search icon

Επιχειρήσεις

Έρευνα: Ποιες επιχειρήσεις κερδίζουν και ποιες χάνουν από τον πληθωρισμό

Στο 19% η μεσοσταθμική αύξηση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων – Πόσο θα επηρεαστούν κύκλος εργασιών και κερδοφορία φέτος και ποιοι φοβούνται λουκέτο – Τι δείχνει η πρώτη μεγάλη έρευνα του που αποτυπώνει τις συνέπειες στη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα

Ο υψηλός πληθωρισμός φαίνεται ότι διευρύνει τις ανισότητες στο επιχειρείν ακόμα και μεταξύ των Μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όπως προκύπτει απ’ την πρώτη μεγάλη έρευνα που επιχειρεί να αποκρυπτογραφήσει τις συνέπειες που έχει στο επιχειρείν το νέο οικονομικό περιβάλλον. Όπως προκύπτει απ’ την έρευνα «Επιπτώσεις του πληθωρισμού στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις» που συνέταξε το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων (ΙΜΕ) της ΓΣΕΒΕΕ το αυξημένο κόστος εμφανίζεται μεσοσταθμικά να είναι 20% για το σύνολο των επιχειρήσεων και να παρουσιάζεται αύξηση του τζίρου, εν τούτοις η εικόνα διαφοροποιείται ανάλογα με τους παράγοντες της γεωγραφικής τοποθεσίας, του μεγέθους της ίδιας της επιχείρησης, των εξαγωγών και του τομέα δραστηριοποίησης. Ο τελευταίος παίζει έναν σημαντικό ρόλο στο κομμάτι της διάρθρωσης του αυξημένου λειτουργικού κόστους που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις.

Ο κύκλος εργασιών φέτος

Από την έρευνα προκύπτει πως περίπου 4 στις 10 επιχειρήσεις (41,5%) αναμένουν μειωμένο κύκλο εργασιών κατά το τρέχον έτος, παρά τους ισχυρούς ρυθμούς μεγέθυνσης της οικονομίας. Επιπρόσθετα, ένα 17% εκτιμά ότι ο κύκλος εργασιών κατά το 2022 θα κινηθεί στα ίδια επίπεδα με το προηγούμενο έτος, ενώ το 40,7% αναμένει αυξημένο κύκλο εργασιών.

Σύμφωνα με τους συντάκτες της έρευνας υπάρχουν τρεις παράγοντες που εμφανίζουν υψηλή συσχέτιση με τις εκτιμήσεις ως προς την εξέλιξη του κύκλου εργασιών. Το μέγεθος της επιχείρησης, η πηγή προέλευσης των εσόδων και ο εξαγωγικός προσανατολισμός.

Οι μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις, δηλαδή εκείνες με κύκλο εργασιών άνω των 500.000 ευρώ, εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά θετικών και χαμηλότερα ποσοστά αρνητικών εκτιμήσεων ως προς την εξέλιξη του κύκλου εργασιών σε σχέση με τις πολύ μικρές επιχειρήσεις (κύκλος εργασιών έως 100.000 ευρώ). Ειδικότερα, αυξημένο κύκλο εργασιών αναμένει το 53,8% των μεσαίων επιχειρήσεων, έναντι μόλις 34,3% των πολύ μικρών και –αντιστρόφων- μειωμένο κύκλο εργασιών αναμένει το 23,1% των μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεων, έναντι 51,4% των πολύ μικρών.

Η ίδια σχέση εμφανίζεται και όταν τίθεται ο παράγοντας της πηγής προέλευσης των εσόδων. Επιχειρήσεις των οποίων τα έσοδα προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από πώληση τελικών προϊόντων εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά αρνητικών προσδοκιών ως προς τον κύκλο εργασιών, έναντι των επιχειρήσεων που τμήμα των εσόδων τους (άνω του 50%) προέρχεται από την πώληση ενδιάμεσων αγαθών-υπηρεσιών (47,4% έναντι 25% αντίστοιχα).

Τέλος, οι επιχειρήσεις που πραγματοποιούν εξαγωγές αναμένουν σε ποσοστό 60,9% αυξημένο κύκλο εργασιών κατά το 2022, έναντι 36,4% των επιχειρήσεων που δεν πραγματοποιούν εξαγωγές, ενώ αντίστοιχα «μόλις» το 21,7% των εξαγωγικών επιχειρήσεων αναμένει μείωση του κύκλου εργασιών, έναντι 46,6% των επιχειρήσεων που δεν πραγματοποιούν εξαγωγές.

Η κερδοφορία

Το 44% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα αναμένει ο ισολογισμός να κλείσει με κέρδη, το 27% αναμένει να κλείσει με ζημίες και το 29% να είναι ισοσκελισμένος. Και σε αυτήν την περίπτωση, το μέγεθος, η πηγή προέλευσης των εσόδων και ο εξαγωγικός προσανατολισμός δρουν ευεργετικά. Επιπρόσθετα, οι απαντήσεις διαφοροποιούνται αναφορικά με τα έτη λειτουργίας της επιχείρησης και την αστικότητα.

Ειδικότερα, οι παλαιότερες επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε μεγάλα αστικά κέντρα, οι μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις , οι επιχειρήσεις που πωλούν και ενδιάμεσα αγαθά και οι επιχειρήσεις με εξαγωγικό προσανατολισμό εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά στις θετικές εκτιμήσεις (πραγματοποίηση κέρδους) και χαμηλότερα ποσοστά στις αρνητικές εκτιμήσεις (πραγματοποίηση ζημίας) σε σχέση με τις νεότερες επιχειρήσεις, τις επιχειρήσεις που είναι μικρότερου μεγέθους, που δραστηριοποιούνται σε μικρά αστικά ή ημιαστικά κέντρα, που δεν κάνουν εξαγωγές, που τα έσοδά τους προέρχονται αποκλειστικά ή κυρίως από την πώληση τελικών αγαθών.

Ποιοι φοβούνται το λουκέτο

Αξιοσημείωτο επίσης είναι το γεγονός πως από το σύνολο των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα το 44% εκτιμά αρκετά ή πολύ πιθανό η επιχείρηση να κλείσει κατά το επόμενο έτος. Και σε αυτήν την περίπτωση, η αστικότητα, το μέγεθος της επιχείρησης, η πηγή των εσόδων και η εξαγωγική δραστηριότητα σχετίζονται θετική με τη διαμόρφωση θετικότερων προσδοκιών. Έτσι, οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε μεγάλα αστικά κέντρα θεωρούν λιγότερο πιθανό να κλείσουν, έναντι των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε πληθυσμιακά μικρότερες περιοχές (59% έναντι 51%), οι επιχειρήσεις μεσαίου μεγέθους θεωρούν λιγότερο πιθανό να κλείσουν σε σχέση με τις μικρές επιχειρήσεις (65% έναντι 41%), οι επιχειρήσεις που έχουν έσοδα από πώληση ενδιάμεσων αγαθών ή έχουν εξαγωγική δραστηριότητα θεωρούν λιγότερο πιθανό το ενδεχόμενο να κλείσουν, έναντι των επιχειρήσεων που πωλούν σχεδόν αποκλειστικά τελικά προϊόντα στην εγχώρια αγορά.

Τα κόστη

Σε κάθε περίπτωση κάθε επιχείρηση επηρεάζεται διαφορετικά με βάση και το αντικείμενο δραστηριοποίησης μιας και διαφοροποιείται το κόστος. Σύμφωνα με την έρευνα η μεσοσταθμική αύξηση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων του δείγματος εκτιμήθηκε σε 19,3%, εξαιρουμένων των αυξήσεων στις δαπάνες μισθοδοσίας και στις λοιπές δαπάνες.

Επισημαίνεται ότι η παραπάνω εκτίμηση αφορά μόνο τμήμα του άμεσου χρηματικού σκέλους του κόστους λειτουργίας, ως εκ τούτου υποεκτιμά την μεταβολή του πραγματικού κόστους λειτουργίας, καθότι εξαιρεί:

▪ την ενδεχόμενη αύξηση της δαπάνης μισθοδοσίας,
▪ τις αυξήσεις στις λοιπές δαπάνες λειτουργίας της επιχείρησης,
▪ άλλες ποιοτικές διαστάσεις που αυξάνουν το κόστος λειτουργίας όπως είναι το κόστος αναπροσαρμογής των τιμών, το κόστος αναζήτησης νέων προμηθευτών κ.λπ.

Σύμφωνα με την έρευνα, στο σύνολο των επιχειρήσεων το μεσοσταθμικό κόστος μισθοδοσίας ανέρχεται στο 15,4% του τζίρου, το κόστος πρώτων υλών σε 22,7%, το κόστος ενέργειας και μεταφορών σε 18,1%, το κόστος ενοικίων σε 9% και οι λοιπές δαπάνες στο 15%. Φυσικά, τα παραπάνω μεγέθη διαφοροποιούνται σημαντικά μεταξύ των επιμέρους επιχειρήσεων αναλόγως του κλάδου στον οποίον δραστηριοποιούνται, του μεγέθους τους και εν γένει του παραγωγικού τους προφίλ.

Σε ό,τι αφορά το κόστος ενέργειας μία στις τρεις επιχειρήσεις (34,8%) δήλωσε ότι αντιμετώπισε αυξήσεις άνω του 50%, με τις μισές από αυτές να δηλώνουν πως το σχετικό κόστος αυξήθηκε πάνω από 100%. Έτσι, η μεσοσταθμική αύξηση της δαπάνης ενέργειας για το
σύνολο των επιχειρήσεων διαμορφώθηκε σε 42%.

Εξίσου σημαντικές ήταν και οι αυξήσεις στο κόστος μεταφορών το οποίο, επίσης, επηρεάζεται από το κόστος ενέργειας (καύσιμα). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, το 30% των επιχειρήσεων αντιμετώπισε αυξήσεις έως 20%, ένα πρόσθετο 30% αντιμετώπισε αυξήσεις από 20% έως 50% και το υπόλοιπο 40% αντιμετώπισε αυξήσεις άνω του 50%. Στο σύνολο των επιχειρήσεων η μεσοσταθμική αύξηση του κόστους μεταφορών ήταν 27%.

Εξίσου μεγάλη ήταν και η αύξηση του κόστους προμήθειας πρώτων υλών ή άλλων εισροών. Το 82% των επιχειρήσεων αντιμετώπισε αυξήσεις έως και 50%, με αποτέλεσμα η μεσοσταθμική αύξηση του κόστους πρώτων υλών για το σύνολο των επιχειρήσεων να διαμορφώνεται σε 27,3%.
Τέλος, μικρότερες, όχι όμως αμελητέες, ήταν οι αυξήσεις στο κόστος ενοικίου (7,6%) και στο κόστος μακροχρόνιας μίσθωσης μεταφορικών μέσων (leasing) που αυξήθηκε κατά 4,4%.

Οι δραστηριότητες που επηρεάζονται

Συνολικά η εκτίμης των επιχειρηματιών είναι πως ο πληθωρισμός έχει αρνητικές συνέπειες στη λειτουργία της επιχείρησης τους. Ειδικότερα, οι θετικές συνέπειες αφορούν πολύ μικρό αριθμό επιχειρήσεων. Μόλις το 6% δήλωσε ότι επέσπευσε επενδυτικές αποφάσεις λόγω του πληθωρισμού, 4.5% ότι αντιμετώπισε αύξηση της ζήτησης, ενώ μετρημένες στα χέρια του ενός χεριού είναι οι επιχειρήσεις που επέλεξαν να μειώσουν τις ληξιπρόθεσμες οφειλές σε δημόσιο ή ιδιώτες.

Σε ό,τι αφορά τις συγκεκριμένες αρνητικές συνέπειες , η απάντηση που εμφανίζεται μακράν πιο συχνά από όλες (67%) είναι ότι ο πληθωρισμός μείωσε τη ζήτηση προϊόντων από τους τελικούς καταναλωτές. Στη δεύτερη ομάδα απαντήσεων που εμφανίζεται συχνά (από 35% έως 45%) περιλαμβάνονται η αύξηση του ανταγωνισμού με τις άλλες επιχειρήσεις, η αδυναμία εύρεσης πρώτων υλών, η αναστολή επενδυτικών αποφάσεων, η αύξηση των οφειλών προς το δημόσιο και η ενίσχυση των μισθολογικών αιτημάτων εκ μέρους των εργαζομένων. Τέλος, με μικρότερη συχνότητα (περίπου 20%) εμφανίζονται οι επιπτώσεις που αφορούν την αύξηση του κόστους δανεισμού, τη μείωση της ζήτησης από άλλες επιχειρήσεις, την αύξηση του κόστους αντικατάστασης των αποθεμάτων και την αύξηση των οφειλών προς ιδιώτες.

Οι «αιχμές»

Ανακεφαλαιώνοντας και επιχειρώντας να υποδείξουν τις «αιχμές» της έρευνας η επιστημονική ομάδα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ καταλήγει στα εξής;

Το ποσοστό των επιχειρήσεων που αναμένουν μειωμένο κύκλο εργασιών σε σχέση με το 2021 (41,5%), το ποσοστό των επιχειρήσεων που αναμένει ο ισολογισμός του 2022 να κλείσει με ζημιές (27%) και το ποσοστό των επιχειρήσεων που θεωρεί πιθανό να κλείσει κατά το επόμενο έτος (44%) είναι εξαιρετικά υψηλό, ειδικά εάν λάβουμε υπόψη ότι το 2022 αποτελεί ένα έτος κατά το οποίο η εθνική οικονομία παρουσίασε ισχυρούς ρυθμούς μεγέθυνσης, οι οποίοι εν μέρει οφείλονται στην επανεκκίνηση της οικονομίας μετά τον περιορισμό δραστηριοτήτων που επιβλήθηκαν στο πλαίσιο των μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας της COVID-19

Το στοιχείο αυτό υπονοεί την ύπαρξη ενός ισχυρού δυισμού στο εσωτερικό της ελληνικής οικονομίας, που έχει ως αποτέλεσμα την ανισοκατανομή των θετικών συνεπειών της οικονομικής μεγέθυνσης και αντίστοιχα τη δυσανάλογη επιβάρυνση ορισμένων επιχειρήσεων από αρνητικές οικονομικές εξελίξεις. Κατ’ επέκταση, στο μέτρο που οι εκτιμήσεις των επιχειρηματιών επιβεβαιωθούν, το συγκεκριμένο εύρημα υπονοεί περαιτέρω διεύρυνση των οικονομικών ανισοτήτων και μείωση του επιχειρηματικού πλουραλισμού, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το μέγεθος των επιχειρήσεων».

-«Το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε μικρές περιοχές εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά απαισιόδοξων εκτιμήσεων και ως προς τον κύκλο εργασιών και ως προς τον ισολογισμό του 2022 υπονοεί, επίσης, διεύρυνση των περιφερειακών και ενδοπεριφερειακών οικονομικών ανισοτήτων. Στα μεγάλα αστικά κέντρα, η υποχώρηση των μικρότερων επιχειρήσεων και η ισχυροποίηση των μεγαλύτερων, μολονότι έχει αρνητικές συνέπειες στην μικρο-επιχειρηματικότητα και προκαλεί σημαντικά κόστη σε κοινωνικό επίπεδο, δεν προδικάζει το αποτέλεσμα ως προς τις αναπτυξιακές προοπτικές της περιοχής. Με άλλα λόγια, στις μεγάλες πόλεις η ενίσχυση των μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων έναντι των πολύ μικρών είναι κυρίως αναδιανεμητικές και οι αναπτυξιακές (θετικές ή αρνητικές) εξαρτώνται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του φαινομένου. Αντιθέτως, η υποχώρηση των μικρών επιχειρήσεων σε μικρά αστικά ή ημιαστικά κέντρα και κοινότητες συνδέεται συνήθως με εγκατάλειψη (όχι αναδιάταξη) δραστηριοτήτων και πλήττει την αναπτυξιακή δυναμική των περιοχών αυτών αυξάνοντας τις σχετικές ανισότητες».

-«Ακόμα και στην –ευτυχή- περίπτωση που δεν επιβεβαιωθούν οι αρνητικές εκτιμήσεις/προσδοκίες των επιχειρήσεων, δηλαδή ακόμα και εάν οι απαντήσεις των επιχειρήσεων χαρακτηρίζονται από μεροληψία συγκυρίας, δηλαδή επηρεάζονται δυσανάλογα από τις τρέχουσες εξελίξεις, έναντι των μεσο-μακροπρόθεσμων τάσεων, το υψηλό ποσοστό αρνητικών προσδοκιών παράγει αποτελέσματα κυρίως σε ό,τι αφορά τις επενδυτικές αποφάσεις και διευρύνει τις ανισότητες μεταξύ των επιχειρήσεων. Μεγαλύτερου μεγέθους επιχειρήσεις που έχουν πρόσβαση σε περισσότερες πληροφορίες και δυνατότητα μεσο-μακροπρόθεσμου σχεδιασμού αναμένεται να επηρεαστούν λιγότερο από μια δύσκολη συγκυρία απ’ ότι οι μικρότερες επιχειρήσεις. Ως εκ τούτου, τα υψηλά ποσοστά αρνητικών προσδοκιών/εκτιμήσεων αποτελούν αντικειμενικό πρόβλημα, ανεξαρτήτως του εάν οι προσδοκίες αυτές επαληθευτούν ή όχι».

-«Η εξωστρέφεια/διεθνοποίηση των επιχειρήσεων αποτελεί τον πιο σημαντικό παράγοντα διαφοροποίησης των θετικών και των αρνητικών προσδοκιών. Και από την παρούσα έρευνα επιβεβαιώνεται πως η δυνατότητα των επιχειρήσεων να αντεπεξέλθουν σε αρνητικά οικονομικά σοκ ή/και η δυνατότητα να επωφεληθούν από θετικές οικονομικές συγκυρίες συνδέεται με την δυνατότητά τους να πραγματοποιούν εξαγωγές. Ως εκ τούτου, οι πολιτικές στήριξης της εξωστρέφειας είναι καίριας σημασίας, αλλά δεν πρέπει να αγνοείται το γεγονός ότι σε πολλές δραστηριότητες οι εξαγωγές δεν είναι εφικτές. Η πολιτική εξωστρέφειας είναι σημαντική, αλλά δεν μπορεί να εξαντλεί τις πολιτικές στήριξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων».

Δείτε εδώ ολόκληρη την έρευνα

Διαβάστε ακόμη

Γιατί η Citi προβλέπει τέλος στο ράλι των μετοχών (γράφημα)

The Economist: «Η Ελλάδα είναι ένα ευρωπαϊκό success story»

Πρόστιμο 16.000 ευρώ από τη Μόσχα στον ιδιοκτήτη της Wikipedia

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ

Exit mobile version