search icon

Οικονομία

Αττική Οδός: Μορατόριουμ χωρίς αυξήσεις στα διόδια  

Μέχρι να βρεθεί λύση - Προς απόσυρση η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου του ΣΥΡΙΖΑ - Ο ρόλος των τραπεζών στα διόδια   

Σε νέα διαπραγμάτευση με την κοινοπραξία της Αττικής Οδού σκοπεύει να προχωρήσει το υπουργείο Υποδομών, προκειμένου να λύσει το γόρδιο δεσμό της αύξησης των διοδίων που φέρνει με επείγοντα χαρακτήρα στην νέα κυβέρνηση η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου που υπέγραψε προεκλογικά, για να αποτρέψει τις διαδοχικές αυξήσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ.

Σύμφωνα με καλά ενημερωμένες πηγές, ο υπουργός Υποδομών, Κώστας Καραμανλής, σκοπεύει να αποσύρει την ΠΝΠ θέτοντας ως θέμα ύψιστης προτεραιότητας του υπουργείου την επαναδιαπραγμάτευση με την κοινοπραξία.

Όπως σημειώνουν συνεργάτες του υπουργού, η κυβέρνηση κάνει ένα βήμα πίσω για την Αττική Οδό αρκεί και οι τεχνικές εταιρείες που διαχειρίζονται τον αστικό αυτοκινητόδρομο (Ελλάκτωρ και ΑΒΑΞ) να αποσύρουν τις αυξήσεις και να δείξουν ισχυρή διάθεση να βρεθεί μια κοινά αποδεκτή λύση που δεν θα φορτώνει με υπέρογκα διόδια τους πολίτες. Σήμερα, τον αυτοκινητόδρομο χρησιμοποιούν για τις διελεύσεις τους περί τους 235.000 οδηγούς καθημερινά.

Οι αυξήσεις διοδίων είχαν προαναγγελθεί από την κοινοπραξία σε δύο δόσεις στον τέως υπουργό κ. Χρίστο Σπίρτζη από τον περασμένο Δεκέμβρη. Ωστόσο, η απερχόμενη πολιτική ηγεσία επιχείρησε να αποτρέψει μπαίνοντας όπως την κατηγορούν οι τεχνικές εταιρείες, σε έναν προσχηματικό διάλογο κατά τον οποίο εξαντλήθηκε η συζήτηση της αναστολής με πολλά διαφορετικά μοντέλα που μελέτησαν ακόμη και την μείωση του διοδίου.

Όταν προκηρύχθηκαν οι εθνικές εκλογές και φάνηκε πλέον ξεκάθαρα ότι δεν υπάρχει καμία λύση στον ορίζοντα, η κοινοπραξία αιφνιδιαστικά ανακοίνωσε τις δύο αυξήσεις, αρχικά την 1 Ιουλίου από τα 2,80 ευρώ στα 3 ευρώ και στην συνέχεια, στις αρχές Ιανουαρίου του 2020 στα 3,30 ευρώ. Ωστόσο, αν και η επιλογή της κοινοπραξίας «φόρτωνε» την ευθύνη στην απελθούσα κυβέρνηση προκαλούσε δεσμεύσεις και για την νέα, η οποία θα έπρεπε να διαχειριστεί τις ανατιμήσεις διοδίων  στις αρχές του 2020.

Με την ΠΝΠ η συνολική ευθύνη μετακυλίστηκε στην ΝΔ, καθώς εντός 40 ημερών από την σύγκλιση της βουλής οφείλει να αποφασίσει εάν θα την κυρώσει ή όχι. Ο χρόνος αυτός εκπνέει θεωρητικά περί τα τέλη Αυγούστου αφού η βουλή συγκλήθηκε στις 17 Ιουλίου.

«Δεν μπορείς να διαπραγματεύεσαι ένα χρόνο με την προηγούμενη κυβέρνηση και να έχεις την απαίτηση να βρεθεί λύση μέσα σε λίγες εβδομάδες» διαμηνύουν από το υπουργείο.

Το μορατόριουμ στο οποίο φαίνεται να οδηγούνται οι δύο πλευρές αποτελεί μονόδρομο ώστε να δοθεί ο απαιτούμενος χρόνος για να εξεταστούν όλες οι πιθανές λύσεις και να αντιμετωπιστεί με ρεαλισμό το πρόβλημα που έχει ανακύψει.

Η κυβέρνηση δείχνει αποφασισμένη να δώσει λύσεις επιδιώκοντας την συνεργασία και της άλλης πλευράς. Οι λύσεις όμως όταν μπαίνουν στο τραπέζι τόσο σοβαρά οικονομικά θέματα μιας παραχώρησης βρίσκονται στα ανταλλάγματα που θα δοθούν. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι χωρίς παράταση της σύμβασης συμβιβασμός δεν μπορεί να υπάρξει.

Ωστόσο αρμόδιες πηγές επισημαίνουν ότι όσο είναι ανοικτά θέματα που συνδέονται με την Επιτροπή Ανταγωνισμού αλλά και με άλλα δημόσια έργα, δεν είναι προς το συμφέρον των εταιρειών να επιμείνουν σε μια αδιάλλακτη στάση και να τραβήξουν το σχοινί στα άκρα.

Στην κυβέρνηση υποστηρίζουν επίσης ότι είναι αδύνατο να γίνει αποδεκτή επέκταση της σύμβασης παραχώρησης. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει όπως αναφέρουν, την έγκριση των Βρυξελλών κάτι που δεν έχει φτάσει με επίσημο τρόπο μέχρι σήμερα στην ΕΕ.

Επιπλέον, όμως στο υπουργείο θεωρούν ότι δεν είναι σωστό να επεκταθεί μια λεόντειος σύμβαση που λήγει το 2024 και επικαλούνται την ανάγκη για ένα νέο διαγωνισμό από τον οποίο εκτιμάται ότι το δημόσιο θα αποκομίσει τεράστια οικονομικά οφέλη.

«Γόρδιος δεσμός» για τρεις λόγους   

Η υπόθεση της Αττικής Οδού που χειρίζεται διακριτικά και το γραφείο του Πρωθυπουργού είναι αρκετά πιο σύνθετη από όσο φαίνεται για τρεις κυρίως λόγους.

Πρώτον, οι αυξήσεις στα διόδια έρχονται έπειτα από 10 χρόνια σταθερών τιμολογίων και στο ξεκίνημα μιας νέας κυβέρνησης που καλείται να δικαιολογήσει το timing μιας διαφορετικής τιμολογιακής πολιτικής στον πιο προσοδοφόρο οδικό άξονα.

Οι αυξήσεις, λένε όσοι γνωρίζουν είχαν αποτραπεί τα προηγούμενα χρόνια που η κίνηση λόγω της κρίσης έπιασε πάτο. Τώρα που οι καμπύλες διαγραμμάτων της κυκλοφορίας έχουν πάρει την ανιούσα μπορούν να δικαιολογηθούν.

Δεύτερον, τα διόδια της Αττικής Οδού έχουν περιληφθεί στο μεγάλο κουμπαρά εσόδων, με τα οποία οι εταιρείες διαπραγματεύονται με τις τράπεζες  την αναδιάρθρωση των δανείων τους. Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά από τα μερίσματα που εισπράττουν εξαρτάται η πιστοληπτική τους ικανότητα.

Αυτό σημαίνει ότι αποτελούν ένα σοβαρό εργαλείο αναδιάρθρωσης δανεισμού, το οποίο αν για κάποιο λόγο δεν επιλεγεί θα πρέπει να βρεθεί κάποιο άλλο ισοδύναμο μέτρο που θα πείσει τις τέσσερις συστημικές τράπεζες.

Επιπλέον η δυνατότητα αύξησης της τιμής των διοδίων αποτελεί όρο που προβλέπεται από την σύμβαση παραχώρησης (με ανώτατη τιμή τα 3,77 ευρώ), η οποία σημειωτέον καθορίζει και το χρόνο επιστροφής της Αττικής Οδού στο δημόσιο. Ο χρόνος αυτός ορίζεται όταν η απόδοση ιδίων κεφαλαίων φτάσει το 13,1% που σήμερα είναι κάτω από 10%. Ο παραχωρησιούχος χρειάζεται 5 χρόνια ακόμη, όπως αναφέρουν πηγές κοντά στην κοινοπραξία για να κάνει απόσβεση των κεφαλαίων του.

Τρίτον, η εντύπωση που μεταφέρουν στελέχη των εταιρειών παραχώρησης είναι ότι η ΠΝΠ έχει εγκλωβίσει την κυβέρνηση καθώς είναι μια επιλογή αμφίβολης – με βάση και την ευρωπαϊκή πολιτική- νομικής υπόστασης.

Όπως αναφέρουν, δεν περιορίζεις ένα συμβατικό δικαίωμα με μια Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου για προεκλογικούς σκοπούς (σ.σ αποτροπής των αυξήσεων παραμονές των εκλογών) όταν η ΠΝΠ αποτελεί μια κυβερνητική επιλογή για λόγους δημοσίου συμφέροντος. «Εάν η ΝΔ προχωρήσει στην κύρωση της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου κινδυνεύει να κυρώσει μια παράτυπη ενέργεια, στέλνοντας παράλληλα ένα αντιεπενδυτικό μήνυμα ότι μπορεί να ανατρέπεις μια σχέση 25ετούς παραχώρησης για πολιτικούς λόγους».

Exit mobile version