search icon

Οικονομία

Τι κρύβει το «κακό κλίμα» στο Eurogroup της Δευτέρας

Μέρες του 2015 θύμισε η σύγκρουση Ντράγκι-Τσακαλώτου - «Αν υπήρχε καλή διάθεση η αξιολόγηση θα είχε κλείσει» λένε και  οι  Βρυξέλλες - Ανησυχία των δανειστών για πλειστηριασμούς και βιαστικές εξόδους στις αγορές

του Κωστή Πλάντζου
 
Αιφνιδιασμένη δείχνει η Αθήνα για την κακή τροπή του Eurogroup της Καθαράς Δευτέρας, που καθιστά δυσκολότερη την «καθαρή έξοδο» που επιδιώκει η κυβέρνηση. Και το ερώτημα που πλανάται πλέον πάνω από τις διαπραγματεύσεις είναι εάν η κόντρα Ντράγκι-Τσακαλώτου θα έχει και συνέχεια, λίγο πριν την τελική ευθεία των Μνημονίων.

Το χειρότερο δεν είναι πως χάθηκε η δόση και τώρα η κυβέρνηση τρέχει να καλύψει το χαμένο έδαφος στα τέλη Φεβρουαρίου που επιστρέφουν οι Θεσμοί στην Αθήνα, αλλά το κακό πολιτικό μήνυμα που στέλνει στις αγορές η ματαίωση των προσδοκιών για τελική συμφωνία.

Στην κυβέρνηση είχαν βάλει ψηλά τον πήχη των προσδοκιών για τα αποτελέσματα του Eurogroup, πιστεύοντας πως δυόμισι μήνες μετά το τέλος των διαπραγματεύσεων στο Χίλτον, θα είχε εγκριθεί προχθές τουλάχιστον η πρώτη υποδόση των 5,7 δισ. ευρώ. Πηγή της Ευρωζώνης επιβεβαίωνε πως «αν υπήρχε λίγη καλή θέληση θα το είχαμε κλείσει», δείχνοντας πως το κλίμα δεν ήταν όσο χρειαζόταν θετικό για την ελληνική πλευρά.

Τι έγινε όταν έκλεισαν οι πόρτες

Σε αντίθεση με την εποχή Σόιμπλε-Ντάισελμπλουμ-Βίζερ, την φορά αυτή δεν έγιναν εμπρηστικές δηλώσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων πριν την συνεδρίαση. Αλλά και μόνον οι διαρροές για το θερμό επεισόδιο Ντράγκι-Τσακαλώτου δείχνουν πως κάποιοι στις Βρυξέλλες έψαχναν και βρήκαν «πάτημα» για να εξαπολύσουν μύδρους κατά της ελληνικής αντιπροσωπείας.

Τι έφταιξε και πήγε στραβά η συνεδρίαση του Eurogroup; Όπως όλα δείχνουν, οι αιτίες ήταν τρεις: καθυστερήσεις στους πλειστηριασμούς και στις ιδιωτικοποιήσεις αφενός, και βιασύνες στην έξοδο στις αγορές.

Για τους πλειστηριασμούς, ο Μάριο Σεντένο στήριξε την ελληνική πλευρά που ισχυρίζεται πως για τις καθυστερήσεις δεν είναι αρμόδια η κυβέρνηση. Αντίστοιχα και για την ιδιωτικοποίηση του Ελληνικού, εκκρεμεί δκαστική απόφαση από το ΣτΕ που δεν μπορεί να επηρεαστεί από την κυβέρνηση.
 
Τα κείμενα της συμφωνίας
 
Στην πράξη πάντως, η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα γνώριζε από το προηγούμενο Eurogroup της 20ης Ιανουαρίου ότι έπρεπε να υπάρξει επιτάχυνση πλειστηριασμών.
 
Τότε στο υπουργείο Οικονομικών έλεγαν πως δεν έχουν δεσμευθεί για 10.000 πλειστηριασμούς μέσα στο 2018 και συνολικά 130.000 πλειστηριασμούς ως το 2021. Η πρόβλεψη αυτή όμως περιλαμβανόταν στην Έκθεση Συμμόρφωσης (Compliance Report) που είχαν καταθέσει τότε οι Θεσμοί και με βάση αυτό το κείμενο εγκρίθηκε πολιτικά η ολοκλήρωση της αξιολόγησης από τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης. Το να υποστηρίζει το υπουργείο Οικονομικών ότι δεν ήταν δική του δέσμευση, αλλά των τραπεζών προς τον SSM προκειμένου να εξυγιάνουν τα χαρτοφυλάκιά τους (και ενόψει stress test), μπορεί να σταθεί ως δικαιολογία για εσωτερική κατανάλωση, αλλά είναι δεδομένο πως σαν δέσμευση της χώρας επηρεάζει συνολικά την διαπραγμάτευση.
 
Φυσικά θα μπορούσε και να παραβλεφθεί ενδεχομένως (όπως και για άλλα “μέτρα-ημίμετρα” που έλαβε η κυβέρνηση) «αν υπήρχε καλή διάθεση», όσο όμως πλησιάζει στο τέλος του το 3ο Μνημόνιο (όπως και συνέβη και στα δύο προηγούμενα) είναι σύνηθες η πίεση να αυξάνεται αντί να περιορίζεται…
 
Όχι δάνεια «όσο-όσο»
 
Σοβαρές ανησυχίες των ευρωπαίων εταίρων για τις βιαστικές (και ακριβές) εκδόσεις ομολόγων, φαίνεται πως κρύβει και η αναφορά του προέδρου Μάριο Σεντένο μετά το τέλος του Eurogroup  περί «βιώσιμης επιστροφής» της χώρας στις αγορές. Προφανώς η κυβέρνηση δεν είχε την πολυτέλεια του χρόνου να αναμένει «καλύτερες μέρες» για να εκδώσει το 7ετές ομόλογο με επιτόκιο 3,5%, αλλά όσο πιο ακριβός είναι ο νέος δανεισμός της χώρας μας, επηρεάζεται αρνητικά η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και εν τέλει θα απαιτήσει μεγαλύτερες παραχωρήσεις και ελάφρυνση από τους ευρωπαίους δανειστές.

Επιπλέον, αν η Ελλάδα δανείζεται «με την βούλα» της ΕΕ και των θεσμών, σχεδόν με διπλάσιο επιτόκιο από τις αγορές, δημιουργεί συνθήκες ανταγωνισμού και πιέσεων και στα ομόλογα των άλλων κρατών της ευρωζώνης που θέλουν να δανείζονται με «κανονικά» επιτόκια.
 
Στο επιχείρημα ότι «δεν υπάρχει χρόνος για αναβολές» που υψώνει η ελληνική πλευρά, η απάντηση που δίνουν στις Βρυξέλλες είναι πως για αυτό φταίει η ίδια καθώς, όπως λένε, το 2015-2016 «χάθηκε πολύτιμος χρόνος». Λόγω των καθυστερήσεων στις διαπραγματεύσεις, η Αθήνα ήταν δεδομένο πως πλέον θα τελεί συνεχώς «υπό πίεση» των αγορών μέχρι να τελειώσει το Μνημόνιο. Αντιθέτως χωρίς τις καθυστερήσεις θα μπορούσε να είχε δανειστεί φθηνά κεφάλαια (μέχρι και τα τέλη Ιανουαρίου του 2018 ακόμη) πριν αρχίσουν να ανεβαίνουν διεθνώς τα επιτόκια, οπότε δεν θεωρείται πειστική δικαιολογία η ανάγκη μαζικών εκδόσεων ομολόγων πριν τα τέλη του Μνημονίου.
 
Η ΕΚΤ φαίνεται να αναλαμβάνει στη φάση αυτή τον ρόλο του «κακού» καθώς, εκ της θέσεώς της, είναι ο επίσημος θεματοφύλακας των χαμηλών επιτοκίων στην ευρωζώνη και δεν βλέπει με καλό μάτι τους πολιτικούς βολενταρισμούς (ή ευσεβείς πόθους) περί «καθαρής εξόδου». Μένει να φανεί αν θα βρεθεί σημείο ισορροπίας, ή αν οι δανειστές θα ψάχνουν διαρκώς για κάποιο νέο «στραβοπάτημα» της κυβέρνησης, προκειμένου να χαλάσουν το κλίμα επιστροφής της Ελλάδας στις αγορές.

Exit mobile version