search icon

Γνώμες

Οι τιμές των ακινήτων και τα κυβερνητικά μέτρα για τη στέγη

Το έλλειμμα προσφοράς / ζήτησης, κατά περίπου 212 χιλιάδες κατοικίες, είναι που πυροδοτεί αποτίμηση των τιμών κατοικιών 14% πάνω από την αύξηση που δικαιολογεί το επίπεδο ανάπτυξης των εισοδημάτων

Η κυβέρνηση παίρνει διάφορα μέτρα εξαντλώντας τα περιθώρια που έχει, σε μια προσπάθεια να εξομαλύνει την αγορά ακινήτων και να μετριασθούν έτσι οι επιπτώσεις στους πολίτες από την κρίση στέγης. Μείωσε όσο μπορούσε τον ΕΝΦΙΑ, πήρε μέτρα για να ενθαρρύνει το άνοιγμα κλειστών διαμερισμάτων, επέβαλε περιορισμούς κι άλλαξε τη φορολογία των airbnb, αύξησε τα ποσά για την Golden Visa, ενεργοποίησε το πρόγραμμα «Σπίτι μου», επιδοτώντας το στεγαστικό δάνειο όσων θέλουν να αγοράσουν, κ.ά.

Δυστυχώς όμως τα μέτρα και οι καλές προθέσεις να μετριασθεί η κρίση της στέγης δεν θα αποδώσουν παρά σε επιμέρους προβλήματα, ούτε φυσικά θα συγκρατήσουν τις τιμές των ακινήτων. Από τις κύριες αιτίες του προβλήματος είναι ότι τα ακίνητα βρέθηκαν υπό διωγμό την περίοδο της κρίσης, με ακραίο αλλά ενδεικτικό παράδειγμα τους χιλιάδες που δεν δέχονταν κληρονομιές συγγενών τους, αφού εκτός από τα χρέη που θα αναλάμβαναν, θα έπρεπε να πληρώνουν και για τα ακίνητα που κληρονομούν και τα οποία δεν απέφεραν κάποιο εισόδημα. Εκείνη την περίοδο οι φόροι αυξάνονταν ενώ οι τιμές των ακινήτων υποχωρούσαν, δηλαδή η τέλεια συνταγή για να διαλύσεις μια αγορά. Τώρα οι φόροι έχουν μειωθεί λίγο και οι τιμές αυξάνονται.

Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Τράπεζας Πειραιώς, Ηλίας Λέκκος, σε πρόσφατη μελέτη καταγράφει πως η κατασκευαστική δραστηριότητα έφτασε στο απόγειό της το 2005 με την έκδοση 66 χιλιάδων οικοδομικών αδειών, οι οποίες αντιστοιχούσαν σε 195 χιλιάδες κατοικίες. Έκτοτε, αναφέρεται στη μελέτη του Η. Λέκκου, η πτώση ήταν συνεχής, με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα κατασκευαστικής δραστηριότητας την περίοδο 2012 και ύστερα, με ετήσια έκδοση αδειών που αντιστοιχεί σε 16 χιλιάδες κατοικίες κατ’ έτος. Μεταξύ της απογραφής 2001-2011 καταγράφεται αύξηση του αριθμού των κατοικιών κατά 917 χιλιάδες, ενώ την επόμενη δεκαετία 2012-2022 η μελέτη υπολογίζει ότι προστέθηκαν μόνο 155 χιλιάδες. Ταυτόχρονα, από την πλευρά της ζήτησης, την περίοδο 2001-2011 σημειώνεται αύξηση του αριθμού των νοικοκυριών κατά 582 χιλιάδες, ενώ από το 2012 έως το 2022 υπολογίζουμε τη δημιουργία μόνον 197 χιλιάδων νοικοκυριών.

Η μελέτη της τράπεζας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ανισορροπία στην αγορά ακινήτων σήμερα είναι προϊόν της απόστασης ανάμεσα στις 155 χιλιάδες νέες κατοικίες που υπολογίζεται ότι κατασκευάστηκαν τα τελευταία 10 χρόνια από τη μια πλευρά και της συνολικής ζήτησης για 367 χιλιάδες νέες κατοικίες (197 χιλιάδες νέα νοικοκυριά συν 170 χιλιάδες βραχυχρόνιες μισθώσεις). Αυτό λοιπόν το έλλειμμα προσφοράς / ζήτησης, κατά περίπου 212 χιλιάδες κατοικίες, είναι που πυροδοτεί αποτίμηση των τιμών κατοικιών 14% πάνω από την αύξηση που δικαιολογεί το επίπεδο ανάπτυξης των εισοδημάτων.

Αν λοιπόν η μια βασική αιτία για την κρίση στέγης είναι ότι κατασκευάσαμε τα τελευταία χρόνια λιγότερες κατοικίες από όσες είχε ανάγκη η κοινωνία, η άλλη βασική αιτία είναι ότι η φορολογία για τα ακίνητα – παρά τις όποιες μειώσεις έγιναν την τελευταία τετραετία – παραμένει υπερβολικά υψηλή. Τα κόστη και οι φόροι για τους ιδιοκτήτες ακινήτων έχουν ανέβει στα ύψη και δεν έχουν καμία σχέση με το παρελθόν, αλλάζοντας νοοτροπίες και αντιλήψεις. Η φορολογία, ειδικά για τα μισθώματα, έχει μόνον τρεις συντελεστές, με το Δημόσιο -στους δυο υψηλότερους- να έχει ρόλο συνιδιοκτήτη. Προφανώς βολεύει ότι φέτος οι δόσεις του ΕΝΦΙΑ θα είναι 11 και του χρόνου 12, αλλά η ουσία παραμένει: πληρώνουμε ενοίκιο για να μένουμε στο σπίτι μας για το οποίο ήδη έχουμε πληρώσει και πληρώνουμε ένα σωρό φόρους.

Exit mobile version