Σημαντική πτώση στα λειτουργικά της κέρδη κατέγραψε η Chanel το 2024, καθώς η παγκόσμια ύφεση στη βιομηχανία ειδών πολυτελείας και οι επενδύσεις σε δίκτυο λιανικής και marketing επηρέασαν αρνητικά τα οικονομικά της αποτελέσματα.
Σύμφωνα με ανακοίνωση της εταιρείας, τα λειτουργικά κέρδη υποχώρησαν κατά 30%, στα 4,48 δισ. δολάρια, ενώ οι συγκρίσιμες πωλήσεις μειώθηκαν κατά 4,3%. Ειδικά η περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, που περιλαμβάνει την Κίνα και αντιπροσωπεύει περίπου το 50% των εσόδων της Chanel, παρουσίασε πτώση πωλήσεων κατά 7,1%.
Η κάμψη ήρθε σε μια περίοδο κατά την οποία η αγορά ειδών πολυτελείας προσπαθεί να ανακάμψει από επιβράδυνση που προκλήθηκε, μεταξύ άλλων, από τη μειωμένη κατανάλωση των Κινέζων καταναλωτών. Το κλίμα επιβαρύνθηκε περαιτέρω από την επιβολή παγκόσμιων δασμών από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, γεγονός που έχει επηρεάσει αρνητικά και άλλους μεγάλους οίκους όπως η LVMH.
Η CEO της Chanel, Λίνα Νερ, δήλωσε στο Bloomberg ότι η εταιρεία επηρεάστηκε σημαντικά από τη μακροοικονομική αστάθεια, ιδιαίτερα στην Κίνα, ενώ απέρριψε τις επικρίσεις περί υπερβολικών αυξήσεων τιμών μετά την πανδημία, με εμβληματικά προϊόντα όπως η τσάντα flap να ξεπερνά τα €10.000.
«Η επίδοση του 2024 έρχεται μετά από τριετία εντυπωσιακής ανάπτυξης, με τα έσοδά μας να σχεδόν διπλασιάζονται», υπογράμμισε η Νερ.
Ωστόσο, η πτώση κερδών και πωλήσεων προκαλεί εντύπωση για έναν οίκο με την ανθεκτικότητα και την αποκλειστικότητα της Chanel. Οι πωλήσεις στις ΗΠΑ μειώθηκαν κατά 4,2%, ενώ στην Ευρώπη αυξήθηκαν οριακά κατά 0,6%.
Ο οικονομικός διευθυντής Φιλίπ Μπλοντιό δήλωσε ότι «μια εταιρεία του μεγέθους μας πρέπει να προσαρμοστεί στη μεταβαλλόμενη συγκυρία», προσθέτοντας πως η Chanel θα παρακολουθεί στενά τα κόστη για να διατηρήσει τα περιθώρια κέρδους. Η εταιρεία ανακοίνωσε νωρίτερα φέτος περικοπές 70 θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ και εκτιμά ότι το προσωπικό θα παραμείνει σταθερό για το 2024, μετά από αύξηση 5,1% πέρυσι.
Οι επενδύσεις κεφαλαίου αυξήθηκαν κατά 43% το 2023, στα 1,8 δισ. δολάρια, γεγονός που συνέβαλε στην πτώση κερδών, ενώ οι δαπάνες για ενίσχυση του brand έφτασαν τα 2,4 δισ. δολάρια. Σημαντικό μέρος των επενδύσεων περιλάμβανε εξαγορές ακινήτων, όπως κτήρια στις πολυτελείς οδούς Avenue Montaigne και rue Cambon στο Παρίσι, καθώς και μελλοντικό flagship κατάστημα στη Νέα Υόρκη.
Η εταιρεία αντιμετωπίζει και εσωτερικές προκλήσεις, όπως η αποχώρηση της καλλιτεχνικής διευθύντριας Βιρζινί Βιαρντ τον Ιούνιο. Διάδοχός της ορίστηκε ο Ματιέ Μπλαζί, του οποίου η πρώτη συλλογή αναμένεται τον Οκτώβριο στην Εβδομάδα Μόδας του Παρισιού. Συνήθως, οι καταναλωτές περιορίζουν τις αγορές τους όταν υπάρχει αλλαγή δημιουργικής ηγεσίας, ενώ χρειάζονται μήνες μέχρι να εμφανιστούν οι πρώτες εμπορικές επιδόσεις των νέων συλλογών.
«Δεν εστιάζουμε μόνο στην επόμενη συλλογή, αλλά στο συνολικό όραμα των επόμενων ετών», τόνισε η Νερ.
Η Chanel επίσης ανακοίνωσε ότι «παγώνει» κάθε νέα αύξηση τιμών στις ΗΠΑ έως ότου υπάρξει τελική απόφαση για τους δασμούς Τραμπ, σε αντίθεση με άλλους οίκους όπως η Hermès και η Cartier που έχουν ήδη προχωρήσει σε αυξήσεις.
Την εταιρεία διοικεί ο 76χρονος Alain Wertheimer, παγκόσμιος εκτελεστικός πρόεδρος και συνιδιοκτήτης μαζί με τον αδελφό του Gérard. Οι περιουσίες τους αποτιμώνται από το Bloomberg Billionaires Index στα 42,3 δισ. δολάρια έκαστος.
Διαβάστε ακόμη
Ντίμον: Οι αγορές είναι υπερβολικά αισιόδοξες – Ο S&P 500 θα καταρρεύσει
Αυτός είναι ο Νέος Αναπτυξιακός Νόμος – Στόχος ο παραγωγικός μετασχηματισμός της οικονομίας
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα
