search icon

Οικονομία

Ασφαλιστικό και το “επόμενο” Επικουρικό: Η υπόσχεση, το ρίσκο, τα αγκάθια

Οι νέες επικουρικές θα είναι πλήρως κεφαλαιοποιητικές και στο νέο Ταμείο θα ενταχθούν υποχρεωτικά οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας, προαιρετικά οι σημερινοί εργαζόμενοι έως 35 ετών, καθώς και οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι αγρότες που δεν έχουν σήμερα επικουρική

Υψηλότερες επικουρικές συντάξεις έως και δυόμισι φορές σε σχέση με τις σημερινές εκτιμάται ότι θα καταβάλλει το νέο Επικουρικό Ταμείο, που θα συσταθεί το 2021 στο πρότυπο του σουηδικού μοντέλου, με στόχο να λειτουργήσει πιθανότατα από 1/1/2022.

Στο νέο Ταμείο θα ενταχθούν υποχρεωτικά οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας, προαιρετικά θα έχουν τη δυνατότητα ασφάλισης οι σημερινοί εργαζόμενοι έως 35 ετών, καθώς και οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι αγρότες που δεν έχουν σήμερα επικουρική.

Το πόρισμα της Επιτροπής Πισσαρίδη φαίνεται να αποτελεί τον μπούσουλα για τη μετατροπή των επικουρικών συντάξεων σε πλήρως κεφαλαιοποιητικές. Ο διάλογος με τους κοινωνικούς φορείς, υπό την εποπτεία του νέου υφυπουργού Πάνου Τσακλόγλου, θα διεξαχθεί εντός του 2021, αφού προηγηθούν οι αναγκαίες οικονομοτεχνικές και αναλογιστικές μελέτες.

Το νέο σύστημα βασίζεται στη λογική ότι οι εισφορές των νεοασφαλισμένων μισθωτών δεν θα χρησιμοποιούνται για την πληρωμή των σημερινών επικουρικών συντάξεων, αλλά θα κεφαλαιοποιούνται στον ατομικό «κουμπαρά» του κάθε ασφαλισμένου.

Tο ύψος της νέας σύνταξης δεν θα εξαρτάται μόνο από τα έτη ασφάλισης και τον συντάξιμο μισθό, αλλά και από την απόδοση του χαρτοφυλακίου του ατομικού λογαριασμού. 

Αρμόδια στελέχη υπολογίζουν ότι η απόδοση του «κουμπαρά» θα μπορεί να κυμαίνεται σε 1,2%-1,3% ετησίως, με το βλέμμα στραμμένο στα εντυπωσιακά αποτελέσματα του σουηδικού μοντέλου (Επαγγελματικό Ταμείο με κεφαλαιοποιητικά χαρακτηριστικά), το οποίο κατόρθωσε να εξασφαλίσει ετήσια απόδοση 5,2% στην 25ετία.

Χαρακτηριστικό του σουηδικού μοντέλου είναι ότι προηγήθηκε εξαντλητικός διάλογος με την κοινωνία και εξασφαλίστηκε πολιτική συναίνεση, με πάνω από το 80% των βουλευτών να ψηφίζει υπέρ της μεταρρύθμισης.

Τα τρία «αγκάθια»

Ωστόσο, προτού ακόμα ανακοινωθούν οι βασικές παράμετροι λειτουργίας του νέου Ταμείου, έχουν διατυπωθεί ενστάσεις από τους ειδικούς και την αντιπολίτευση για τρία σημεία που θεωρούνται «αγκάθια»:

1 Κίνδυνος περικοπών των συντάξεων: Το πρώτο σημείο τριβής είναι οι εκτιμήσεις για τις διακυμάνσεις των αποδόσεων και η επιρροή που θα ασκήσουν στο ύψος των συντάξεων. Δηλαδή μπορεί να οδηγήσουν στον διπλασιασμό των συντάξεων σε βάθος 25 ετών, αλλά και στη μείωσή τους αν οι αποδόσεις είναι αρνητικές. Ετσι, για παράδειγμα, λαμβάνοντας υπόψη ότι η ετήσια απόδοση των ευρωπαϊκών επαγγελματικών ταμείων ανέρχεται σήμερα σε 4,7%, η επικουρική σύνταξη των 100 ευρώ μπορεί να αυξηθεί έως τα 200 ευρώ σε βάθος 25ετίας.

Σε πρόσφατη μελέτη που έχουν εκπονήσει ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου Σάββας Ρομπόλης και ο υποψήφιος διδάκτωρ Βασίλης Μπέτσης υπολογίζεται ότι οι αρνητικές αποδόσεις των χαρτοφυλακίων μπορεί να οδηγήσουν στο ψαλίδισμα των επικουρικών από τα 184 ευρώ (μέση σύνταξη, σύμφωνα με το πρόγραμμα «Ηλιος») στα 80 ευρώ.

Για να περιοριστεί αυτή η ανησυχία, στο τραπέζι βρίσκεται το ενδεχόμενο να θεσπιστούν δικλίδες ασφαλείας ώστε η σύνταξη να μην υπολείπεται του κεφαλαίου που έχει συσσωρευτεί στον «κουμπαρά» από τις εισφορές του ασφαλισμένου. Τι σημαίνει αυτό; Για παράδειγμα, ασφαλισμένος επί 30 έτη με μισθό 1.000 ευρώ παίρνει επικουρική 132 ευρώ. Αν οι αποδόσεις είναι αρνητικές, το κράτος μπορεί να του εγγυηθεί ότι η σύνταξή του δεν θα μειωθεί κάτω από τα 105 ευρώ με βάση το ποσό που έχει συσσωρεύσει από τις εισφορές του.

2 Κόστος μετάβασης: Πρόκειται για το πιο αιχμηρό «αγκάθι», με τα κυβερνητικά στελέχη να παραδέχονται ότι επεξεργάζονται ακόμα τις πιθανές λύσεις. Τα πρώτα χρόνια το κόστος για το πέρασμα από το ισχύον σύστημα στο μελλοντικό σε ταμειακή βάση θα είναι μικρό, 50 εκατ. ευρώ ετησίως, αλλά το 2030 το έλλειμμα θα προσεγγίσει το 1 δισ. ευρώ.

Σύμφωνα με τη μελέτη Ρομπόλη – Μπέτση, αν εφαρμοστεί η ρήτρα μηδενικού ελλείμματος, οι σημερινές επικουρικές του ΕΤΕΑΕΠ θα πρέπει να μειωθούν από τα 184 στα 120 ευρώ (-35%). Η ίδια μελέτη εκτιμά ότι το κόστος μετάβασης θα εκτοξευτεί σωρευτικά στα 57 δισ. σε 40-50 χρόνια απειλώντας με αύξηση το δημόσιο χρέος.

Ο υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης Πάνος Τσακλόγλου, ο οποίος έχει επιφορτιστεί με την ευθύνη να φέρει εις πέρας το νέο δύσκολο εγχείρημα, έχει ήδη κατονομάσει τις τρεις πηγές άντλησης πόρων για την κάλυψη των ελλειμμάτων που θα δημιουργηθούν.

– Η πρώτη πηγή σχετίζεται με τη μεγέθυνση της οικονομίας, το λεγόμενο «μέρισμα ανάπτυξης».
– Ως δεύτερη πηγή θα χρησιμοποιηθεί ο ΑΚΑΓΕ, δηλαδή ο κουμπαράς του Ασφαλιστικού Κεφαλαίου Αλληλεγγύης Γενεών, που δημιουργήθηκε για τη στήριξη των δύσκολων στιγμών του Ασφαλιστικού.
– Η τρίτη πηγή χρηματοδότησης θα προέλθει από τον Προϋπολογισμό μέσω της φορολογίας.

3 Διαχείριση κεφαλαίων: Η κυβέρνηση έκανε στροφή σε σχέση με το αρχικό σχέδιο για το νέο Επικουρικό που προέβλεπε την εμπλοκή επαγγελματιών της αγοράς στη διαχείριση των κεφαλαίων.

Συγκεκριμένα, προέβλεπε ότι ως εναλλακτικοί διαχειριστές επενδύσεων μπορούν να θεωρηθούν: οι ΑΕΔΑΚ, οι ΕΠΕΥ, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, κατάλληλα αδειοδοτημένοι από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές.

Η ανάθεση διαχείρισης των επενδύσεων, με επιλογή του ασφαλισμένου, σε εναλλακτικούς διαχειριστές επενδύσεων εκτιμάται ότι δύναται να δημιουργήσει συνθήκες ανταγωνισμού επ’ ωφελεία του ασφαλισμένου, ιδίως ως προς το μέρος των επενδύσεων με λιγότερο κόστος και καλύτερες αποδόσεις.

Ωστόσο, για να αποφευχθούν οι έντονες αντιδράσεις ακόμα και στο εσωτερικό της Ν.Δ., τόσο ο ίδιος ο πρωθυπουργός όσο και τα αρμόδια στελέχη επεσήμαναν ότι το νέο Επικουρικό είναι δημόσιο Ταμείο, το οποίο και θα αναλάβει τη διαχείριση των κεφαλαίων.

Σύμφωνα με πληροφορίες, δεν αποκλείεται να παρέχονται με τη μορφή outsourcing κεφάλαια προς επένδυση σε εναλλακτικούς διαχειριστές επενδύσεων, με ευθύνη όμως του δημόσιου φορέα.

Ο ασφαλισμένος θα μπορεί πιθανότατα να επιλέγει μεταξύ επενδυτικής στρατηγικής χαμηλού, μεσαίου και υψηλού ρίσκου, αλλά και να αλλάζει την επιλογή του σε τακτά χρονικά διαστήματα (πιθανότατα κάθε τρία χρόνια). Σε γενικές γραμμές, οι ειδικοί συμβουλεύουν τις νεαρότερες ηλικίες να παίρνουν υψηλό ρίσκο, αλλά όσο περνούν τα χρόνια να στρέφονται σε πιο ασφαλείς επιλογές.

Exit mobile version