search icon

Γνώμες

Τι παίρνεις μαζί σου όταν εγκαταλείπεις το σπίτι σου από φωτιά;

Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε, αλλά κάθε φορά που βλέπω φωτιά στην οθόνη, όπου και να είναι, όσο μακριά από εμένα, το θυμικό κάνει πάρτι και δεν φορά πυρίμαχη στολή. Μόνο όσοι έχουν ζήσει αντίστοιχη στιγμή το καταλαβαίνουν

Η οθόνη σου γίνεται πυρόξανθη και κουβαλάει τα καρέ της φωτιάς της φάουσας, τις φλόγες που καίνε τα πάντα στο διάβα της. Δάσος, ζωάκια, τα πίξελ δείχνουν μαύρα ντουβάρια από σπίτια που έχουν εκκενωθεί από κατοίκους.

Είναι μια εικόνα με την οποία έχεις έρθει αντιμέτωπος άπειρες φορές, άλλωστε η χώρα μας ζει, κάθε χρονιά, ανάμεσα σε εναλλασσόμενες έκτακτες επικαιρότητες: πύρινη λαίλαπα το καλοκαίρι, πλημμύρες από φθινόπωρο και μετά.

Από όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, η πρώτη φωτιά που φέρνω στο μυαλό μου να καίει τα πάντα στο πέρασμά της ήταν το πολύ μακρινό 1981, όταν τεράστια πυρκαγιά κατέκαψε το δάσος Κοκκιναρά Κηφισιάς. Από τη φωτιά έγιναν στάχτη περισσότερα από 6.000 στρέμματα πρασίνου, κάηκε ολοσχερώς η βόρεια πλευρά της Πεντέλης και στη συνέχεια οι φλόγες ανέβηκαν και «έγλειψαν» μεγάλη έκταση του βουνού. Το μέτωπο πέρασε το Μαρούσι και έφτασε μέχρι το κτήμα Συγγρού. Τελικά, η φωτιά σβήστηκε λίγο έξω από την Κηφισιά. Η πυρκαγιά μαινόταν ολόκληρη τη μέρα και η Αττική είχε κηρυχθεί σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης.

Ήμουν πιτσιρίκος, αλλά αυτές τις εικόνες δεν πρόκειται να τις ξεχάσω ποτέ, όπως και την αγωνία στα πρόσωπα, την αποτύπωση του φόβου για την εξέλιξη της φωτιάς – και ενώ έμενα στα Βριλήσσια. Πολλά χρόνια αργότερα, κάτοικος στον Άγιο Στέφανο Αττικής, τα μεγάφωνα από τα αυτοκίνητα του δήμου ήρθαν για να κάνουν ακόμα πιο τραγική την κατάσταση που ήδη ζούσαμε, ενώ κανείς στη γειτονιά μου δεν κοιμόταν: «Εγκαταλείψτε τα σπίτια σας, οδηγηθείτε στην πλατεία του Αγίου Στεφάνου για λόγους ασφαλείας».

Η φωνή αυτή ήταν στιβαρή, χωρίς καμία δόση πανικού, αλλά εκείνες τις ώρες, όταν βλέπεις το πύρινο μέτωπο να πλησιάζει στην αυλή του σπιτιού σου, τίποτα δεν μπορεί να σε κάνει να νιώσεις καλύτερα. Πρέπει να φύγεις από το σπίτι σου, αφήνοντας πίσω τη ζωή σου μέσα σε τέσσερις τοίχους.

Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, έρχεσαι αντιμέτωπος με ένα από τα πιο φριχτά διλήμματα της ζωής σου: τι παίρνεις μαζί σου;

Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε, αλλά κάθε φορά που βλέπω φωτιά στην οθόνη, όπου και να είναι, όσο μακριά από εμένα, το θυμικό κάνει πάρτι και δεν φορά πυρίμαχη στολή. Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι το μυαλό μου εκείνη τη στιγμή προσπαθούσε να σκεφτεί και να καταλήξει για το τι θα πάρω σε μια τσάντα για να φύγω, για να μην καώ. Τη φωτογραφία με τους γονείς μου; Τα χαρτιά μου, ταυτότητες, πάσα, πτυχία; Κλειδιά; Εκείνον τον πίνακα ζωγραφικής που είχα φέρει από το Παρίσι; Το μπουκαλάκι με το χώμα από την Αφρική; Διάολε, τι δοκιμασία είναι αυτή; Οι εν λόγω στιγμές μοιάζουν τόσο μεγάλες σε χρονική διάρκεια, αλλά δεν διαρκούν παρά μόνο μερικά δευτερόλεπτα. Όπου την ίδια στιγμή περνά πάλι έξω από το σπίτι σου το αυτοκίνητο του δήμου και εκείνη η φωνή στο μεγάφωνο είναι, πια, επιτακτική, ακούς διαταγή: «Εγκαταλείψτε, τώρα, τα σπίτια σας».

Το ξημέρωμα σε βρίσκει στην πλατεία να ρωτάς τις Αρχές για να σου πουν εάν κάηκαν σπίτια και σε ποιο σημείο, εκείνοι το αποφεύγουν για τους γνωστούς λόγους, το κεφάλι σου πάει να σπάσει, ενώ σκέφτεσαι πως, τελικά, δεν πήρες όλα όσα έπρεπε από το σπίτι σου, λες και θα μπορούσες να κάνεις μέσα σε δυο λεπτά μετακόμιση, λες και το αυτοκίνητό σου είναι φορτηγό.

Είναι αυτές οι στιγμές που δεν ξέρεις εάν η φωτιά καίει το σπίτι σου, αλλά σίγουρα καίει το μυαλό σου. Και μπορεί να μην πιστεύεις στην Κόλαση, αλλά εάν όλο αυτό που έζησες είναι έργο εμπρηστών, θα ήθελες να δεις αυτές τις μαύρες ψυχές να καίγονται εκεί. Και μετά γελάς μέσα στη δυστυχία και στη μαυρίλα σου καθώς διαπιστώνεις πως, τελικά, από το σπίτι σου, πήρες τα πιο άκυρα πράγματα…

Exit mobile version