Tις τάσεις για την παραγωγή, την κατανάλωση και τις εξαγωγές σε ελαιόλαδο, φρούτα και κρέας, δίνει μεταξύ άλλων για την επόμενη δεκαετία, η νέα έκθεση της Κομισιόν «EU Agricultural Outlook 2025-35», σκιαγραφώντας και το μέλλον του αγροδιατροφικού τομέα στη χώρα, που συνοπτικά μεταφράζεται ως εξής: Από τη μία η Ελλάδα διατηρεί την ισχυρή της θέση σε μια σειρά από προϊόντα, όπως τα ροδάκινα, οι ελιές, το κρέας και το ελαιόλαδο, ωστόσο προκλήσεις που έχουν να κάνουν ιδιαίτερα με την κλιματική αλλαγή και τον ξένο ανταγωνισμό απειλούν τα μεγέθη της.
Σύμφωνα με την έκθεση, το μέλλον του τομέα ελαιολάδου στην ΕΕ θα διαμορφωθεί από μια μετατόπιση, που ήδη συντελείται σε Πορτογαλία και Ισπανία: τα επόμενα χρόνια, οι παραδοσιακοί μη αρδευόμενοι ελαιώνες αναμένεται να δώσουν τη θέση τους σε υπερεντατικές εκμεταλλεύσεις με αποδοτική διαχείριση υδάτων. Η εξέλιξη αυτή, σύμφωνα με την Κομισιόν είναι κρίσιμη για τη διασφάλιση της κερδοφορίας του κλάδου. Εκτιμάται ότι έως το 2035 η παραγωγή στην Ισπανία θα μπορούσε να αυξηθεί σχεδόν στους 1,8 εκατ. τόνους ετησίως και στην Πορτογαλία στους 0,2 εκατ. τόνους.
Στον αντίποδα, στην Ελλάδα, η προβλεπόμενη μείωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων και των αποδόσεων ενδέχεται να οδηγήσει την παραγωγή κάτω από τους 180 εκατ. τόνους ετησίως, την ίδια στιγμή, που στην ελαιοκομική περίοδο 2024/2025 η Ελλάδα παρήγαγε περίπου 250.000 τόνους ελαιόλαδου.
Αντίστοιχα, στην Ιταλία η παραγωγή εκτιμάται ότι θα μειώνεται κατά περίπου 3% τον χρόνο, λόγω μικρότερων εκτάσεων και χαμηλότερων αποδόσεων. Επιπλέον παράγοντες που επιβαρύνουν την απόδοση του ελαιοκομικού τομέα είναι η κλιματική αλλαγή, τα ακραία καιρικά φαινόμενα, η λειψυδρία και τα παράσιτα. Η Xylella fastidiosa εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρή απειλή σε περιοχές όπως η Απουλία, για παράδειγμα.
Ελαιόλαδο: Η στροφή στο ηλιέλαιο και η πτώση στην κατανάλωση
Στο μέτωπο της κατανάλωσης, η έκθεση παρουσιάζει άλλη μία δυσάρεστη αλήθεια, που έχει οδηγήσει σε μείωση και αυτή δεν είναι άλλη, από τις υψηλές τιμές των τελευταίων ετών, που έχουν στρέψει πολλούς καταναλωτές, σε φθηνότερα υποκατάστατα, όπως το ηλιέλαιο.
Πτωτική πορεία στην κατά κεφαλήν κατανάλωση στη δεκαετία αναμένεται σε Ελλάδα, Ιταλία και Γαλλία, με ετήσιες μειώσεις που εκτιμώνται μεταξύ 0,5% και 1,3%. Στην Ισπανία εκτιμάται ότι θα μειώνεται κατά 0,6% ετησίως έως το 2035, εξέλιξη που αποδίδεται τόσο στις αλλαγές των καταναλωτικών προτιμήσεων όσο και στη συρρίκνωση του πληθυσμού. Αντίθετα, στην Πορτογαλία η κατά κεφαλήν κατανάλωση προβλέπεται να αυξηθεί, λόγω της ενίσχυσης της παραγωγής, η οποία ενδέχεται να καταστήσει το ελαιόλαδο πιο προσιτό σε τιμές.
Την επόμενη δεκαετία, οι καθαρές εξαγωγές ελαιολάδου από την Ισπανία εκτιμάται ότι θα αυξηθούν κατά 5,1% και από την Πορτογαλία κατά 0,9%. Στην περίπτωση της Ισπανίας, η τάση αυτή αντανακλά τόσο τη μείωση της εγχώριας κατανάλωσης όσο και την αύξηση της παραγωγής. Αντίθετα, στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ-μέσα σε αυτές και η Ελλάδα- αναμένεται αύξηση των καθαρών εισαγωγών κατά 4,1% ετησίως έως το 2035, προκειμένου να καλυφθεί η ενισχυόμενη ζήτηση. Στην Ιταλία για παράδειγμα, οι καθαρές εισαγωγές προβλέπεται να μειώνονται κατά 0,4% τον χρόνο, λόγω της χαμηλότερης κατά κεφαλήν κατανάλωσης και της μειωμένης παραγωγής.
Σε συνολικό επίπεδο, η ΕΕ εκτιμάται ότι θα παραμείνει καθαρός εξαγωγέας ελαιολάδου, με τις καθαρές εξαγωγές να αυξάνονται κατά 6,1% έως το 2035.
Μείωση της παραγωγής επιτραπέζιας ελιάς στην Ελλάδα, αλλά αυξημένη κατανάλωση
Η παραγωγή ελιάς στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τόσο για επιτραπέζια ελιά όσο και για ελαιόλαδο, συνεχίζει να μαστίζεται από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες και έντονη λειψυδρία.
Μείωση της παραγωγής επιτραπέζιας ελιάς αναμένεται σε Ελλάδα, Ιταλία και Γαλλία, με ετήσιους ρυθμούς πτώσης, που κυμαίνονται μεταξύ 0,1% και 0,9%. Εξαίρεση αποτελεί η Πορτογαλία, όπου η αποτελεσματική διαχείριση των υδατικών πόρων έχει οδηγήσει σε αύξηση των αποδόσεων, η οποία εκτιμάται ότι θα διατηρηθεί και την επόμενη δεκαετία.
Οι Ισπανοί παραγωγοί επιτραπέζιας ελιάς χάνουν έδαφος σε όρους ανταγωνιστικότητας και διεθνούς μεριδίου αγοράς. Τα επόμενα χρόνια, μη αρδευόμενοι ελαιώνες που δεν είναι πλέον βιώσιμοι ενδέχεται να οδηγηθούν εκτός παραγωγής.
Η κατά κεφαλήν κατανάλωση επιτραπέζιας ελιάς στην ΕΕ παραμένει σταθερή γύρω στα 1,8 κιλά την τελευταία δεκαετία, ωστόσο η νέα έκθεση EU Agricultural Outlook προβλέπει ότι έως το 2035 θα μπορούσε να αυξηθεί στα 2 κιλά ανά άτομο.
Σε επίπεδο χωρών, η κατά κεφαλήν κατανάλωση επιτραπέζιας ελιάς εκτιμάται ότι θα μειωθεί στην Ισπανία, ενώ αντίθετα, αύξηση της κατανάλωσης προβλέπεται στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Πορτογαλία. Η μεγαλύτερη άνοδος αναμένεται στην Πορτογαλία, αν και η κατανάλωση θα παραμείνει σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, στα 0,6 κιλά ανά άτομο.
Όλοι οι βασικοί παραγωγοί επιτραπέζιας ελιάς στην ΕΕ -μεταξύ αυτών και η χώρα μας – εκτιμάται ότι θα διατηρήσουν τη σημερινή καθαρή εμπορική τους θέση. Οι καθαρές εξαγωγές από την Ισπανία και την Πορτογαλία προβλέπεται να αυξηθούν, με ετήσιους ρυθμούς μεταξύ 0,2% και 0,7% έως το 2035. Στην περίπτωση της Ισπανίας, αυτό οφείλεται στη μείωση της κατανάλωσης, η οποία υπερκαλύπτει την πτώση της παραγωγής. Αντίθετα, οι καθαρές εισαγωγές της Ιταλίας εκτιμάται ότι θα αυξηθούν κατά 24% την περίοδο 2025–2035. Παρόμοιες εξελίξεις προβλέπονται και για άλλες χώρες της ΕΕ, όπου η αύξηση της ζήτησης για επιτραπέζιες ελιές ενδέχεται να οδηγήσει σε ετήσια αύξηση των καθαρών εισαγωγών κατά 2,2%.
Ωστόσο επισημαίνεται, ότι ο τομέας επιτραπέζιας ελιάς της ΕΕ ενδέχεται να βρεθεί αντιμέτωπος με εντεινόμενο ανταγωνισμό από βασικούς «παίκτες», όπως η Τουρκία, το Μαρόκο, η Τυνησία και η Αίγυπτος.
Παραμένουν «απειλή» για τα ελληνικά πορτοκάλια Αίγυπτος και Νότια Αφρική
Η ΕΕ θα παραμείνει με βάση τις εκτιμήσεις καθαρός εισαγωγέας τόσο νωπών όσο και μεταποιημένων πορτοκαλιών, λόγω της υποχώρησης της παραγωγής. Η Αίγυπτος και η Νότια Αφρική αποτελούν τους βασικούς προμηθευτές πορτοκαλιών από χώρες εκτός ΕΕ.
Η Ισπανία και η Ελλάδα εκτιμάται ότι θα παραμείνουν καθαροί εξαγωγείς, αν και οι καθαρές εξαγωγές νωπών πορτοκαλιών της Ισπανίας προβλέπεται να μειώνονται κατά 0,3% ετησίως και της Ελλάδας κατά 0,7% τον χρόνο. Όσον αφορά το εμπόριο μεταποιημένων πορτοκαλιών, οι καθαρές εξαγωγές αναμένεται να υποχωρήσουν στην Ισπανία, την Ελλάδα και την Ιταλία, με ποσοστά μείωσης που κυμαίνονται από 1% έως 8%.
Παραμένει κορυφαίος «παίκτης» στις εξαγωγές το ελληνικό ροδάκινο
Συνολικά, η κατά κεφαλήν κατανάλωση ροδάκινων και νεκταρινιών στην ΕΕ αναμένεται να παρουσιάσει ήπια πτώση έως το 2035, μειούμενη κατά 0,7% ετησίως για τα νωπά προϊόντα και κατά 0,9% για τα μεταποιημένα. Ωστόσο, στις βασικές χώρες παραγωγής -όπως η Ελλάδα-, η κατά κεφαλήν κατανάλωση εκτιμάται ότι θα αυξηθεί ελαφρά, με ετήσιους ρυθμούς από 0,1% έως 0,3% για τα νωπά ροδάκινα και νεκταρίνια, ενώ αντίστοιχη τάση προβλέπεται και για τα μεταποιημένα προϊόντα. Αντίθετα, στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ η κατανάλωση αναμένεται να μειωθεί σημαντικά, κατά περίπου 4,1% τον χρόνο.
Η Ελλάδα αποτελεί τόσο σημαντικό παραγωγό όσο και κορυφαίο καταναλωτή κονσερβοποιημένων ροδάκινων, ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής της κατευθύνεται στις εξαγωγές, με τις αποστολές προς χώρες εκτός ΕΕ να προβλέπεται ότι θα αυξηθούν. Μεταξύ των κύριων χωρών παραγωγής, διαμορφώνονται δύο διαφορετικά πρότυπα: η Ισπανία και η Ελλάδα αναμένεται να παραμείνουν καθαροί εξαγωγείς, ενώ η Ιταλία και η Γαλλία καθαροί εισαγωγείς. Βέβαια, τα επόμενα χρόνια, το εμπόριο της ΕΕ ενδέχεται να αντιμετωπίσει εντονότερο ανταγωνισμό, καθώς νέοι παίκτες, όπως η Χιλή και το Πακιστάν, εισέρχονται στη διεθνή αγορά.
Πλήγμα για την ντομάτα
Η παραγωγή ντομάτας για νωπή κατανάλωση αναμένεται να μειωθεί έως το 2035 στις βασικές χώρες παραγωγής, όπως η Ελλάδα και η Ισπανία. Στην Ολλανδία, αντίθετα, η παραγωγή εκτιμάται ότι θα αυξάνεται κατά 1,2% ετησίως, με στροφή προς μεγαλύτερου μεγέθους ντομάτες. Όσον αφορά τις ντομάτες για μεταποίηση, η παραγωγή προβλέπεται να ενισχυθεί στην Ισπανία και την Πορτογαλία.
Οι καθαρές εισαγωγές νωπής ντομάτας στην ΕΕ αναμένεται να συνεχίσουν να αυξάνονται, προσεγγίζοντας τους 600.000 τόνους ετησίως έως το 2035. Η εξέλιξη αυτή αντανακλά μια ήπια αύξηση της ζήτησης κατά 0,6%, σε συνδυασμό με μια περιορισμένη μείωση της παραγωγής κατά 3,4% στις βασικές χώρες παραγωγής, όπως η Ισπανία, η Ελλάδα και η Γαλλία.
Υποχωρεί περαιτέρω η παραγωγή κρέατος στην ΕΕ – Στο κάδρο και οι ζωονόσοι
Μετά τη μείωση της παραγωγής πρόβειου και κατσικίσιου κρέατος στην ΕΕ το 2025, η παραγωγή αναμένεται να υποχωρήσει περαιτέρω στους 539.000 τόνους έως το 2035, σημειώνοντας πτώση 0,7% ετησίως την περίοδο 2025-2035.
Η εξέλιξη αυτή θα οφείλεται κυρίως στη συνεχιζόμενη μείωση της παραγωγής στις χώρες που εντάχθηκαν στην ΕΕ πριν από το 2004, όπου η παραγωγή προβλέπεται να μειώνεται κατά 0,9% τον χρόνο, ενώ στις υπόλοιπες χώρες αναμένεται μεγαλύτερη σταθερότητα (-0,2% ετησίως).
Παράλληλα, ενδεχόμενα ξεσπάσματα ζωικών ασθενειών, όπως η ευλογιά των αιγοπροβάτων στη χώρα μας, θα μπορούσαν να επιδεινώσουν περαιτέρω τα επίπεδα παραγωγής κατά την περίοδο 2025-2035. Την περίοδο 2010-2025, το ζωικό κεφάλαιο αιγοπροβάτων στην ΕΕ μειώθηκε κατά περίπου 13 εκατ. ζώα (-16%). Η παραγωγή αναμένεται να παραμείνει συγκεντρωμένη σε λίγες χώρες της ΕΕ, κυρίως στην Ισπανία, την Ελλάδα, τη Γαλλία, την Ιρλανδία και τη Ρουμανία.
Διαβάστε ακόμη
Allwyn–ΟΠΑΠ: Τι σηματοδοτεί η αλλαγή στη δομή του deal χωρίς τις προνομιούχες μετοχές
Κίνητρα για σπίτια στο ενοίκιο, μπλόκο στα Airbnb – Ποιοι ωφελούνται από τα νέα μέτρα Μητσοτάκη
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα
