Γιατί μια χώρα που πληρώνει από τις ακριβότερες τιμές κιλοβατώρας στην Ευρώπη εμφανίζεται διστακτική απέναντι στο έργο που θα έριχνε τις τιμές και θα έδινε τέλος στην ενεργειακή της απομόνωση;
Πώς γίνεται η Κύπρος, το μοναδικό κράτος-μέλος της Ε.Ε. χωρίς ηλεκτρική διασύνδεση, να αμφισβητεί τη βιωσιμότητα του καλωδίου που σχεδιάστηκε για το δικό της όφελος; Και ποιος θα αναλάβει τελικά τον λογαριασμό αν το έργο ναυαγήσει, αφήνοντας πίσω του δισεκατομμύρια σε ανεκτέλεστα συμβόλαια και κοινοτικά κονδύλια που κινδυνεύουν να χαθούν;
Η κατάσταση είναι οξύμωρη. Από τη μία, ένας λαός που πληρώνει έως και 35 λεπτά ανά κιλοβατώρα και το καλοκαίρι η ηλεκτροδότηση γίνεται με διακοπές ρεύματος. Από την άλλη, μια πολιτεία που εμφανίζεται αμφίθυμη απέναντι σε ένα έργο που θα έριχνε έως και 30% το κόστος και το οποίο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χαρακτηρίζει «προτεραιότητα στρατηγικής σημασίας».
Ο Great Sea Interconnector (GSI), που υποσχέθηκε να ενώσει Κρήτη, Κύπρο και Ισραήλ σε μια ενεργειακή γέφυρα σχεδόν χιλίων χιλιομέτρων, παραμένει μετέωρος. Ενα έργο που ξεκίνησε ως όραμα για φθηνότερη ενέργεια και στρατηγική ασφάλεια, σήμερα σέρνεται ανάμεσα σε γεωπολιτικές εντάσεις, διχαστικές δηλώσεις στη Λευκωσία και ανησυχίες στην Αθήνα για την οικονομική σταθερότητα του ΑΔΜΗΕ.
Πώς θα λειτουργούσε
Ο GSI σχεδιάστηκε ως ένα από τα μεγαλύτερα και βαθύτερα υποβρύχια ηλεκτρικά καλώδια στον κόσμο. Με μήκος περίπου 898 χιλιομέτρων στην πρώτη φάση της κατασκευής του «Κρήτη – Κύπρος» και δυνατότητα μεταφοράς 1.000 MW, θα εξασφάλιζε διπλή ροή ενέργειας: εισαγωγές όταν η Κύπρος έχει ανάγκη, εξαγωγές όταν παράγει πλεονάσματα από ΑΠΕ.
Η σημασία του έργου για τη Λευκωσία είναι τεράστια. Θα ήταν η πρώτη φορά που το νησί θα αποκτούσε πρόσβαση σε μια διασυνδεδεμένη ευρωπαϊκή αγορά, με δυνατότητα εισαγωγής φθηνότερης ενέργειας και εξισορρόπησης της ζήτησης. Παράλληλα, θα επέτρεπε μεγαλύτερη διείσδυση φωτοβολταϊκών και αιολικών, καθώς η αστάθεια θα μπορούσε να απορροφηθεί από τις διεθνείς ροές.
Από τον Κτωρίδη στον ΑΔΜΗΕ
Το μεγαλεπήβολο έργο ξεκίνησε πριν από πάνω από μια δεκαετία ως όραμα ενός Κύπριου επιχειρηματία. Η εταιρεία EuroAsia Interconnector Ltd. του Νάσου Κτωρίδη εξασφάλισε το 2012 την ένταξή του στα Εργα Κοινού Ενδιαφέροντος της Ε.Ε. (PCI), με στόχο να ενώσει ενεργειακά την Ανατολική Μεσόγειο με την Ευρώπη.
Ωστόσο, στην πορεία έγινε σαφές ότι ο Νάσος Κτωρίδης δεν διέθετε την απαραίτητη κεφαλαιακή ισχύ και τεχνική αξιοπιστία για να «τρέξει» ένα έργο δισεκατομμυρίων.
Την ίδια περίοδο στην Ελλάδα ο ΑΔΜΗΕ «έτρεχε» τη διασύνδεση της Κρήτης με την Αττική μέσω της θυγατρικής Αριάδνη Interconnection. Η συνέχιση του καλωδίου προς την Κύπρο και το Ισραήλ δεν μπορούσε να μείνει σε ιδιώτη χωρίς επαρκή εχέγγυα κι έτσι το έργο πέρασε στον ΑΔΜΗΕ.
Παρότι οι σχέσεις του Ελληνα διαχειριστή με την κυπριακή πλευρά έχουν περάσει διά πυρός και σιδήρου, υπάρχει η αίσθηση ότι ο ΑΔΜΗΕ, παρά τα λάθη και τις αστοχίες, έπεσε στον λάκκο με τα φίδια. Οπως έλεγε πρόσφατα κυβερνητικός αξιωματούχος, «τον ρίξαμε μέσα στον ωκεανό και του είπαμε κολύμπα». Ο ΑΔΜΗΕ βρέθηκε να πρέπει να κολυμπήσει μόνος, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να του λέει απλώς «κολύμπα» και να του δίνει, μέσω των 647 εκατ. ευρώ, κάποια «σωσίβια». Η τεχνική πλευρά μπορούσε να λυθεί, λένε άνθρωποι πολύ κοντά στο έργο: «Υπήρχαν η Nexans και η Siemens, αλλά η έρευνα βυθού, η πόντιση του καλωδίου και το γεωπολιτικό ρίσκο υποτιμήθηκαν. Επρεπε να γίνει καλύτερο assessment (διαχείριση κινδύνου) του γεωπολιτικού ρίσκου και να σταματήσει το έργο μέχρι να επιλυθούν τα εμπόδια ώστε να μην παράγει συνεχώς κόστος χωρίς πρόοδο». Σήμερα, οι διαπιστώσεις γίνονται με μεγάλη καθυστέρηση, με τον ΑΔΜΗΕ να έχει ήδη «ρίξει» στο έργο πάνω από 300 εκατομμύρια χωρίς να υπάρχει η ορατότητα ότι αυτά θα καταφέρει να τα πάρει πίσω. Το κόστος του έργου ανέρχεται σε 1,9 δισ. ευρώ. Από αυτά, 647 εκατομμύρια είναι κοινοτική χρηματοδότηση, ενώ το υπόλοιπο θα καλυφθεί από τους καταναλωτές Ελλάδας και Κύπρου σε ορίζοντα 35ετίας. Η συμφωνία προβλέπει κατανομή 37% για την Ελλάδα και 63% για την Κύπρο.
Η πίεση αυτή ανησυχεί όχι μόνο την ελληνική κυβέρνηση που ελέγχει το 51% των μετοχών της εταιρείας, αλλά και τον στρατηγικό μέτοχο, την κινεζική State Grid, που βλέπει το επενδυτικό της χαρτοφυλάκιο να κλυδωνίζεται.
Τι θα κερδίσει η Κύπρος
Η Κύπρος παραμένει το μοναδικό κράτος-μέλος της Ε.Ε. χωρίς καμία ηλεκτρική διασύνδεση με γειτονικές χώρες. Είναι πλήρως αποκομμένη από το ευρωπαϊκό δίκτυο, σε αντίθεση με την Τουρκία που εδώ και χρόνια συνδέεται ηλεκτρικά με την Ελλάδα και μέσω αυτής και της Βουλγαρίας με την ευρωπαϊκή αγορά.
Οι υποχρεώσεις της Κύπρου ως δαπάνη για τη συμμετοχή της στο έργο κατά το στάδιο της κατασκευής ανέρχονται σε 25 εκατ. ευρώ ετησίως για την πενταετία 2025-2029, ποσό που ισοδυναμεί με 6-7 λεπτά την ημέρα ανά καταναλωτή και θα καλυφθεί από το Ταμείο Ρύπων δίχως να επιβαρύνει νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Τα συμφέροντα
Η κυπριακή αγορά ενέργειας είναι μικρή, κλειστή και άκρως προσοδοφόρα για λίγους επενδυτές. Οι εισαγωγείς καυσίμων, με κυρίαρχο παίκτη την Petrolina, επωφελούνται από τις εισαγωγές πετρελαίου που ξεπερνούν τα 600 εκατ. ευρώ τον χρόνο. Οι παραγωγοί ΑΠΕ, λειτουργώντας σε απομονωμένο σύστημα, αποζημιώνονται σε πολύ υψηλότερες τιμές σε σχέση με την Ευρώπη. Είναι σαφές ότι ένα διασυνδεδεμένο δίκτυο θα πίεζε προς τα κάτω τις τιμές, μειώνοντας τα περιθώρια κέρδους.
Ακόμα και εταιρείες που δεν συνδέονται παραδοσιακά με την ενέργεια, όπως μεγάλες αλυσίδες φούρνων και σούπερ μάρκετ με χιλιάδες εργαζομένους, έχουν αναπτύξει φωτοβολταϊκά χαρτοφυλάκια που, σύμφωνα με υπολογισμούς, ξεπερνούν συνολικά τα 200-250 MW από μία εγκατεστημένη βάση άνω των 800 MW σε Φ/Σ. Αρχικά για να καλύψουν το τεράστιο ενεργειακό κόστος για τις ίδιες και σταδιακά πλέον και για τρίτους.
Η καθυστέρηση στον εκσυγχρονισμό του ηλεκτρικού συστήματος στο οποίο κυριαρχεί η ΑΗΚ (Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου) μαζί με άλλους μικρότερους παίκτες οδηγεί στη συνεχιζόμενη λειτουργία παλαιών μονάδων μαζούτ και ντίζελ υψηλού κόστους και χαμηλής απόδοσης.
Το καλοκαίρι μάλιστα υπήρξαν ημέρες που μόλις έδυε ο ήλιος στην Κύπρο, υπήρχαν διακοπές ρεύματος για κάποιες ώρες και αυτό συνέβη τουλάχιστον τρεις φορές φέτος. Το παράδοξο μιας χώρας με άπλετο ήλιο που μένει στο σκοτάδι μόλις δύσει, αποτυπώνει καλύτερα από οτιδήποτε την ανάγκη της διασύνδεσης.
«Ακριβό μου ρεύμα»
Η τιμή του ηλεκτρισμού στην Κύπρο είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, κυρίως λόγω της δομής του κόστους παραγωγής. Περίπου τα 3/4 του τελικού κόστους αφορούν το ίδιο το κόστος παραγωγής, το οποίο βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε ορυκτά καύσιμα.
Σε αυτό προστίθεται και το σημαντικό βάρος των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων, που αντιστοιχούν σχεδόν στο 1/5 πέμπτο της τιμής της κιλοβατώρας (σχεδόν 5,5 λεπτά ανά κιλοβατώρα). Η απουσία φυσικού αερίου και ηλεκτρικών διασυνδέσεων καθιστά τη χώρα ενεργειακά απομονωμένη και εκτεθειμένη στις διακυμάνσεις της διεθνούς αγοράς καυσίμων.
Η καθυστέρηση στον εκσυγχρονισμό του ηλεκτρικού συστήματος στο οποίο κυριαρχεί η ΑΗΚ (Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου) μαζί με άλλους μικρότερους παίκτες οδηγεί στη συνεχιζόμενη λειτουργία παλαιών μονάδων μαζούτ και ντίζελ υψηλού κόστους και χαμηλής απόδοσης. Η προσθήκη νέων αεριοστρόβιλων, αν και αυξάνει την εφεδρεία του συστήματος, δεν αποτελεί μακροπρόθεσμη λύση, καθώς πρόκειται για ακριβές μονάδες που προορίζονται μόνο για κάλυψη αιχμών.
Παρά την αυξανόμενη διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (το 25% της ηλεκτροπαραγωγής), το ενεργειακό ισοζύγιο δεν έχει βελτιωθεί ουσιαστικά, καθώς η έλλειψη υποδομών αποθήκευσης περιορίζει την αξιοποίηση της πράσινης ενέργειας και επιβαρύνει τις συμβατικές μονάδες.
Το καλοκαίρι μάλιστα υπήρξαν ημέρες που, μόλις έδυε ο ήλιος στην Κύπρο, υπήρχαν διακοπές ρεύματος για κάποιες ώρες και αυτό συνέβη τουλάχιστον 3 φορές φέτος. Το παράδοξο μιας χώρας με άπλετο ήλιο που μένει στο σκοτάδι μόλις δύσει, αποτυπώνει καλύτερα από οτιδήποτε την ανάγκη της διασύνδεσης.
Το μωσαϊκό των συμφερόντων, αν και λιγότερο ορατό από την αντιπαράθεση με την Άγκυρα, συμβάλλει στη διατήρηση του statusquo, περιορίζοντας τη στήριξη σε ένα έργο που θα έβαζε τέλος στην ενεργειακή απομόνωση.
Η σημερινή διάσταση
Η Κύπρος παραμένει διχασμένη. Ο υπουργός Οικονομικών Μάκης Κεραυνός μετά τις δηλώσεις περί μη βιώσιμου έργου επανήλθε χθες από το βήμα της βουλής και απέρριψε τις αιτιάσεις περί «κρυφών μελετών», διευκρινίζοντας ότι οι μελέτες παραδόθηκαν από τον Νοέμβριο του 2024 σε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Όπως είπε, δεν αντιτίθεται στο έργο, αλλά οφείλει να εξετάζει τη βιωσιμότητα και το οικονομικό σκέλος κάθε μεγάλης επένδυσης, επισημαίνοντας και τις αντιφατικές εκτιμήσεις μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της ΕΤΕπ για το ίδιο έργο.
Οι νέες δηλώσεις αμφιβολίας έρχονται μέσα σε ελάχιστα 24ωρα από τις δημόσιες τοποθετήσεις των υπουργών ενέργειας κυρίων Παπασταύρου και Παπαναστασίου που έκαναν λόγο για την ανάγκη ενότητας και επικέντρωσης στην υλοποίηση του έργου, αφήνοντας πίσω τη διγλωσσία και τα αλληλοσυγκρουόμενα μηνύματα.
Ο κ. Παπαναστασίου, ο οποίος συναντήθηκε με τον Έλληνα υπουργό την περασμένη Πέμπτη 9 Οκτωβρίου στο ΥΠΕΝ είναι ανάμεσα στις λίγες σταθερές φωνές υπέρ του έργου χωρίς φυσικά να παραγνωρίζει τις γεωπολιτικές ιδιαιτερότητες. Με πολυετή θητεία στον ιδιωτικό τομέα – υπήρξε CEO της BP και άλλων πολυεθνικών – γνωρίζει όσο λίγοι τη σημασία μιας ενεργειακής διασύνδεσης τέτοιου βεληνεκούς. Οι δύο πλευρές συμφώνησαν ότι μπορεί να χαραχθεί ένας νέος οδικός χάρτης που να επιλύει τα πιο «εύκολα» του καλωδίου που είναι κυρίως οι ρυθμιστικές και αδειοδοτικές εκκρεμότητες.
Οι εκκρεμότητες
Η αρχή έγινε με την μεταβίβαση της άδειας κυριότητας και διαχείρισης στον ΑΔΜΗΕ από τον Euroasia Interconnector με απόφαση που υπογράφτηκε την περασμένη Παρασκευή. Ωστόσο υπάρχει ακόμη ένα πλήθος εκκρεμοτήτων για να λυθεί ο γόρδιος δεσμός. Η κυπριακή πλευρά δεν έχει ακόμη ενεργοποιήσει τη συμφωνημένη οικονομική συμμετοχή της, με την καταβολή 25 εκατ. ευρώ κατ’ έτος για 5 χρόνια, αρχής γενομένης από το 2025, καθώς εκκρεμεί η απόφαση του υπουργείου Οικονομικών της Κύπρου για τη διάθεση του εν λόγω ποσού και η απόφαση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας Κύπρου (ΡΑΕΚ) για το ύψος των σχετικών ταριφών.
Για την άρνηση της συμφωνημένης εκταμίευσης της πρώτης δόσης των 25 εκατ. ευρώ ως έναντι του πραγματικού εσόδου του έργου, η κυπριακή πλευρά προβάλλει την επί της αρχής αμφισβήτηση της βιωσιμότητάς του, έχοντας άλλωστε ενημερώσει σχετικά και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο τακτικών διαβουλεύσεων.
Πέραν των παραπάνω, εκκρεμούν αδειοδοτικά και ρυθμιστικά ζητήματα που δυσχεραίνουν την κατασκευή της διασύνδεσης και την προσέλκυση επενδυτών.
Επιπλέον, η ΡΑΕΚ δεν έχει εγκρίνει εδώ και πάνω από έναν χρόνο τη Σύμβαση Παραχώρησης (Concession Agreement) του Great Sea Interconnector και δεν έχει αναγνωρίσει ακόμη την 100% θυγατρική του ΑΔΜΗΕ ως εκτελεστικό βραχίονα του Διαχειριστή για την υλοποίηση του έργου. Κατά συνέπεια, η ΡΑΕΚ δεν προχωρά και στην αναγνώριση των λειτουργικών δαπανών του έργου, η αναλογία των οποίων για το κυπριακό δημόσιο ανέρχεται σε 4,5 εκατ. ευρώ, αντιστοιχώντας στο 50% των συνολικών σχετικών δαπανών.
Στο ζήτημα των επενδυτικών δαπανών, ύψους 251 εκατ. ευρώ, οι οποίες αφορούν στο κόστος του καλωδίου που έχει καταβληθεί προς την Nexans, η ΡΑΕΚ εξακολουθεί να μην αναγνωρίζει το σύνολό τους, σε αντίθεση με την ελληνική Ρυθμιστική Αρχή (ΡΑΑΕΥ). Επιπλέον, η μη έκδοση απόφασης πραγματικού δικαιούμενου εσόδου για το GSI για το 2025, που θα βασίζεται στο σύνολο των επενδυτικών και λειτουργικών εξόδων εμποδίζει τον υπολογισμό του ποσού που θα κεφαλαιοποιηθεί με βάση τη διακρατική συμφωνία του 2024.
Κύκλοι του ΑΔΜΗΕ αναφέρουν ότι οι ρυθμιστικές εκκρεμότητες προκαλούν σημαντική αβεβαιότητα τόσο για τον χρόνο όσο και για το ύψος της αναγνώρισης του εσόδου του έργου, γεγονός που εμποδίζει ουσιωδώς την είσοδο τρίτου επενδυτή στο μετοχικό κεφάλαιο, παρά το δεδηλωμένο ενδιαφέρον.
Ως συνέπεια λένε δημιουργείται ανασφάλεια για την εξέλιξη του καλωδίου, καθώς κυριαρχεί η εντύπωση πως η Κύπρος δεν θα αναλάβει το οικονομικό μερίδιο που της αναλογεί και που έχει συμφωνηθεί με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η προσέλκυση επενδυτών και η εξασφάλιση χρηματοδοτικών πόρων.
Ο ρόλος της ΕΕ
Η καυτή πατάτα του καλωδίου μεταφέρεται πλέον στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που μέχρι σήμερα κρατούσε αποστάσεις από το έργο να και πλέον εμφανίζεται πιο πρόθυμη να εμπλακεί ενεργά, αναγνωρίζοντας ότι ο Great Sea Interconnector αποτελεί κρίσιμο κρίκο για την ενεργειακή ασφάλεια της Ανατολικής Μεσογείου. Το πρώτο τεστ θα γίνει μεθαύριο Πέμπτη 15 Οκτωβρίου κατά την τηλεδιάσκεψη των δύο υπουργών με τον ευρωπαίο Επίτροπο Νταν Γιόργκενσεν.
Το πόσο καταλυτική θα είναι αυτή η παρέμβαση θα φανεί το επόμενο διάστημα. Στις δύο πλευρές τονίζουν πάντως ότι η ΕΕ παραμένει προσεχτική και εγκλωβισμένη στην λογική των ισορροπιών με την Άγκυρα. «Turkey it too important» όπως παραδέχτηκε ανώτατη ευρωπαϊκή πηγή όταν ρωτήθηκε γιατί το έργο μένει στάσιμο.
Το GSI δεν πρέπει να χαθεί λέει παράγοντας την αγοράς με γνώση των δυσκολιών. «Δεν είναι απλώς μια ενεργειακή υποδομή, αλλά μια κερκόπορτα σε κυριαρχικά δικαιώματα στην Ανατολική Μεσόγειο. Αν το καλώδιο εγκαταλειφθεί, το κενό δεν θα είναι τεχνικό· θα είναι στρατηγικό και θα το καλύψουν άλλοι».
Το τρέχον κύμα επαφών θεωρείται το πρώτο escalation (κλιμάκωση). Αν δεν υπάρξει λύση, θα ακολουθήσει δεύτερο, σε ανώτερο πολιτικό επίπεδο, με εμπλοκή ηγετών. Κι αν ούτε τότε υπάρξει αποτέλεσμα, η αποτυχία δεν θα βαραίνει ούτε την Ελλάδα, ούτε τον ΑΔΜΗΕαλλά την ίδια την Ευρώπη, που θα έχει χάσει μια ευκαιρία να επιβάλει ρόλο και παρουσία στην περιοχή.
Διαβάστε ακόμη
Ταχύτερη αποκλιμάκωση πληθωρισμού στην Ελλάδα με τρία ρίσκα στον ορίζοντα
Αλλάζει ραγδαία η ασφαλιστική αγορά: Οι επενδύσεις, τα deals, οι κίνδυνοι
Πλωτά αιολικά πάρκα: Δύο νέα ορόσημα για τα υπεράκτια έργα στην Ευρώπη (pic)
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα
