Να αλλάξει ρότα επειγόντως στο παραγωγικό μοντέλο που ακολουθεί η χώρα και να μη στηρίζεται πλέον στους χαμηλούς μισθούς η ανταγωνιστικότητα και η επιβίωση της ελληνικής οικονομίας, προειδοποιούν η μία μετά την άλλη οι αναλύσεις και οι εκθέσεις που έρχονται στο φως τις τελευταίες ημέρες για την ελληνική οικονομία.
Τα μηνύματα έρχονται από Βρυξέλλες, Παρίσι και ΙΟΒΕ. Αποδίδουν τα εύσημα για τις αυξημένες αντοχές της ελληνικής οικονομίας μέσα στην κρίση, αλλά αποκαλύπτουν και καταγράφουν μεγάλες ευπάθειες. Επιπλέον, όμως, θέτουν στο επίκεντρο και τη ζοφερή πραγματικότητα την οποία ζουν χιλιάδες ελληνικά νοικοκυριά, αλλά και τις αιτίες που αυτά δεν μπορούν να συμβαδίσουν με το άλμα ανάπτυξης που έχει επιτύχει η χώρα.
Το πρόβλημα
Την κατάσταση που βιώνουν τα νοικοκυριά αποτυπώνει ανάγλυφα η τελευταία έρευνα Οικονομικής Συγκυρίας του ΙΟΒΕ για τον Μάιο:
-Από τη μία καταγράφεται βελτίωση της Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης (σε -42,7 μονάδες, από -46,8 τον Απρίλιο), κάτι που δείχνει συγκρατημένη αισιοδοξία ή μικρή «ανάσα» για τους πολίτες.
-Από την άλλη, όμως, το 57,7% θεωρεί απρόβλεπτο το οικονομικό του μέλλον, το 83% δεν προβλέπει να μπορεί να κάνει αποταμίευση, το 63% δηλώνει ότι τα βγάζει δύσκολα πέρα με τον πληθωρισμό, το 11% τρώει από τα έτοιμα και μειώνει τις καταθέσεις του, ενώ το 8% αναγκάζεται να χρεώνεται για να αντεπεξέλθει.
Και όχι μόνο αυτά. Η Εκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ελλάδα, στο πλαίσιο του Εαρινού Εξαμήνου, έρχεται να συμπληρώσει την εικόνα:
Η αποταμίευση των ελληνικών νοικοκυριών είναι χαμηλή και φθίνει περαιτέρω. Το ποσοστό ανεργίας έπεσε στο 9,5% το τελευταίο τρίμηνο του 2024 που είναι το χαμηλότερο από το 2009, αλλά ακόμη σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (5,7%). Οι γυναίκες και οι νέοι εξακολουθούν να πλήττονται δυσανάλογα. Οι αυξήσεις στις τιμές των κατοικιών καθιστούν απρόσιτη την απόκτηση στέγης για τον Ελληνα. Οι τιμές των κατοικιών στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά μέσο όρο 9,3% ετησίως το 2020-2024, όταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε. ήταν μικρότερος από μισός (4,9%).
Το υψηλό απόθεμα χρεών από δάνεια που έχουν μεταφερθεί σε servicers γίνονται βαρίδι για την οικονομία.
«Θέλει τρόπο, όχι κόπο»
Ολες οι αναλύσεις περιγράφουν ότι ο δημόσιος τομέας της ελληνικής οικονομίας πάει εξαιρετικά καλά, αλλά ο ιδιωτικός όχι. Και ο λόγος είναι ότι η Ελλάδα υστερεί στην παραγωγικότητα. Ακόμα χειρότερα, από άγνοια ίσως, ο όρος «αύξηση παραγωγικότητας» μάλλον τρομάζει πολλούς, αντί να είναι στόχος στη χώρα μας. Ωστόσο, θα έπρεπε να ισχύει το αντίθετο. Στη νέα του έκθεση Economic Outlook ο ΟΟΣΑ επισημαίνει ότι «η χαμηλή παραγωγικότητα συνεχίζει να αποτελεί τροχοπέδη για την ανταγωνιστικότητα και το βιοτικό επίπεδο» για τη χώρα μας. Οχι τυχαία, η παραγωγικότητα είναι η εξήγηση πίσω από το «μέγα παράδοξο» που βιώνουν όλοι οι Ελληνες: εργάζονται περισσότερο απ’ όλους τους Ευρωπαίους σύμφωνα με τη Eurostat και, παρότι η χώρα κάνει άλματα σχεδόν σε όλους τους τομείς, ο μισθός στην Ελλάδα είναι ο δεύτερος χαμηλότερος στην Ε.Ε. μετά τη Βουλγαρία.
Το περιγράφει αναλυτικά και η Κομισιόν, η οποία αναφέρει στην έκθεσή της ότι «παρά τη σταθερή ανάπτυξη, η παραγωγικότητα εργασίας δεν συγκλίνει με την Ε.Ε. Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2024, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης ήταν το δεύτερο χαμηλότερο στην Ε.Ε. (70% του μέσου όρου). Η παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας ήταν η χαμηλότερη στην Ε.Ε. (56,2% του μέσου όρου)».
Αλλαγή μοντέλου
Πράγματι, για λόγους επιβίωσης κυρίως, στη διάρκεια της ελληνικής κρίσης η χώρα στήριξε τη διάσωση της χαμένης της ανταγωνιστικότητας, στη μείωση του κόστους παραγωγής.
«Την τελευταία δεκαετία η Ελλάδα έχει επιτύχει σημαντικές βελτιώσεις στην ανταγωνιστικότητα κόστους», αλλά κυρίως «μέσω περικοπών μισθών μεταξύ των ετών 2010-2019», τονίζει η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ελλάδα.
Ωστόσο, η Κομισιόν προειδοποιεί ότι μετά από μια δεκαετία κρίσης, η χώρα δεν μπορεί να στηρίζεται πλέον στους χαμηλούς μισθούς. Το μοντέλο των χαμηλών μισθών έφτασε στα όριά του, δεν είναι βιώσιμο πια και η ελληνική οικονομία πρέπει… να αλλάξει πίστα πριν να είναι αργά!
Και αυτό για τρεις λόγους:
1. «Περαιτέρω βελτίωση στην ανταγωνιστικότητα κόστους είναι απίθανο να επιτευχθεί χωρίς αύξηση της παραγωγικότητας», διαπιστώνει η Ε.Ε.
2. «Για να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητά της στο μέλλον, θα ωφελούσε την Ελλάδα να εξετάσει τρόπους για αύξηση της παραγωγικότητας και της “μη κοστολογικής” ανταγωνιστικότητας», προκρίνοντας δηλαδή, μεταξύ άλλων, τη μείωση του σημαντικού χάσματος καινοτομίας με την Ε.Ε., αντί να στηρίζεται στο χαμηλό μισθολογικό κόστος.
3. «Η περαιτέρω μείωση μισθών μπορεί να καταστεί κοινωνικά μη βιώσιμη», καταλήγει στο κείμενο της έκθεσης η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Ελληνική «κακοδαιμονία»
Η μαγική λέξη πίσω απ’ όλα είναι το έλλειμμα παραγωγικότητας της χώρας σε σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους της, με τους οποίους συγκρίνεται.
Ως αιτίες της χαμηλής παραγωγικότητας, η Κομισιόν αναφέρει αρκετές:
-Οι ελληνικές πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις απασχολούν το 72,6% των εργαζομένων (έναντι 49,7 % στην Ε.Ε.) και παράγουν το 50,2% της συνολικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας (έναντι 36,6% στην Ε.Ε.).
-Το 2024, η παραγωγικότητα των πολύ μικρών επιχειρήσεων (0-9 απασχολούμενοι) εκτιμήθηκε στο 49% των μεγάλων επιχειρήσεων στην Ε.Ε., ενώ η παραγωγικότητα των μικρών επιχειρήσεων (10-49 απασχολούμενοι) εκτιμήθηκε στο 63% των μεγάλων επιχειρήσεων στην Ε.Ε.
-Η δομή της ελληνικής οικονομίας συνολικά στηρίζεται σε υψηλό βαθμό σε «χαμηλής παραγωγικότητας τομείς, όπως τουρισμός, εστίαση, μικρομεσαίες επιχειρήσεις».
Με άλλα λόγια, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποτελούν μεν παραδοσιακά τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, αλλά τα κίνητρα για συγχωνεύσεις και συνέργειες μένουν στα αζήτητα (λόγω νοοτροπίας εν πολλοίς) και ο κατακερματισμένος ιδιωτικός τομέας δεν δημιουργεί υψηλή προστιθέμενη αξία για να αυξηθούν τα εισοδήματα, ούτε επενδύει όσο πρέπει στην παραγωγικότητα, στο ανθρώπινο κεφάλαιο, στη δημιουργικότητα, στην έρευνα και την καινοτομία που απαιτούν οι εποχές.
Κλειδί η καινοτομία
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η Ελλάδα σημειώνει πρόοδο στην καινοτομία τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, «η χώρα δυσκολεύεται να καλύψει το χάσμα με την Ε.Ε. Ο δείκτης έντασης Ερευνας και Ανάπτυξης αυξήθηκε στο 1,49% του ΑΕΠ το 2023, αλλά παραμένει κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (2,24%). Η Ελλάδα κατατάσσεται ως μέτρια καινοτόμος (77,5% του μέσου όρου Ε.Ε.). Η δαπάνη των επιχειρήσεων για έρευνα και ανάπτυξη παραμένει χαμηλότερη από τον μέσο όρο της Ε.Ε., γεγονός που περιορίζει τη διάχυση της καινοτομίας και την “εμπορευματοποίηση” ερευνητικών αποτελεσμάτων».
Το πρόβλημα είναι ότι η τεχνολογία και η καινοτομία φαντάζουν επίσης ως άγνωστες έννοιες για την πλειονότητα των μικρών επιχειρήσεων. Διόλου τυχαία, το μεγαλύτερο πρόβλημα στις απορροφήσεις κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης είναι τα δάνεια για «ψηφιακές» επενδύσεις (με κίνδυνο τα λεφτά αυτά να χαθούν για τη χώρα), ενώ γίνονται ανάρπαστες οι επιδοτήσεις του ΕΣΠΑ π.χ. για τον τουρισμό.
Διαβάστε ακόμη
Σφίγγει ο κλοιός στις μισθώσεις τύπου Airbnb
Η Ελληνίδα που διαχειρίζεται τα πιο iconic διαμερίσματα στη Ρώμη (pics+vid)
Hydra Rock: Κινητικότητα για το 5στερο project των 475 εκατ. του Γιάννη Βαρδινογιάννη
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα
