Υπάρχει μια λέξη που θα έπρεπε να κοσμεί τις σελίδες των πολιτικών βιβλίων, των προεκλογικών ομιλιών και των δημόσιων τοποθετήσεων των κυβερνήσεων – κι όμως σπανίζει περισσότερο κι από πολιτική συναίνεση. Είναι η λέξη «συγγνώμη». Μια τόσο μικρή λέξη, αλλά με βαρύ πολιτισμικό φορτίο, που στην ελληνική πολιτική σκηνή μοιάζει να είναι ξένη. Σαν να μην ταιριάζει στον ρόλο του «ηγέτη», σαν να ισοδυναμεί με αδυναμία. Ο Αλέξης Τσίπρας κυκλοφόρησε πρόσφατα το βιβλίο «Ιθάκη», στο οποίο αφηγείται τη διαδρομή του στην εξουσία. Όμως, παρά τις εκατοντάδες σελίδες, πουθενά δεν εμφανίζεται μια καθαρή, ευθεία αναφορά στη «συγγνώμη». Δεν είναι ο μόνος. Είναι απλώς ο πιο πρόσφατος κρίκος σε μια αλυσίδα σιωπής που κρατάει δεκαετίες.
Αν κοιτάξει κανείς προσεκτικά τη μεταπολίτευση, θα διαπιστώσει ένα σταθερό μοτίβο: κανείς δεν αναλαμβάνει προσωπική ευθύνη για τα λάθη του. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ποτέ δεν ζήτησε συγγνώμη για τα δημοσιονομικά ελλείμματα που παγίωσαν τη χώρα σε μια μόνιμη κρίση. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να απολογηθεί για το διχαστικό πολιτικό κλίμα της εποχής του ή για μια διακυβέρνηση που σημάδεψε η πόλωση. Ο Κώστας Σημίτης δεν βρήκε διάθεση να αναγνωρίσει ότι το Χρηματιστήριο, ο εκτροχιασμός των έργων και η «δημιουργική λογιστική» της ένταξης στην ΟΝΕ άφησαν μια βαριά σκιά. Ο Κώστας Καραμανλής δεν απολογήθηκε ποτέ για την εκτόξευση του χρέους και την απώλεια ελέγχου στους θεσμούς. Ο Γιώργος Παπανδρέου δεν είπε «συγγνώμη» για το «λεφτά υπάρχουν», ούτε για την είσοδο στο ΔΝΤ. Ο Αντώνης Σαμαράς δεν αναγνώρισε δημόσια ότι η θεώρηση «ουδείς προδότης» μετατράπηκε σε πολιτική εμπρησμών στη διάρκεια της κρίσης. Δεν είναι τυχαίο. Είναι συνέπεια ενός πολιτικού πολιτισμού που μεγάλωσε με την ιδέα ότι η απολογία δεν είναι εργαλείο δύναμης, αλλά παραδοχή ήττας.
Ίσως να ισχύει αυτό που είχε πει ο Τζων Γουέιν στο “She Wore a Yellow Ribbon” το 1949: «Ποτέ μη ζητάς συγγνώμη και ποτέ μη δίνεις εξηγήσεις. Είναι σημάδι αδυναμίας». Το Χόλιγουντ το έβλεπε ως ατάκα ανδρικής πυγμής. Στην Ελλάδα, φαίνεται πως έγινε πολιτικός κανόνας.
Σε μια χώρα όπου η πολιτική εξουσία μεταφράζεται συχνά ως επικράτηση, ο ηγέτης δεν πρέπει να δείχνει ενοχή. Πρέπει να προβάλλει αυτοπεποίθηση. Πρέπει να μοιάζει αλάνθαστος. Η «συγγνώμη» στην Ελλάδα δεν φαντάζει χειρονομία υπευθυνότητας αλλά παραδοχή προσωπικής ήττας. Αντίθετα, η μετάθεση ευθύνης -στο παρελθόν, στους αντιπάλους, στις συνθήκες, στους εξωγήινους κ.λπ.- μοιάζει πιο ασφαλής και εμφανίζει τον πολιτικό ως «θύμα των περιστάσεων» ή των κακών υπουργών. Έτσι όμως, δεν γίνεται ποτέ πραγματική αξιολόγηση της πορείας. Δεν χτίζεται κουλτούρα αυτογνωσίας. Το λάθος δεν διορθώνεται – απλώς ξεχνιέται μέχρι να επαναληφθεί.
Από τα μνημόνια μέχρι τις φυσικές καταστροφές, από τα σκάνδαλα μέχρι τις καθυστερήσεις της δημόσιας διοίκησης, οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα έχουν διαπράξει λάθη που κόστισαν ζωές, χρήματα, χρόνο και εμπιστοσύνη. Κι όμως, η απολογία εξακολουθεί να είναι κάτι σπάνιο. Όταν υπάρχει, είναι συνήθως γενική, αόριστη, συστημική: «η Πολιτεία φέρει ευθύνη», «η Δημόσια Διοίκηση δεν λειτούργησε σωστά». Ποτέ δεν είναι προσωπική: «εγώ δεν έπραξα το σωστό», «έκανα λάθος», «σας ζητώ συγγνώμη».
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο συναισθηματικό. Είναι θεσμικό. Δεν έχουμε μηχανισμούς που να επιβραβεύουν την ανάληψη ευθύνης. Δεν υπάρχουν θεσμοί που να ενισχύουν τον πολιτικό που τολμά να ζητήσει συγγνώμη. Υπάρχει φόβος πως μια τέτοια πράξη θα μετατραπεί σε πρωτοσέλιδα για κατακραυγή. Κανείς δεν θέλει να φανεί αδύναμος. Ειδικά σε ένα πολιτικό περιβάλλον που διψά για αντιπαράθεση, όχι για συνεννόηση.
Κι όμως, σε άλλες χώρες, η «συγγνώμη» έχει γίνει εργαλείο νομιμοποίησης: ο ηγέτης που ζητά συγγνώμη δείχνει ότι αναγνωρίζει τα όρια της ανθρώπινης δράσης. Ότι δεν κρύβεται. Ότι μπορεί να μάθει. Στην Ελλάδα, η συγγνώμη μοιάζει να είναι το τελευταίο προπύργιο της αλαζονείας – ή ίσως το τελευταίο ταμπού.
Αν η πολιτική δεν ακούσει ξανά τη λέξη που απουσιάζει, δύσκολα θα ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών. Όσο η «συγγνώμη» παραμένει εκτός λεξιλογίου, η σχέση με την κοινωνία θα γίνεται όλο και πιο μηχανική. Ο πολίτης θα παραμένει καχύποπτος. Κι όσο οι ηγέτες αποφεύγουν την αυτογνωσία, τόσο θα φθείρεται η ίδια η έννοια της ηγεσίας.
Ίσως τελικά να είναι καιρός να ξαναγραφτεί μια νέα πολιτική φράση: «Το να ζητάς συγγνώμη δεν σε κάνει αδύναμο – σε κάνει αξιόπιστο».
Και όταν αυτό το καταλάβει η ελληνική πολιτική σκηνή, τότε η λέξη που λείπει θα σταματήσει να είναι απειλή και θα γίνει ξανά εργαλείο Δημοκρατίας.