσεις. Σε αυτήν την «κληρονομιά», το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) έρχεται να παίξει έναν κρίσιμο ρόλο, αλλά και να θέσει τη χώρα αντιμέτωπη με τον μεγαλύτερο αντίπαλο όλων – μαντέψτε: τη γραφειοκρατία και τη διοικητική αδυναμία.
Το RRF δεν είναι απλώς ένα εργαλείο χρηματοδότησης: είναι η ευκαιρία της Ελλάδας να αποδείξει ότι μπορεί να αξιοποιήσει τους ευρωπαϊκούς πόρους με διαφάνεια και αποτελεσματικότητα. Με συνολικό προϋπολογισμό 17,7 δισ. ευρώ, από τα οποία έχουν ήδη εισπραχθεί 11,4 δισ., τα δάνεια και οι επιχορηγήσεις του Ταμείου είναι η βάση για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, για επενδύσεις που ενισχύουν την κοινωνική ανθεκτικότητα και για μεταρρυθμίσεις που θα εκσυγχρονίσουν τη χώρα. Όμως, η πρόσφατη έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου κρούει τον κώδωνα του κινδύνου: αν δεν ενισχυθεί άμεσα το θεσμικό πλαίσιο και δεν αντιμετωπιστούν οι αδυναμίες στη διοίκηση, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος απώλειας κονδυλίων, λόγω καθυστερήσεων και οργανωτικών κενών.
Το πρόβλημα δεν είναι καινούργιο. Οι ελεγκτές επισημαίνουν ότι το Σύστημα Διαχείρισης και Ελέγχου (ΣΔΕ) παρουσιάζει ουσιώδεις αδυναμίες: έλλειψη αναλυτικών χρονοδιαγραμμάτων με ενδιάμεσες ημερομηνίες προόδου, μη αυτοματοποιημένες ειδοποιήσεις για καθυστερήσεις και χαμηλή αποτελεσματικότητα εσωτερικών ελέγχων. Το πληροφοριακό σύστημα λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό… χειροκίνητα, ενώ πολλοί φορείς υλοποίησης κρατούν ακόμα αρχεία εκτός συστήματος! Για να καλυφθούν αυτά τα κενά, οι υπηρεσίες προσφεύγουν σε ιδιώτες συμβούλους, χωρίς όμως να διασφαλίζεται η πλήρης συμμόρφωση με τις ευρωπαϊκές απαιτήσεις. Η εικόνα που δίνεται είναι ότι η γραφειοκρατία κινδυνεύει να ακυρώσει τη δυναμική ενός ταμείου που η ΕΕ δημιούργησε για να ενισχύσει την οικονομική και κοινωνική ανθεκτικότητα.
Η μεγάλη πρόκληση, επομένως, για τη χώρα μας δεν είναι η διαχείριση των κονδυλίων καθαυτή, αλλά η ανατροπή και η εκρίζωση νοοτροπιών που τις κουβαλάμε για δεκαετίες. Ο αγώνας που έχει να δώσει η Ελλάδα δεν αφορά μόνο την απορρόφηση πόρων, αφορά την υπέρβαση ενός συστήματος που καλλιέργησε θεσμικά κενά, αναβολές και ανεπάρκειες. Το Ταμείο Ανάκαμψης μπορεί να γίνει το εργαλείο που θα γκρεμίσει αυτό το παρωχημένο καθεστώς, αρκεί η κυβερνητική βούληση και οι διαδικασίες να γίνουν αυστηρές, η λογοδοσία να είναι υποχρεωτική και η παρακολούθηση των έργων να γίνεται με επαγγελματισμό και αξιοπιστία.
Η Ελλάδα έχει πλέον την ευκαιρία να δείξει στην Ευρώπη ότι δεν είναι ένα κράτος-«μύκητας» που απομυζεί τους κοινοτικούς πόρους, αλλά μια χώρα που μπορεί να λειτουργεί ισότιμα και με διαφάνεια. Η κυβέρνηση έχει ήδη ανακοινώσει αναθεωρήσεις του Ταμείου για έργα 800–900 εκατ. ευρώ, προσαρμοσμένα στις ανάγκες της χώρας. Αυτό το βήμα, εάν συνοδευτεί με ισχυρές διαδικασίες και έλεγχο, μπορεί να διασφαλίσει ότι τα υπόλοιπα 6,3 δισ. ευρώ θα απορροφηθούν χωρίς παρατυπίες ή λαμογιές και καθυστερήσεις.
Η ουσία, λοιπόν, είναι ότι η μάχη για το Ταμείο Ανάκαμψης είναι ταυτόχρονα μάχη κατά της γραφειοκρατίας. Αν η Ελλάδα καταφέρει να παρακάμψει τις διοικητικές παραλείψεις, να ενισχύσει το θεσμικό πλαίσιο και να θεσπίσει σαφείς διαδικασίες παρακολούθησης, τότε τα δάνεια και οι επιδοτήσεις θα λειτουργήσουν ως μοχλός ανάπτυξης, μεταρρυθμίσεων και κοινωνικής προόδου. Αν όχι, κινδυνεύουμε να δούμε μια ευκαιρία δεκαετιών να χαθεί σε καθυστερήσεις και παραλείψεις, αφήνοντας πίσω μας τα ίδια προβλήματα που διαχρονικά υπονόμευσαν την αξιοπιστία της χώρας.
Η ώρα είναι κρίσιμη, το στοίχημα είναι διπλό και αν η Ελλάδα δεν δράσει άμεσα, θα είναι «άξια της μοίρας της». Κι όλα αυτά ενώ ξεχνάμε αυτό που είχε γράψει ο Αμερικανός συγγραφέας Χένρυ Μίλλερ, «μιλάμε για τη μοίρα μας σαν να είναι κάτι που μας επισκέπτεται. Ξεχνάμε ότι εμείς φτιάχνουμε τη μοίρα μας, κάθε μέρα της ζωής μας».