Τα υψηλά και πολυδιαφημιζόμενα μερίσματα των τραπεζών σε μια περίοδο καλοήθους πληθωρισμού που πάντως κατατρώει το εισόδημα οδηγεί αρκετές χώρες μέλη της Ε.Ε. να σκέφτονται ή και να εφαρμόζουν μέτρα για τις τράπεζες.
Έτσι μετά την Ιταλία η οποία ψήφισε στον προϋπολογισμό του 2026 τέτοια μέτρα είναι πιθανόν να έρχεται και η σειρά της Κύπρου. Και φυσικά η τραπεζική αγορά της μεγαλονήσου έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα είτε επειδή η Τράπεζα Κύπρου είναι εισηγμένη στο Χ.Α. είτε επειδή δύο ελληνικές τράπεζες Eurobank και Alpha Bank έχουν πραγματοποιήσει σημαντικές επενδύσεις στο νησί.
Στο μάτι του κυκλώνα οι Κυπριακές Τράπεζες
Ένα χρόνο λοιπόν μετά την τελευταία συζήτηση στη Βουλή για έκτακτη φορολόγηση των τραπεζών, το ΑΚΕΛ επανέρχεται με νέα πρόταση νόμου για την επιβολή έκτακτου τέλους αλληλεγγύης για τα φορολογικά έτη 2025 και 2026. Η πρόταση υπογράφεται από τον γενικό γραμματέα του κόμματος, Στέφανο Στεφάνου, και παρουσιάζεται ως προσωρινό και στοχευμένο μέτρο, με σκοπό τη δίκαιη κατανομή των βαρών που προέκυψαν από την αύξηση του πληθωρισμού και των επιτοκίων τα τελευταία τρία χρόνια.
Η πρόταση έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να εγκριθεί σε σχέση με την απορριφθείσα το 2024, όταν η ψηφοφορία είχε λήξει ισόπαλη (25 υπέρ, 25 κατά) και τέσσερις βουλευτές είχαν απέχει. Τότε, υπέρ της φορολόγησης είχαν ταχθεί ΑΚΕΛ, ΕΛΑΜ, ΕΔΕΚ, Οικολόγοι και δύο ανεξάρτητοι βουλευτές, ενώ ΔΗΣΥ, ΔΗΚΟ, ΔΗΠΑ και μια ανεξάρτητη βουλευτής είχαν καταψηφίσει.
Η αιτιολογική έκθεση της νέας πρότασης υποστηρίζει ότι η αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ έχει επηρεάσει αρνητικά νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, περιορίζοντας τη δυνατότητα αποπληρωμής δανείων. Ταυτόχρονα, οι τράπεζες κατέγραψαν υψηλή κερδοφορία λόγω διεύρυνσης των περιθωρίων επιτοκίων και όχι οργανικής ανάπτυξης. Το έκτακτο τέλος προτείνεται να εφαρμοστεί στο ποσό που υπερβαίνει το 40% της αύξησης των καθαρών εσόδων από τόκους σε σύγκριση με το 2022, με ποσοστό 20%.
Το ελληνικό μοντέλο
Από την πλευρά τους οι τραπεζίτες στο νησί εκτιμούν πως εν τέλει η κυβέρνηση θα στραφεί σε άλλου τύπου μέτρα, παρόμοια με αυτά που έλαβε η ελληνική κυβέρνηση και η οποία επέβαλε στις ελληνικές τράπεζες μέτρα περιορισμού των προμηθειών, σημαντικών χορηγιών αλλά και στήριξη των στεγαστικών δανείων με πάγωμα επιτοκίων όταν ανέβαιναν τα επιτόκια.
Το Πρόγραμμα Γιαννάκου για τα ελληνικά σχολεία στοίχισε στις ελληνικές τράπεζες 200 εκατ. ευρώ για το 2024 και το 2025 και αναμένεται να στοιχίσει άλλο τόσο το 2026 και το 2027. Μαζί με τη Θεσσαλία το μέτρο αυτό αναμένεται να κοστίσει 450 εκατ. ευρώ ενώ περίπου 300 εκατ. εκτιμάται πως κόστισε στις τράπεζες η μείωση των προμηθειών στις συναλλαγές λιανικής αλλά και το πάγωμα των στεγαστικών επιτοκίων όταν η ΕΚΤ αύξανε τα επιτόκια.
Οι τραπεζίτες στην Κύπρο λοιπόν θεωρούν πως κάποια αντίστοιχη μέριμνα με την Ελλάδα θα ληφθεί και εκεί και δεν θα προαχθεί μια απόφαση έκτακτης φορολόγησης.
Το ΑΚΕΛ στηρίζει την πρόταση σε έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία αντίστοιχα μέτρα σε χώρες της Βαλτικής (Λετονία, Εσθονία, Λιθουανία) δεν επηρέασαν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και παρείχαν σημαντικά έσοδα στα δημόσια ταμεία. Οι τράπεζες στην Κύπρο αντιδρούν, υποστηρίζοντας ότι ήδη καταβάλλουν ειδικό φόρο 0,15% στις καταθέσεις και ότι πρόσθετη επιβάρυνση θα πλήξει τη σταθερότητα και το επιχειρηματικό περιβάλλον.
Η επιθετική Ιταλία
Όπως και να ‘χει η Κυπριακή Κυβέρνηση δεν είναι η μόνη που σκέφτεται τέτοια μέτρα. Η γειτονική Ιταλία, όχι μόνον τα σκέφτεται μα τα εφαρμόζει κι όλας έχοντας ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων από τους μετόχους των τραπεζών.
Η ιταλική κυβέρνηση ακολουθεί ολοένα και πιο παρεμβατική γραμμή απέναντι στον τραπεζικό τομέα, συνδυάζοντας αυστηρό έλεγχο στις εξαγορές με αυξημένη φορολόγηση των κερδών. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πρόσφατη ενεργοποίηση του μηχανισμού Golden Power, που επέτρεψε στο κράτος να μπλοκάρει ουσιαστικά την προσπάθεια της UniCredit να αποκτήσει τη Banco BPM. Η παρέμβαση αυτή -η οποία δεν σχετίζεται με ζητήματα εθνικής ασφάλειας αλλά με οικονομικά κριτήρια– προκάλεσε έντονη αντίδραση από την τράπεζα και οδήγησε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ανοίξει επίσημη διαδικασία παράβασης κατά της Ιταλίας, θεωρώντας πως η πρακτική αυτή μπορεί να παραβιάζει την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων και να δημιουργεί στρεβλώσεις στην ενιαία τραπεζική αγορά.
Παράλληλα, η Ρώμη επιδιώκει σημαντικά δημοσιονομικά έσοδα από τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Στο νέο προϋπολογισμό ενσωματώνει μια σειρά φορολογικών επιβαρύνσεων -από τον «substitute tax» στα αποθεματικά έως αυξημένους συντελεστές για τράπεζες και ασφαλιστικές- με στόχο να αντλήσει έως και 11 δισ. ευρώ σε τρία χρόνια. Οι μεγάλοι όμιλοι, όπως η Intesa Sanpaolo, προειδοποιούν ότι η υπερφορολόγηση και η νομική αβεβαιότητα γύρω από το Golden Power υπονομεύουν τη δυνατότητα συγχωνεύσεων, τη σταθερότητα των κερδών και την κεφαλαιακή ενίσχυση του κλάδου. Έτσι, η Ιταλία εμφανίζεται να εφαρμόζει μια ισχυρά επιθετική πολιτική, η οποία ενδέχεται να επιβαρύνει το τραπεζικό οικοσύστημα και να προκαλέσει μεγαλύτερη ένταση στις σχέσεις της με τις Βρυξέλλες.
Το ζήτημα είναι πως οι παραπάνω πολιτικές ως απότοκο της ισχυρής και εν ολίγοις άκοπης κερδοφορίας που έχουν επιτύχει οι ευρωπαϊκές τράπεζες ελέω επιτοκίων, είναι πολύ πιθανόν από του χρόνου να θέσουν εν αμφιβόλω τα εξαιρετικά υψηλά μερίσματα που στην παρούσα φάση διανέμονται προς τους μετόχους. Μια τέτοια πολιτική αναμένεται να δημιουργήσει σημαντικές αντιδράσεις κυρίως στις τράπεζες που έχουν μεγάλους μετόχους, παρατηρούν αναλυτές του κλάδου.
Διαβάστε ακόμη
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα
