search icon

business stories

Αβέβαιη η απόδοση της επένδυσης σε μαρίνες

Υψηλή φορολογία, φόροι πολυτελείας, τέλη πλοίων αναψυχής, ΕΝΦΙΑ και τέλη χωρίς ανταποδοτικότητα που θεσμοθετήθηκαν κατά την περίοδο της κρίσης οδήγησαν σε μείωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών μαρίνων

Ισπανός διαχειριστής μαρίνων είχε δηλώσει πριν από ενάμιση χρόνο στο Παγκόσμιο Συνέδριο Μαρίνων που είχε πραγματοποιηθεί στο ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος: «Η Ελλάδα στο θέμα επενδύσεων στις μαρίνες θυμίζει τη νύφη που έχει ανέβει πολλές φορές τα σκαλιά της εκκλησίας αλλά τελευταία στιγμή το σκάει από τον γάμο!!!»

Σχολίασε  το γεγονός ότι  όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις  θέλουν να προσελκύσουν επενδυτές στον θαλάσσιο τουρισμό και στις μαρίνες αλλά δεν κάνουν τα βήματα που πρέπει, διατηρώντας ένα ασφυκτικό πλαίσιο.

«Χρειάζεται να σκεφτούμε γιατί λειτουργούν μόνο 60 τουριστικοί λιμένες από τους 149 που έχουν χωροθετηθεί. Και γιατί από τους 60 μόνο οι 30 έχουν αξιοποιηθεί παρέχοντας τουλάχιστον τις βασικές υπηρεσίες σε σκάφη αναψυχής. Μήπως οι ενδιαφερόμενοι επενδυτές διαπιστώνουν υψηλό ρίσκο, πολλά προβλήματα στην μακροχρόνια πορεία, αβέβαιη απόδοση της επένδυσης και όχι ιδιαίτερα φιλικό περιβάλλον και τελικώς αλλάζουν γνώμη; Μήπως οι περισσότεροι αρχικώς ενδιαφερόμενοι ήλπιζαν σε εύκολη και πλούσια κρατική χρηματοδότηση για τις κατασκευές και όταν αντιλαμβάνονταν ότι αυτό δεν ήταν εφικτό εγκατέλειπαν την προσπάθεια;» επισημαίνει και αναρωτιέται ο πρόεδρος της Ένωσης Μαρίνων Ελλάδος, Σταύρος Κατσικάδης.

Αναφερόμενος στα λιμενικά ταμεία και στον αθέμιτο ανταγωνισμό που κάνουν τονίζει:

«Σήμερα, μετά από μία δεκαετία δύσκολων οικονομικών συγκυριών για την οικονομία της χώρας μας,  έχουμε όλοι καταλάβει ότι η κατασκευή και διαχείριση τουριστικών λιμένων με κρατική χρηματοδότηση δεν αποτελεί βιώσιμη λύση. Όχι μόνο λόγω των απαιτούμενων κεφαλαίων από το Δημόσιο αλλά κυρίως διότι δύσκολα διασφαλίζεται η ποιότητα των υπηρεσιών και η συντήρηση των υποδομών από τα Λιμενικά Ταμεία σε βάθος χρόνου» και συνεχίζει:

«Χαρακτηριστικό παράδειγμα του αναχρονιστικού μοντέλου που λειτουργούν τα Λιμενικά ταμεία αποτελεί  ο τρόπος χρέωσης των σκαφών αναψυχής. 5,59 ευρώ είναι η ημερήσια χρέωση ενός 12μετρου σκάφους στα καταφύγια τουριστικών σκαφών υπό την εποπτεία των Λιμενικών Ταμείων και 3 ευρώ εάν πρόκειται για επαγγελματικό σκάφος. Ανυπολόγιστα είναι τα έσοδα που στερείται το ελληνικό Δημόσιο από τον ελλιμενισμό και τους φόρους των μόνιμων ή προσωρινών σκαφών αναψυχής, ελληνικών ή ξένων, ιδιωτικών ή επαγγελματικών. Έτσι τα Λιμενικά Ταμεία δεν συγκεντρώνουν ούτε τους ελάχιστους πόρους που απαιτούνται για τη στοιχειώδη συντήρηση των εγκαταστάσεων και αναγκάζονται να αναζητούν πόρους από το Δημόσιο.

Και το χειρότερο είναι ότι, οι χαμηλού επιπέδου υποδομές και υπηρεσίες κάνουν αθέμιτο ανταγωνισμό σε αξιόλογες μαρίνες όπου οι επενδυτές έχουν ξοδέψει εκατομμύρια, πληρώνουν υψηλά ενοίκια, φόρους, έχουν τεράστια λειτουργικά κόστη καθώς απασχολούν εκπαιδευμένο προσωπικό και τηρούν αυστηρούς περιβαλλοντικούς όρους. Χρειάζεται απαραιτήτως να εκσυγχρονιστεί το μοντέλο λειτουργίας των Λιμενικών Ταμείων».

Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΜΑΕ  για να επιτευχθεί ο σκοπός της βιώσιμης ανάπτυξης πρέπει να γίνουν άμεσα και συντονισμένα πολλές και σοβαρές μεταρρυθμίσεις που θα εξορθολογήσουν το θεσμικό πλαίσιο ίδρυσης και λειτουργίας των μαρίνων στην Ελλάδα.

«Μόνο με κεντρικό συντονισμό μεταξύ των πολλαπλών συναρμόδιων κρατικών υπηρεσιών είναι εφικτή η μείωση της γραφειοκρατίας και του χρόνου που απαιτείται για τη δημιουργία μίας νέας μαρίνας. Χρόνος που δυστυχώς σήμερα ξεπερνά την 5ετία χωρίς τον συνυπολογισμό πολλαπλών νομικών επιπλοκών που εμποδίζουν την υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων» επισημαίνει:

«Πρέπει να λυθούν χρόνια προβλήματα όπως αυτό των εγκαταλελειμμένων σκαφών στις μαρίνες που καταλήγουν σε ναυάγια με κίνδυνο για το περιβάλλον και την ασφάλεια. Εφόσον οι υπόχρεοι Δημόσιοι φορείς και οι Αρχές δεν κάνουν τα προβλεπόμενα θα πρέπει να εξουσιοδοτηθούν οι Φορείς Διαχείρισης ώστε να αναλάβουν πρωτοβουλίες».

Κύριος στόχος των προτεινόμενων μεταρρυθμίσεων από την ΕΜΑΕ είναι η αύξηση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών μαρίνων και η δημιουργία σταθερού νομοθετικού και φορολογικού περιβάλλοντος για την προσέλκυση επενδύσεων.

Υψηλή φορολογία, φόροι πολυτελείας, τέλη πλοίων αναψυχής, ΕΝΦΙΑ και τέλη χωρίς ανταποδοτικότητα που θεσμοθετήθηκαν κατά την περίοδο της κρίσης οδήγησαν σε μείωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών μαρίνων.

«Χρειάζεται απλό και δίκαιο φορολογικό πλαίσιο για τις μαρίνες και τις υπηρεσίες προς τα σκάφη αναψυχής σε αντιστοιχία με άλλους τομείς του ελληνικού τουρισμού, όπως είναι τα ξενοδοχεία» είναι τα λόγια του Σταύρου Κατσικάδη:

«- Όσον αφορά στα μισθώματα των μαρινών, θα δούμε στην παρουσίαση της μελέτης που θα κάνει ο Γενικός Γραμματέας της ΕΜΑΕ κος Ασβέστης ότι το ποσοστό του ενοικίου στις δαπάνες των ελληνικών μαρινών είναι 4πλάσιο του αντίστοιχου παγκόσμιου μέσου όρου. Υπάρχουν μαρίνες που καταβάλλουν πάνω από το 60% του τζίρου τους ως ενοίκιο στο Κράτος» δηλώνει και προσθέτει:

«- Βιώσιμη ανάπτυξη σημαίνει επίσης ότι η δημιουργία των νέων υποδομών και θέσεων ελλιμενισμού προωθείται με πολιτικές εξωστρέφειας, με καμπάνιες επικοινωνίας των αλλαγών και των μεταρρυθμίσεων στην παγκόσμια τουριστική αγορά ώστε να προσελκύσουμε ξένα σκάφη αναψυχής που παραμένουν μόνιμα στις ελληνικές μαρίνες (το λεγόμενο Homeporting).

Οι περιοριστικές διατάξεις του ν.4256/2014 που δεν επιτρέπουν την δραστηριοποίηση των ξένων επαγγελματικών σκαφών στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως σημαίας, δεν συνάδουν με τη στρατηγική εξωστρέφειας και δεν ωφελούν τις μαρίνες μας. Η χώρα μας πρέπει να εναρμονιστεί με τις άλλες χώρες της Μεσογείου σε αυτό το θέμα. Σκοπός μας πρέπει να είναι η συγκέντρωση εσόδων από φόρους και ανταποδοτικά τέλη και όχι ο περιορισμός των ξένων επαγγελματικών σκαφών.

Η ελληνική σημαία πρέπει και μπορεί να γίνει ανταγωνιστικότερη θεσμοθετώντας κίνητρα όπως είναι η χρηματοδοτική μίσθωση (leasing σκαφών όπως στη Μάλτα και στην Κύπρο) και όπως η Χρυσή Βίζα για τα ακίνητα στη χώρα μας».

Exit mobile version