search icon

Γνώμες

Γιατί οι πολιτικοί αρχηγοί είναι μόνιμα θυμωμένοι;

Η ελληνική πολιτική σκηνή μοιάζει όλο και περισσότερο με θέατρο

Πολιτικοί αρχηγοί και στελέχη κομμάτων εμφανίζονται δημόσια όχι με προτάσεις ή επιχειρήματα, αλλά με έκδηλη οργή, συσσωρευμένη τοξικότητα και θυμό που εκτοξεύεται προς κάθε κατεύθυνση. Παλαιοί, νέοι, αλλά και επίδοξοι διεκδικητές της εξουσίας ανταγωνίζονται όχι για το ποιος έχει την καλύτερη πολιτική πρόταση, αλλά για το ποιος… θυμώνει πιο πειστικά με την κυβέρνηση. Οι αγρότες, η ακρίβεια, η διαφθορά και τα κυβερνητικά λάθη στη διαχείριση των προβλημάτων προσφέρουν την απαραίτητη αφορμή.

Ο Αλέξης Τσίπρας και η Μαρία Καρυστιανού, που επανεμφανίστηκαν εντυπωσιακά αυτή την εβδομάδα, δεν έκαναν τη διαφορά. Ο ένας επιστρέφει σίγουρα, η άλλη φαίνεται να το ζυγίζει, αλλά και οι δύο έχουν το ίδιο τοξικό σημείο εκκίνησης: τον θυμό. Ο Τσίπρας επανάφερε από το βήμα του «Παλλάς» το «δεν πάει άλλο», μια από τις πιο χαρακτηριστικές φράσεις της εποχής των μνημονίων. Η Καρυστιανού, με βαρύ προσωπικό δράμα, τοποθετήθηκε πολιτικά στα social media με το ίδιο σύνθημα: «Φτάνει πια».

Στο ίδιο μοτίβο προϋπάρχει διαχρονικά ο Νίκος Ανδρουλάκης, ο αρχηγός που έχει το πιο μόνιμο θυμωμένο ύφος στην πολιτική επικοινωνία της Μεταπολίτευσης. Σταθερά αγέλαστος, μόνιμα καταγγελτικός, σχεδόν σαν να θεωρεί ότι το χαμόγελο σημαίνει προδοσία της ιδεολογικής συνέπειας. Μάλλον πιστεύει ότι η ελληνική κοινωνία θα πειστεί όχι από τις ικανότητές του, αλλά από το γεγονός ότι… δεν χαμογελά. Πιθανόν τόσα χρόνια «θυμωμένος», δεν κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά. Και από κοντά ο Βαρουφάκης με την «τεχνοφεουδαρχία» και φυσικά το ΚΚΕ, το οποίο διατηρεί εδώ και δεκαετίες το μονοπώλιο της πολιτικής οργής, τουλάχιστον με τρόπο συνεπή και οργανωμένο.

Πάνω απ’ όλους, σαν «πυροτέχνημα» υψηλής τοξικότητας, βρίσκεται η Ζωή Κωνσταντοπούλου. Εμπρηστική, καταγγελτική, θεαματική, με εκφράσεις που δεν χρειάζονται επεξήγηση, γιατί όλοι τις γνωρίζουμε. Σίγουρα υπάρχει ένα μέρος της κοινωνίας που τρέφεται με τον θυμό και πιστεύω ότι η Ζωή καλύπτει με επάρκεια και αυθεντικότητα αυτό τον χώρο. Εύλογο το ερώτημα: Τότε, όλοι οι άλλοι γιατί «επενδύουν» στην τοξικότητα; Τι τους κάνει να πιστεύουν ότι η κοινωνία θέλει περισσότερες φωνές, περισσότερη καταγγελία, περισσότερη πολιτική υστερία; Αν το κριτήριο ήταν ο… βαθμός θυμού, τότε ο Σωκράτης Φάμελλος θα ήταν ήδη πρωθυπουργός, μην πω και ο Στέφανος Κασσελάκης.

Σε αυτό το σκηνικό η προσπάθεια του Αλέξη Τσίπρα να επιστρέψει ως αντίπαλος του Κυριάκου Μητσοτάκη, αποτελεί μάθημα πολιτικού rebranding… προς τα πίσω. Αντί να δείξει ότι άλλαξε, αντί να πείσει ότι έμαθε από το 2015–2019, επιλέγει να ξαναφορέσει το προσωπείο του θυμωμένου αντισυστημικού ηγέτη της περιόδου των μνημονίων. Και το χειρότερο για την εικόνα του, επιχειρεί την επιστροφή αυτή απομονώνοντας, ειρωνευόμενος και εξοστρακίζοντας στον… εξώστη πρώην συντρόφους, τους οποίους μάλλον χρειάζεται ως μελλοντικούς συμμάχους. Αν ο ηγέτης «εκδικείται» τους δικούς του, τι μήνυμα στέλνει σε όσους τον αμφισβητούν; Δείχνει εκδικητικότητα, όχι ανανέωση. Πώς διδάσκεται η κυβερνητική ωριμότητα με όρους συντροφικής εξόντωσης; Είναι ακριβώς αυτή η εικόνα του Τσίπρα που ακυρώνει το μήνυμα της «επιστροφής» (είμαι βέβαιος ότι ακόμη δεν έχει καταλάβει το μέγεθος του λάθους του με τον εξώστη). Οι πολίτες δεν θέλουν να ξαναζήσουν την ένταση του «όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι απέναντί μας». Αλήθεια, τι λένε επ’ αυτού οι Γάλλοι σύμβουλοι; Είναι ο θυμός νέο πολιτικό μάρκετινγκ;

Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι απλό που οι πολιτικοί φαίνεται να αγνοούν. Οι αγρότες στα τρακτέρ και οι πολίτες στα σούπερ μάρκετ δεν περιμένουν από κανέναν να τους θυμίσει την αδικία, την ακρίβεια, την ανέχεια. Δεν περιμένουν τον Ανδρουλάκη να τους δείξει ότι τα πράγματα είναι δύσκολα. Το ξέρουν ήδη, το ζουν στην αγορά, στο ενοίκιο, στην τράπεζα, στην οικογενειακή καθημερινότητα. Αντίθετα, η υπερβολική τοξικότητα διαλύει τον βασικό δεσμό του πολιτικού με τους πολίτες, δηλαδή την αίσθηση ασφάλειας. Ο πολίτης ψηφίζει γιατί εμπιστεύεται. Αν βλέπει μόνο χειρονομίες θυμού, επιθετικότητα και εκδικητικές υποσχέσεις, δεν νιώθει προστασία ούτε σιγουριά. Νιώθει ότι επιλέγει κάποιον για να «τιμωρήσει τους άλλους». Κι έτσι το εκλογικό κριτήριο παύει να είναι η λύση των προβλημάτων και γίνεται η αναζήτηση της εκδίκησης.

Η πολιτική δεν είναι πλέον διαγωνισμός κραυγής. Δεν είναι μάχη καταγγελίας ή stand-up οργής. Οσοι θέλουν την εξουσία οφείλουν να εξηγήσουν τι θα κάνουν, πώς θα το κάνουν, με τι κόστος, με ποιους ανθρώπους και με ποιο σχέδιο. Η οργή μπορεί να προσφέρει χειροκρότημα στην πλατεία. Η διακυβέρνηση απαιτεί προγραμματισμό στο γραφείο. Μπορεί ο θυμός να είναι ανθρώπινος, αλλά η διακυβέρνηση χρειάζεται κάτι πολύ πιο δύσκολο, καθαρό μυαλό, όχι υψωμένη φωνή. Ο πολίτης είναι ήδη θυμωμένος, δεν θέλει παρέα στον θυμό, θέλει λύση. Το συναίσθημα είναι δικό του. Αυτό που αναζητά είναι κάτι που δεν μπορεί να κάνει μόνος του, μια καλύτερη διακυβέρνηση από τη σημερινή.

Exit mobile version