Κάθε εβδομάδα παρουσιάζουμε ένα εμβληματικό έργο Τέχνης και αποκωδικοποιούμε τους λόγους που το έκαναν σημαντικό ώστε να αποκτήσει τεράστια αξία μέσα στον χρόνο.
Στν διάρκεια της καλλιτεχνικής της πορείας η Αγκνες Μάρτιν διασταυρώθηκε και επηρέασε πολλά από τα σημαντικά κινήματα της τέχνης και αναγνωρίζεται ως μία από τους πιο σημαντικές ζωγράφους της μεταπολεμικής γενιάς διεθνώς.
Για σχεδόν σαράντα χρόνια, αφιέρωσε τον εαυτό της σε μια πολύ αυστηρή μορφή ζωγραφικής: ένα τετράγωνο καμβά ή χαρτί σταθερού μεγέθους και υλικού, χωρισμένο οριζόντια, κατακόρυφα, ή και τα δύο, με ένα δομικό σχήμα παρόμοιο με πλέγμα. Αυτή η συνέπεια είναι σχεδόν ασυνήθιστη στην ιστορία της σύγχρονης τέχνης. Λόγω αυτής της ακαμψίας της μορφής, είναι μερικές φορές δύσκολο να κατανοήσουμε τι κάνει τα έργα της Μάρτιν διαφορετικά μεταξύ τους ή να εντοπίσουμε τις λεπτομέρειες του πώς εξελίχθηκε το έργο της κατά τη διάρκεια της ζωής της. Δεν σκόπευε το έργο της να αφορά τις τυπικές ιδιότητες του πλέγματος. Αντίθετα, το πλέγμα ήταν ένα όχημα να δημιουργήσει πίνακες χωρίς μορφή, όπως γράφει: «Τα έργα μου δεν έχουν ούτε αντικείμενο ούτε χώρο, ούτε γραμμή ούτε τίποτα – καμία μορφή. Είναι φως, ελαφρότητα, περί συνένωσης, περί έλλειψης μορφής».
Συνδέθηκε με δύο καλλιτεχνικές σκηνές, πρώτα τους Taos Moderns και αργότερα τους καλλιτέχνες της Νέας Υόρκης. Οι Taos Moderns πήγαν στο Νέο Μέξικο τη δεκαετία του ’50, προορισμός για καλλιτέχνες ήδη από τη δεκαετία του 1890 και γνωστός από τους πίνακες της Τζόρτζια Ο’ Κιφ και τις φωτογραφίες του Άνσελ Άνταμς.
Το 1957, η Μάρτιν μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και συγκεκριμένα στο Coenties Slip, εκεί όπου είχε εγκατασταθεί μια μικρή ομάδα καλλιτεχνών, όπως οι Taos Moderns και οι καλλιτέχνες του Coenties Slip -συμπεριλαμβανομένων των Ρόμπερτ Ιντιάνα και Έλσγουορθ Κέλι. Όλοι τους ήταν ενωμένοι από ένα μόνο στυλ αλλά και από μια κοινή αίσθηση και γεωγραφική εντοπιότητα.
Παρόλο που στη Νέα Υόρκη εξέθετε τα έργα της με καλλιτέχνες της αφαίρεσης, η συνειδητή πορεία της ήταν εκτός του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού και των συστηματικών επαναλήψεων του Μινιμαλισμού. Αντίθετα, η πρακτική της, ήταν συνδεδεμένη με την πνευματικότητα και αντλούσε από ένα μείγμα ιδεών του Zen Βουδισμού και του Αμερικανικού Υπερβατισμού (ένα φιλοσοφικό κίνημα που αναπτύχθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ‘20 στις ανατολικές Η.Π.Α και συνδύαζε τον σεβασμό στη φύση και την αυτάρκεια με στοιχεία του Γερμανικού ρομαντισμού). Για τη Μάρτιν, η ζωγραφική ήταν «ένας κόσμος χωρίς αντικείμενα, χωρίς διακοπή ή εμπόδιο. Είναι να αποδεχθείς την αναγκαιότητα, να εισέλθεις σε ένα πεδίο όρασης όπως όταν διασχίζεις μια άδεια παραλία για να κοιτάξεις τον ωκεανό».
Το 1967, στο αποκορύφωμα της καριέρας της, αντιμετώπισε την απώλεια του σπιτιού της, τον ξαφνικό θάνατο του φίλου της Αντ Ράινχαρτ και την αυξανόμενη ένταση της νοητικής της ασθένειας. Εγκατέλειψε τη Νέα Υόρκη και επέστρεψε στο Ν. Μέξικο, όπου εγκατέλειψε τη ζωγραφική και αφοσιώθηκε στη γραφή και τον διαλογισμό. Η επιστροφή της στη ζωγραφική το 1974, σηματοδοτήθηκε από μια απαλή μετατόπιση στο στυλ: πλέον δεν καθοριζόταν από τον γραφίτη του πλέγματος, αλλά είχε πιο έντονα γεωμετρικά σχήματα. Σε αυτά τα έργα, η Μάρτιν χρησιμοποιούσε την παλέτα των χρωμάτων της ερήμου, όπου έμεινε την υπόλοιπη της ζωής της.
Στις 10 Μαΐου 2016 το “Orange Grove” (1965), ένα από τα αριστουργήματά της και ένα από τα τέσσερα που δημιούργησε εκείνη την χρονιά, πουλήθηκε σε δημοπρασία των Christie’s για 10.693.000 δολάρια, τιμή ρεκόρ για την καλλιτέχνιδα.