Ναι, οι αυξήσεις των μισθών και οι μειώσεις των φόρων είναι πραγματικές τα τελευταία χρόνια, ωστόσο το επίπεδο των τιμών είναι πολύ υψηλό, οπότε το αποτέλεσμα για μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας είναι απογοητευτικό. Και αυτό δεν οφείλεται πάντοτε στις διεθνείς τιμές. Για παράδειγμα, το πετρέλαιο θέρμανσης πουλιόταν τις τελευταίες ημέρες στα 1,14 ευρώ, αλλά το βαρέλι πετρελαίου στην ευρωπαϊκή αγορά είναι γύρω στα 62 δολάρια, δηλαδή σε ένα επίπεδο, που στο παρελθόν δεν δικαιολογούσε τέτοιες τιμές. Την ίδια ώρα- όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις- στη χώρα μας αυξάνονται εκείνοι που δηλώνουν ότι με δυσκολία τα βγάζουν πέρα, ενώ είναι πλειοψηφικό το ποσοστό εκείνων που αντιμετωπίζουν το 2026 με έντονη απαισιοδοξία, παρά το γεγονός ότι σε λίγες ημέρες θα αρχίσουν να εφαρμόζονται οι μειώσεις φόρων που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ.
Όλο αυτό το σκηνικό έχει επιπτώσεις και στην πολιτική συμπεριφορά της ελληνικής κοινωνίας: είναι χαρακτηριστικό ότι ένας στους τρεις ψηφοφόρους δήλωνε ως ένα από τα βασικά κριτήρια για τη ψήφο του την αναζήτηση «δικαιοσύνης». Κάποιοι εκτιμούν μάλιστα πως ίσως επανέρχεται η ψυχολογία του 2012 – 2015, που αποτυπώθηκε στις αντίστοιχες εκλογικές αναμετρήσεις. Σε τι διαφέρει το σήμερα από το τότε; Σε ένα, αλλά ταυτόχρονα, σημαντικό στοιχείο. Δεν υπάρχει στο πολιτικό σκηνικό, ούτε στον πολιτικό ορίζοντα κάποιος πολιτικός ή κάποιο κόμμα, ούτε από τα υπάρχοντα, ούτε από τα επερχόμενα, που να μπορεί να κεφαλαιοποιήσει αυτή την ψυχολογία. Μπορεί τόσο ο Αλέξης Τσίπρας, όσο και η Μαρία Καρυστιανού να καταγράφουν υψηλά ποσοστά δυνητικής ψήφου, από 21% ως 32%, ωστόσο το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη, που έλαβε 11,8% στις εθνικές εκλογές, είχε την δυνητική ψήφο στο…40%. Όπως είναι φανερό, με το «θα μπορούσα να το ψηφίσω» δεν ανατρέπονται οι εκλογικοί συσχετισμοί, ούτε αναδεικνύονται νέες πλειοψηφίες, εφόσον ισχύσει και στην τελική ευθεία προς τις εθνικές εκλογές το ίδιο πάνω-κάτω κλίμα. Κατά τα άλλα, το κυβερνών κόμμα καταγράφει 70% αρνητική αξιολόγηση σε όλες τις δημοσκοπήσεις και η αξιωματική αντιπολίτευση 80%. Πού οδηγεί όλο αυτό; Στην αβεβαιότητα. Οι κυβερνώντες έχουν υποστεί αξιοσημείωτη φθορά, αλλά παραμένουν πρώτοι με διαφορά, ενώ οι υπόλοιποι δεν έχουν να παρουσιάσουν μια εναλλακτική λύση ελπίδας, που να υπερβαίνει το «όχι σε όλα» ή τις φωνές για συγκρότηση «λαϊκών μετώπων», που δοκιμάστηκαν εν πολλοίς στις εκλογές του 2023 από τον ΣΥΡΙΖΑ, με τα γνωστά αποτελέσματα.
Στην πραγματικότητα, αυτό που θα έπρεπε να αναζητά η ελληνική κοινωνία, είναι κάποιο σχήμα που θα εγγυόταν την μετάβαση σε μία… κανονική κανονικότητα, όπου το κράτος θα λειτουργεί χωρίς ημετέρους, φραπέδες και εσπρέσο. Αλλά το ερώτημα δεν είναι μόνον αν υπάρχει κάποιο τέτοιο σχήμα, αλλά κατά πόσον το αναζητεί ένα σεβαστό κομμάτι της κοινωνίας μας. Η πραγματικότητα λέει ότι η Νέα Δημοκρατία κάνει σε αυτή τη φάση μικρές βόλτες γύρω από το γαλάζιο αποτύπωμα των ευρωεκλογών, όπου έχασε 13 ποσοστιαίες μονάδες και από τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν ξεχωρίζει ένα που να εμφανίζεται έτοιμο να παίξει με αξιώσεις το ρόλο της ισχυρής εναλλακτικής πρότασης διακυβέρνησης. Στο χώρο της κεντροαριστεράς είναι έντονη και «διαρκής» η κινητικότητα και παραμένει «γεμάτη» η δεξαμενή των αναποφάσιστων και των ψηφοφόρων του καναπέ. Και τα γεγονότα της επικαιρότητας, όπως οι αγροτικές κινητοποιήσεις, φέρνουν όλο και πιο δύσκολες εξισώσεις στην κυβερνητική παράταξη και στα κόμματα που προσδοκούν με τη στάση τους να ενισχύσουν σε σημαντικό βαθμό τη δυναμική τους στον «επόμενο τόνο».
Στον «επόμενο τόνο» όμως θα πλησιάζουν οι εκλογές και έτσι μέσα σε αυτό το συγκεκριμένο και λιγότερο ευρύχωρο χρονοδιάγραμμα, η μεν κυβερνητική παράταξη θα κληθεί να αποδείξει ότι έχει τη δυνατότητα να παράξει λιγότερα αντίτυπα από τον κακό της εαυτό και τα δε κόμματα της αντιπολίτευσης να ανακαλύψουν μέσα από τις διαφορετικές αφετηρίες και πορείες το καθένα, ένα και ικανό αφήγημα να προσελκύσει ταυτόχρονα με την ίδια αξιοσημείωτη ροή αποφασισμένους και αναποφάσιστους ψηφοφόρους από τα αστικά κέντρα αλλά και την περιφέρεια. Όσο οι αβεβαιότητες είναι περισσότερες από τις βεβαιότητες κανέναν από τα κόμματα δεν μπορεί να πιστεύει ότι θα εξασφαλίσει θέση ισχύος στην τροχιά των φιλόδοξων στόχων…